Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Δραστηριοποίηση Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου’ ζητήματος

Δραστηριοποίηση Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου’ ζητήματος

Η ελληνική πολιτεία αδιαφορεί πλήρως (για να μην πούμε ότι υπάρχουν και παράγοντες που ενισχύουν) για την κινητικότητα των Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου ζητήματος’. Σε ‘συνέδριο’ που έγινε στη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου φάνηκε ότι επιχειρείται -εκ του μη όντος- η δημιουργία ‘βλαχικής εθνότητας’, με τον Έλληνα πρόξενο να δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται το ΥΠΕΞ για το θέμα. Ούτε η Ε.Υ.Π. όμως πήρε...

... στα σοβαρά την υπόθεση, παρά τις εκκλήσεις Ελλήνων για την εμφάνιση περίεργων τύπων και συναντήσεων, τόσο στα Μεγάλα Λιβάδια του Κιλκίς, όσο και στο Σκρα.

Πρέπει να είναι ηλίθιος κάποιος ή συνειδητός πράκτορας για να μη αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του γεγονότος. Πέραν των άλλων, ενδεχόμενη δημιουργία εθνότητας, όπως προσπαθεί ο Σόρος -που του έχουν αναθέσει τα Βαλκάνια- θα απαιτήσει και έδαφος για να τη στεγάσει. Εδώ και χρόνια, οι ‘πολιτιστικές’ εκδηλώσεις στις Πρέσπες, ετοιμάζουν το έδαφος. Και οι ξενόφερτοι ή ‘ελληνόφωνοι’ πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται. Αυτοί που δηλώνουν όμως ότι είναι πατριώτες;
«Σάρισσα»

30 σχόλια:

  1. Η ομοιότητα ανάμεσα στα Αλβανικά και (ως ένα σημείο) στα Ρουμάνικα οφείλεται στο ότι μετά τους Δακικούς πολέμους και την υποταγή της Δακίας, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊανός εποίκισε τη χώρα με πολλούς Ρωμαίους και κυρίως Ιλλυριούς, και έτσι οι Δάκες εκλατινίστηκαν, ενώ δέχτηκαν και πολλά ιλλυρικά/αλβανικά στοιχεία. Οι ομοιότητα αυτή έχει κάνει ορισμένους ερευνητές να πιστεύουν ότι οι Αλβανοί κατάγονται από τη Δακία - και συγεκριμένα ότι είναι απόγονοι του δακικού φύλου των Κάρπων - και ότι τον 3ο-4ο αιώνα μετανάστευσαν στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας από τα Καρπάθια. Αλλά ποιοι το λένε αυτό; Κυρίως Ρουμάνοι (Parvan, Puscariu, Capidan) και ο αποτυχημένος Βούλγαρος γλωσσολόγος Vladimir Ivanov Georgiev (1908-1986).

    Οι Βλάχοι όμως - και όχι οι Αλβανοί - φέρονται να είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη και εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς Ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ. τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομα της από τούς ρωμαίους και αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι Δάκες. Μάλιστα όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Δακία, ο ηγεμόνας της ο Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη. Τότε οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία της Δακίας μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν Ρωμαίους και Ιλλυριούς αποίκους.

    Οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες ελληνικοί πληθυσμοί που εκλατινίστηκαν γλωσσικά ή ήρθαν από τη Δακία; Είναι εκλατινισμένοι Θράκες ή εκλατινισμένοι Ιλλυριοί; Η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονος ελληνικός πληθυσμός, οι οποίοι αφού εκλατινίστηκαν, τότε κατευθύνθηκαν προς τη Δακία και δεν προήλθαν από αυτήν. Υποστηρίζουν λοιπόν άνοδο πληθυσμού από τις ελληνικές περιοχές προς τη Δακία και όχι κάθοδο τους από αυτήν. Όμως εδώ θα ήθελα να υποβάλλω ένα ερώτημα. Από την άλλη, διάφορα ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι οι Βλάχοι δεν είναι ούτε ελληνικής αλλά ούτε καθαρής βλαχικής καταγωγής, αλλά ότι πρόκειται για θρακικά και ιλλυρικά φύλα που ζούσαν νότια του Δούναβη ποταμού, και που μετά τον εκλατινισμό τους κατευθύνθηκαν βόρεια προς τη Δακία, αλλά και νότια προς τις ελληνικές περιοχές. Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πληροφορίες για τους Βλάχους παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): «Οι Δάκες μιλούν γλώσσα παραπλησία τη Ιταλών, διεφθαρμένη τόσο πολύ…οι Ρωμαίοι ήρθαν στη χώρα τους και την κατοίκησαν». «Από τη Δακία στην Πίνδο το έθνος που κατοίκησε στη Θεσσαλία, ονομάζονται Βράκοι». «Στο όρος της Πίνδου κατοικούν Βλάχοι, ομόγλωσσοι των Δακών, έμοιαζαν με τους Δάκες που κατοικούσαν στον ποταμό Ίστρο.» (έκδοση Bonn Ι, σελ. 35; ΙΙ, σελ. 77; & VI, σελ. 319;)

      Ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): «Βλάχοι λέγονται οι άποικοι από την Ιταλία.» (Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239)

      Οι Βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον μοναχό και βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Πρεσπών και Καστοριάς. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου του 1ου οι Βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης. Πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νις-Σόφιας-Σκόπια κι από εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.

      Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς Βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «παντελώς άπιστο και διεστραμένο, που δεν υποτάσονται ούτε σε Θεό ούτε σε ορθή πίστη, ούτε σε βασιλιά ούτε σε συγγενή ή φίλο…». Ωστόσο ορισμένοι Έλληνες αλλά και ξένοι ερευνητές αμφισβητούν τη γνησιότητα αυτού του αποσπάσματος του Κεκαυμένου. Η Βουλγάρα μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας Genovefa Cankova-Petkova, παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου (155-235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά τους Κοστοβώκους και όχι στους Δάκες. Σύμφωνα όμως με τους περισσότερους επιστήμονες, οι Κοστοβώκοι προέρχονταν και αυτοί από τη Δακία. Αναφορές γι’ αυτούς κάνουν οι ιστορικοί και γεωγράφοι: Παυσανίας, Δίων Κάσσιος, Αμμιανός Μαρκελλίνος και το λεξικό Σούδα. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ασαφώς μας πληροφορεί πως το κοστοβωκικό έδαφος βρισκόταν στην προρωμαϊκή Δακία ή εντός της ευρωπαϊκής Σαρματίας, μίας περιοχής ανάμεσα στη σημερινή δυτική Ρουμανία, την ανατολική Ουγγαρία και τη βόρεια Γιουγκοσλαβία.

      Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς Βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των Βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι Κουμάνοι πέρασαν τον Δούναβη (1, 10, 9). Επίσης, η Άννα η Κομνηνή στην Αλεξιάδα (στο 14ο κεφάλαιο) γράφει περιγράφοντας τις περιοχές τους γύρω απ’ τα βουνά του Αίμου: «…σε κάθε πλευρά απ’ τις πλαγιές του κατοικούν μερικές πολύ εύπορες φυλές, οι Δάκες και οι Θράκες στη βόρεια πλευρά, και στα νότια περισσότερο οι Θράκες και οι Μακεδόνες.».

      Ο Κίνναμος γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική - την «ουνικήν» - είχε πολύ στρατό από Βλάχους: «Βλάχον πολύν όμιλον» (260).

      Διαγραφή
    2. Ας δούμε κάτι ενδιαφέρον. Λίγο μετά το 680 μ.Χ. στον Κεραμήσιο Κάμπο ή Κάμπο της Πελαγονίας (Κεραμιαί ήταν το προσλαβικό όνομα του Πρίλεπ) φτάνει ένα συνονθύλευμα λαών υπό την ηγεσία του Βούλγαρου Κούμπερ. Λένε στους βυζαντινούς ότι κατοικούσαν στο Αβαρικό Χαγανάτο γύρω από την περιοχή του Σιρμίου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πολλοί οι οποίοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων πολιτών των Βαλκανίων που 2 γενέες πριν οι Άβαροι είχαν αιχμαλωτήσει και είχαν συγκεντρώσει στην περιοχή του Σιρμίου. Αν και είχαν επιμειχθεί με τους «βαρβάρους», ισχυρίστηκαν αυτοί οι «Σερμησιάνοι», διατήρησαν τις παραδόσεις των Ρωμαίων προγόνων τους και τώρα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρική τους αυτοκρατορία.

      Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο 2ος, γράφουν τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έδωσε εντολή στους Δρουγουβίτες Σλάβους της Πελαγονίας (τους οποίους είχε υποτάξει με μια εκστρατεία λίγα χρόνια πριν) να παράσχουν τρόφιμα στους ακολούθους του Κούμπερ. Μετά από λίγο καιρό, οι Σερμησιάνοι άρχισαν να διασπείρονται εδώ και εκεί. Πολλοί πήγαν στην Θεσσαλονίκη και από εκεί άλλοι συνέχισαν για Κωνσταντινούπολη. Σε κάποια φάση, ξανασυγκεντρώθηκαν από τους Βυζαντινούς στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το δεξί χέρι του Κούμπερ ήταν ο Μαύρος. Τα Θαύματα αναφέρουν ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρίκιου και αυτού του Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων. Η σφραγίδα του έχει βρεθεί αρχαιολογικά. Τα Θαύματα επίσης γράφουν ότι σχεδίαζε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχε και ότι μιλούσε 4 γλώσσες: «την γλώσσα μας» (δηλαδή ελληνικά), την σλαβική, την βουλγαρική και την λατινική.

      Την ίδια εποχή (περίπου το 700 μ.Χ.) που τα θαύματα μιλάνε για τον πατρίκιο Μαύρο, Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων, το χρονικό του Θεοφάνη του εξομολογητή αναφέρει έναν Πατρίκιο Μαύρο Βέσσο να εκστρατεύει στην Κριμαϊκή Χερσόνησο. Οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα δέχονται ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο.

      Τώρα, το Σίρμιο βρίσκεται εκεί που ο ποταμός Drina χύνεται στον Σάβα. Άρα οι Σερμησιάνοι ζούσαν «γύρω από τους ποταμούς Σάβα και Δούναβη», όπως λέει και ο Κεκαυμένος για τους Βλάχους. Επομένως, η άποψη του Κεκαυμένου ότι οι Βλάχοι της Ελλάδος ήταν εκλατινισμένοι Δάκες και Βέσσοι που κάποτε κατοικούσαν γύρω από τους ποταμούς Σάβο και Δούναβη επιβεβαιώνεται από τις βυζαντινές πηγές (Θαύματα, Χρονικό Θεοφάνους κ.α.).

      Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, υπάρχουν τρεις «Βλαχίες» στον ελλαδικό χώρο: Η Θεσσαλία είναι η «Μεγάλη Βλαχία», η Δυτική Στερεά είναι η «Μικρά Βλαχία» - επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα δέκα «Καρπενήσια» της Ρουμανίας (χωριά με το όνομα Cărpiniș υπάρχουν στη Ρουμανία στον νομό Timiş, στον νομό Braşov, στον νομό Gorj, στον νομό Alba, στον νομό Hunedoara, Cărpeniș στον νομό Argeş, Cărpenișu στον νομό Giurgiu κ.α.) - ενώ τέλος υπάρχει και μια «Άνω Βλαχία» η οποία ήταν κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, αλλα δεν γνωρίζουμε ακριβώς που.

      Διαγραφή
    3. «Ο Κίνναμος, αιώνες νωρίτερα θεωρούσε τους Βλάχους βόρεια του Δούναβη ως Ιταλούς αποίκους και την υποθετική ετυμολογία του ονόματος ‘Βλάχος’ από τον Pomponius Flaccus τον Ρωμαίο κατακτητή της Δακίας… Ο Κεκαυμένος πίστευε ότι οι Βλάχοι είχαν έρθει νότια στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο μετά που η Δακία εγκαταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, και ότι ήταν οι απόγονοι των Γετών και των Βεσσών. Έτσι ενδεχομένως τους θεωρούσε ως εκρωμαϊσμένες φυλές παρά ως αυθεντικούς απογόνους των Ρωμαίων αποίκων… Οι Βλάχοι όπως έχουμε δει κατοικούν κυρίως στους λόφους, αλλά οι Ρωμαίοι άποικοι τοποθετούνταν οι περισσότεροι στις χαμηλώτερες πλαγιές ή στις πεδιάδες. Οι Βλάχοι, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στις πόλεις οι οποίες κάποτε ήταν ρωμαϊκές αποικίες, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνο στα νεώτερα χρόνια… Η αντίθετη αλλαγή από μία νομαδική ζωή σε μόνιμη εγκατάσταση είναι εύκολη και είναι κάτι που διαρκώς συμβαίνει. Η αύξηση του εμπορίου, όπως είδαμε στην περίπτωση των ίδιων των Βλάχων, συνέβαλε σε μία μεγάλη αύξηση στην εγκατάσταση τους σε κατοικημένα χωριά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα’ μείωση στον αριθμό των κοπαδιών και των ζώων από ασθένειες, πολέμους ή ληστείες έχει ως συνέπεια το ίδιο αποτέλεσμα, επειδή η πόλη είναι το τελευταίο καταφύγιο του νομά που έχει χάσει τα κοπάδια του. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πιθανό στους άλλους ότι οι Βλάχοι είναι κυρίως οι απόγονοι των εκρωμαϊσμένων ορεινών φυλών, παρά των ίδιων των Ρωμαίων αποίκων…» (The nomads of the Balkans, an account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, Alan John Bayard Wace)

      Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1130-1173 μ.Χ) ήταν Ισπανοεβραίος περιηγητής που ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική τον 12ο αιώνα. Στα 1160 μ.Χ ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία: «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών) αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» (The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela (1840), σελ. 48)

      Ο Θηβαίος Ευθύμιος Μαλάκης (1115–1204 μ.Χ.), Μητροπολίτης Νέων Πατρών και από τους διαπρεπέστερους κληρικούς και λόγιους του 12ου αιώνα, εκτός από δύο εγκώμια για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, έγραψε επίσης ποιήματα, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η Μονωδία του σοφωτάτου κυρού Ευθυμίου και Στίχοι γραφέντες εις το λουτρόν του Χούμνου. Έγραψε επίσης διάφορες επιστολές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τις επιστολές αυτές διασώθηκαν 36. Την ίδια λοιπόν περίοδο (σύγχρονος του Βενιαμήν Τουδέλα) αναφέρει ότι ο Στρατηγός του Θέματος Ελλάδος Αλέξιος Κοντοστέφανος εκστρατεύει εναντίον «ληστρικών βαρβάρων που κατοικούν στα κορφοβούνια της Ελλάδος και που μέχρι τότε φοροδιαφεύγαν.».

      Διαγραφή
    4. Το 1183 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας επαναστάτησαν λόγω της βαιάς φορολογίας που είχε επιβάλλει ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος και δημιούργησαν την Βουλγαρο-βλάχικη αυτοκρατορία των Ασανιδών. Ο Ιωάννης Ασάν ανακήρυξε τον εαυτό του ως ‘Αυτοκράτορα όλων των Βουλγάρων και των Βλάχων. Όταν ο Φρεντερίκο Μπαρμπαρόσα πέρασε από την περιοχή, ο Ιωάννης Ασάν αναφέρθηκε ως ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και περισσότερο των Βουλγάρων’, ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Κουμάνων’ ή ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Ελλήνων’» (Vasiliev A., History of the Byzantine Empire, p. 442, University of Wisconsin Press 1964)

      «Κατά την εποχήν εκείνη (11ος αιώνας) - γράφει ο Ν. Γεωργιάδης - άρχισε να μεταναστεύει στη Θεσσαλία και άλλη βάρβαρη φυλή, η των Βλάχων, οι οποίοι κατερχόμενη από (την χερσόνησο) του Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο και την Πίνδο όπου και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα αποκαλούνταν από τους βυζαντινούς Μεγαλοβλαχία». («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)

      Ο Νικήτας Χωνιάτης - Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός - γράφει για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο/βουνά του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841). Ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο Μεγάλη Βλαχία για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

      Το 1290, ο Λαδισλάβος ο Κουμάνος που προστάτευε τους Κουμάνους, τους Πετσενέγους και τους Ορθόδοξους πληθυσμούς, δολοφονήθηκε και ένας νέος Μαγιάρος (Ούγγρος) βασιλιάς που είχε άλλες προτιμήσεις, ανάγκασε μερικούς ηγέτες από την περιοχή ανάμεσα στο Olt και στα Καρπάθια να περάσουν τα Καρπάθια και να συμβάλλουν στον σχηματισμό της Βλαχίας. (D. CĂPRĂROIU, On the beginnings of the town of CÂMPULUNG, Historia Urbana, t. XVI, nr. 1-2/2008, pp. 37-64)

      Έγραψε ο Γάλλος Πουκεβίλ για τις επιδρομές των Βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν.» (Histoire de la regeneration de la Grece)

      Και ο Π. Αραβαντινός στο «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856) θεωρεί τους Βλάχους ως φύλο που από άλλη περιοχή μετανάστευσαν στη Δακία, όπου αργότερα αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους και από εκεί στη συνέχεια μετανάστευσαν προς την Ελλάδα. Επίσης ο Αραβαντινός λέει: «Περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδας οι Άβαροι, ομόφυλοι των Γότθων, αφού τους εκδίωξαν (τους Δακορουμάνους) από τη Μολδοβλαχία, συνέστησαν εδώ ισχυρό βασίλειο και από εκεί ορμώμενοι εισέβαλαν στη Μυσία και επεξέτειναν τις λαφυραγωγίες τους μέχρι τη Θράκη. Κατά την εποχή λοιπόν αυτή, χιλιάδες από τους Δακορουμάνους βοσκούς που ζούσαν στην Κάτω Μυσία, αφού παρέλαβαν τις οικογένειες και τα πολυπληθή τους κοπάδια, κατήλθαν προς τη Θράκη ώστε να απομακρυνθούν από αυτούς τους απηνείς νέους γείτονες και αφού διαλεξαν ως κατάλληλο μέρος για τα κοπάδια τους και ασφαλές για τους ίδιους τον Αίμο, εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές αυτού με την έγκριση της αυτοκρατορίας, απ’ όπου περιοδικά και αποσπώμενοι κατά ομάδες μετοίκησαν στα ορεινά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Νέας και Παλαιάς Ηπείρου ως και στην Ροδόπη και τα ενδότερα της Θράκης.» (Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, έκδ. 1905, σελ. 25-26)

      Διαγραφή
    5. Στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» αναφέρεται ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των Γετών και Δακών, θρακικών και τούτων εθνών... Οι θράκες, μετά των Ελλήνων και των Ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Βλέπουμε και εδώ ότι οι Ιλλυριοί ξεχωρίζονται και δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες όπως κάποιοι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούν να μας πείσουν.

      Η μόνη καθαρή αναφορά στους Βλάχους ως Έλληνες, ήταν από τον κληρικό και ιστορικό (και μαθηματικό) με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο, Γεώργιο Παχυμέρη (1242–1310). Περιγράφοντας τη μάχη στην Πελαγονία το 1259 ανάμεσα στα στρατεύματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιωάννη Παλαιολόγου ο Παχυμέρης, αναφέρεται σε Βλάχους στρατιώτες από τη Θεσσαλία οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν στάση υπέρ του Παλαιολόγου.

      Στην ελληνική προπαγάνδα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων - ιδιαίτερα των Βλάχων της Αλβανίας - και στον Έλληνα βλαχολόγο καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, έχει απαντήσει ο καθηγητής Kopi Kyçyku με το βιβλίο του ‘Arumunët e Shqipërisë në kontekst ballkanik’ (Οι Αρωμούνοι της Αλβανίας στο βαλκανικό πλαίσιο). Εκδόθηκε το 1999 ενώ το 2004 εκδόθηκε η αναθεωρημένη έκδοση.

      Διαγραφή
    6. «Η Ελλάδα κατοικείται από τρεις φυλές - τους Έλληνες, τους Αλβανούς και τους Βλάχους…Ο νομαδικός πληθυσμός στα βουνά έχει διατηρήσει τον διακριτό του χαρακτήρα και τα έθιμα, μαζί με τη λατινική γλώσσα, παρόλο που οι περισσότεροι από τους άντρες μπορούν να μιλήσουν ελληνικά. Σαν τους Αλβανούς, οι βοσκοί Βλάχοι σπάνια παντρεύονται με τους Έλληνες, περιστασιακά παίρνουν Ελληνίδες συζύγους αλλά ποτέ δεν δίνουν τις κόρες τους σε Έλληνες. Μερικοί από αυτούς είναι αγράμματοι, σπάνια πηγαίνουν στο σχολείο. Όντας στη δικιά τους ελλιπής πνευματικά κουλτούρα, αντιμετωπίζονται απαξιωτικά από τους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘Βλάχος’ ώστε να δηλώσουν όχι μόνο τον βοσκό αλλά τον αγράμματο άξεστο χωριάτη.» (Encyclopedia Britannica 1911, on the term Greece)

      Ο William του Rubruck έγραψε ότι οι Βλάχοι της Βουλγαρίας κατάγονταν από τον λαό των Ulac, οι οποίοι ζούσαν κοντά στην Μπασκίρια. Ο Ούγγρος χρονικογράφος του 13ου αιώνα Simon Kéza είπε ότι οι Βλάχοι ήταν «οι βοσκοί και οι αγρότες των Ρωμαίων»… Ο Poggio Bracciolini, Ιταλός καθηγητής, έγραψε περίπου το 1450 ότι οι πρόγονοι των Ρουμάνων ήταν οι Ρωμαίοι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη Δακία από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Την ίδια άποψη είχε και ο Aeneas Sylvius Piccolomini, ο οποίος στο έργο του ‘De Europa’ (1458) ότι οι Βλάχοι ήταν ένα ιταλικό γένος και ονομάστηκαν έτσι από τον Pomponius Flaccus, στρατιωτικό διοικητή που είχε σταλθεί εναντίον των Δακών. Τους ακόλουθους αιώνες πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες υποστήριξαν την άποψη του Piccolomini.

      Ο Saxon Johannes Lebelius από την Τρανσυλβανία το 1542 είπε ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός «οδήγησε τους Βλάχους μαζί με άλλους Ιταλογενής ανθρώπους και τους εγκατέστησε μέσα σε όλο το δακικό βασίλειο» και «αυτοί οι άνθρωποι μετά από τόσους πολλούς πολέμους από τους οποίους είχαν επιβιώσει, παρέμειναν στη Δακία, και τώρα είναι αγρότες σ’ αυτή τη γη». Ο Flavio Biondo είπε ότι «Οι Δάκες ή Βλάχοι ισχυρίζονται ότι έχουν ρωμαϊκές ρίζες». Ο Pietro Ranzano έγραψε το 1400 ότι οι Βλάχοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως απογόνους των Ιταλών (Ρωμαίων). Ο Ούγγρος Ιησουίτης Stephan Szántó έγραψε το 1574 ότι οι Βλάχοι είναι «οι απόγονοι μιας παλιάς αποικίας των Ρωμαίων στην Τρανσυλβανία» και η γλώσσα τους (ρομαντιόλα ή ρομανιόλα) θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από αυθεντικούς Ιταλούς. (Almási Gábor (2010). "Constructing the Wallach 'other' in the late Renaissance". In Trencsényi, Balázs. Whose Love of Which Country?. Central European University, Budapest. pp. 107–110.)

      Ο Άραβας χρονικογράφος Mutahhar al-Maqdisi είπε: «Λένε ότι κοντά στην τουρκική περιοχή ζουν οι Χάζαροι, οι Ρώσοι, οι Σλάβοι, οι ‘Waladj’ [Βλάχοι;], οι Αλανοί, οι Έλληνες και μερικοί άλλοι λαοί.» (A. Decei & V. Ciocîltan, “La mention des Roumains (Walah) chez Al-Maqdisi”, Romano-arabica I, Bucharest, 1974, pp. 49–54)

      Διαγραφή
    7. Στα τέλη του 9ου αιώνα, οι Ούγγροι εισέβαλαν στην Παννονία (σήμερα μοιράζεται ανάμεσα σε Ουγγαρία, Αυστρία, Κροατία, Σερβία και Βοσνία), όπου, σύμφωνα με το ‘Gesta Hungarorum’ που γράφτηκε περίπου το 1200 από έναν ανόνυμο ‘υπουργό’ του βασιλιά Bela του 3ου της Ουγγαρίας, η Παννονία κατοικούνταν από Σλάβους, Βούλγαρους και Βλάχους βοσκούς των Ρωμαίων. Στο πρωτότυπο: «sclauij, Bulgarij et Blachij, ac pastores romanorum». Ανάμεσα στον 12ο και 14ο αιώνα, βρέθηκαν υπό την εξουσία του Βασίλειου της Ουγγαρίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Χρυσής Ορδής.

      Ο βλάχικης καταγωγής ιστορικός και συγγραφέας Thomas John Winnifrith, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Warwick της Μεγάλης Βρετανίας από το 1970 έως 1999, είπε: «Οι εκρωμαϊσμένοι Ιλλυριοί, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων.» (Badlands, Borderland: A History of Southern Albania/Northern Epirus by T.J. Winnifrith, ISBN 0-7156-3201-9, 2003, p. 44)

      Ο James Cowles Prichard θεωρεί ότι οι Αλβανοί ή Σκιπετάριδες και οι Βλάχοι, είναι απόγονοι Θρακών και Ιλλυριών. (James Cowles Prichard, Researches Into the Physical History of Mankind, (Sherwood, Gilbert, and Piper, 1841), section 5 (History of the European nations))

      Ο Arnold Joseph Toynbee στο βιβλίο του ‘The Greeks and Their Heritages’ (Οι Ελληνες και οι κληρονομιες τους), λέει ξεκάθαρα ότι οι Βλάχοι δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Μαλιστα τους Αρβανιτες τους ονομαζει απλως Αλβανους! Συγκεκριμένα γράφει: «Το 1821 οι Έλληνες - και μαζί με αυτούς οι Αλβανοί και οι Βλάχοι ομόθρησκοι τους - εξεγέρθηκαν… Από το 1832 ίσαμε το 1912 η Ελλάδα έγινε ένα εθνικά ομοιγενές κράτος, αν θεωρήσουμε τους ανατολικο-ορθόδοξους χριστιανούς Αλβανούς και Βλάχους ως Έλληνες πολίτες, μια και οι ίδιοι αισθάνονται ότι είναι Έλληνες, παρά το ότι η μητρική τους γλώσσα δεν είναι η ελληνική.» (Arnold Toynbee, The Greeks and Their Heritages, Oxford University Press 1981)

      Στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, γράφει επί λέξει «Βλάχοι, λατινογενής λαός κλπ… οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαίους.» (Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμος Γ', σελ. 331, Ελευθερουδάκης - 1927)

      Διαγραφή
    8. Για την ιστορία να αναφέρω ότι όταν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι Ιταλοί θέλησαν να διεκδικήσουν τους Βλάχους. Οι προσπάθειες ωστόσο είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1917, όταν ανακήρυξαν τη δημιουργία βλάχικου κράτους το οποίο αποκλήθηκε Πριγκιπάτο της Πίνδου. Είχε πρόεδρο ένα ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου (Αλκιβιάδη Διαμάντη), από τη Σαμαρίνα του νομού Γρεβενών. Ο ίδιος ο Διαμαντέσκου αποκαλούσε τον εαυτό του αρχηγό και εκπρόσωπο των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής. Ο Διαμαντέσκου καταδικάστηκε από ελληνικά δικαστήρια αλλά αμνηστεύτηκε το 1926 και γύρισε στην Ελλάδα το 1930 ως αντιπρόσωπος ρουμανικών πετρελαίων. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι Βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ, δημιούργησαν το 1941 στη Λάρισα μία οργάνωση με το όνομα ‘Λεγεώνα των Βλάχων’ ή ‘Ρωμαϊκή Λεγεώνα’, καθώς πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας (Legio V Macedonica).

      Αρχηγός τού στρατού του πριγκηπάτου, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους λεγεωνάριους, ήταν κάποιος Βασίλης Ραπότικας. Αυτός ήταν παληός μακεδονομάχος, άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65. Σημαία τού κράτους αυτού ήταν η λύκαινα των αρχαίων ρωμαίων, που βύζαινε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Νικόλαος Ματούσας, ο οποίος αργότερα κατέφυγε στην Αθήνα όπου συμμετείχε στην εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ).

      Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο. Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι Ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς Βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν. (Σταύρος Παπαγιάννης, Τα παιδιά της λύκαινας. Οι επίγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), Εκδόσεις Σοκόλη, ISBN 978-960-7210-71-5, 1999, 2004)

      Από το 1918 έως το 1936 20.000 περίπου Βλάχοι - κυρίως της βόρειας Ελλάδας - μετανάστευσαν στη Ρουμανία και στη Δοβρουτσά. Μετά την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην Κωνστάντζα και από εκεί σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας. (Koukoudis Asterios, The Veroia Vlachs and the Arvanito-Vlachs of central Macedonia, Studies about the Vlachs - vol. 4, Thessaloniki: 2000, Zitros)

      Διαγραφή
    9. Ο Άγγλος αξιωματικός Wiliam Martin Leake που επισκέφτηκε το 1805 τα βλάχικα χωριά, έγραψε: «Μοιράζονται με τούς Έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες τού φορτίου μαζί.» (Journey through some provinces of Asia Minor).

      «Οι Βλάχοι», γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), «διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς». Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι Ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι (ή Μπουρτζόβλαχοι) πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ’ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.

      Διαγραφή
    10. Η λέξη ‘Βλάχος’ είναι ελληνική; Υπάρχει η θεωρία ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων στρατιωτών (ή Ελλήνων που ήταν στρατιώτες στον Ρωμαϊκό στρατό) οι οποίοι φυλούσαν τα στενά ορεινά περάσματα. Το φυλάχος/φλάχος λοιπόν κατά ορισμένους προέρχεται από το ρήμα φυλάττω/φυλάσσω και με τροπή του φ σε β έγινε Βλάχος (φύλακας, φρουρός). Μπορεί όμως η λέξη ‘Βλάχος’ να προήλθε από το μεσαιωνικό ελληνικό φυλάζω => φυλάγω: μετοχή φυλάγων => φυλάγος => φλάγος/Βλάχος. (Ιωάννης Μωραλίδης, Η ελληνικότης των Φυλάχων-Βλάχων, περιοδικό Δαυλός, τεύχος 134)

      Μία άλλη εκδοχή υποστηρίζει ο Αντώνιος Κεραμόπουλος για την ονομασία ‘Βλάχος’. Κατ’ αυτόν η λέξη Βλάχος προέρχεται από τη Σημιτοαιγυπτιακή λέξη φελάχος που σημαίνει ‘γεωργός’. Στην Αίγυπτο για πρώτη φορά υπό τους Πτολεμαίους είχαμε την περίπτωση φρουρήσεως των συνόρων και του εσωτερικού από αλλοεθνείς (Έλληνες) στρατιώτες σε συνεργασία με τους αυτόχθονες χωρικούς, οι οποίοι ονομάζονταν Φελάχοι, Βλάχοι στο στόμα των Μακεδόνων στρατιωτών με τροπή του φ σε β (οι Μακεδόνες έλεγαν Βίλιππος αντί Φίλιππος, Βάλακρος αντί Φάλακρος κ.λπ.). Όταν αργότερα περιήλθε η Αίγυπτος στους Ρωμαίους, πολλοί Αιγυπτιώτες Έλληνες, ίσως και όλοι οι εκεί στρατιώτες και αξιωματικοί, κατετάγησαν στον Ρωμαϊκό στρατό και έτσι μεταδόθηκε έτοιμο και πρόχειρο όνομα, το των Βλάχων, για τις περιπτώσεις συνεργασίας του Ρωμαϊκού στρατού και των αυτοχθόνων χωρικών. Κατά τον Κεραμόπουλο το όνομα αυτό διαδόθηκε ως λαϊκή ονομασία των εγκατεστημένων επί τόπου στρατιωτών, οι οποίοι ήταν και συγχρόνως γεωργοί των παραχωρημένων από το κράτος σε αυτούς γαιών. Βεβαίως η εκδοχή αυτή, μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει.

      Η ονομασία «Βλάχος» φέρεται να προέρχεται από το νοτιοσλαβικό ‘vlahu’ ή ‘volohu’ και αυτή με τη σειρά της από το γερμανικό ‘walchen’ ή ‘Walhaz’. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί τους ‘Ρωμαίους’ κατοίκους των Άλπεων και της βόρειας Ιταλίας οι οποίοι αργότερα μετανάστευσαν στη Δακία. Η ονομασία ‘walchen’ φέρεται αρχικά να σήμαινε αυτόν που μιλούσε σπαστά τα λατινικά - όπως για παράδειγμα το μερικώς εκλατινισμένο φύλο των Ουόλκων (στα λατινικά Volcae) - και διαδόθηκε ως ονομασία σε όλη την Ευρώπη, εξ’ ου και Walchen στα γερμανικά, Wallon (Βαλλώνοι) στο Βέλγιο, Welsh (Ουαλία) στη Μεγάλη Βρετανία, Vlah στην Πολωνία κ.α. Δεν αποκλείεται δηλαδή να αποκλήθηκαν στην Ελλάδα ως «βλάχοι» καταχρηστικά και άτομα που λατινοφώνησαν μεν γλωσσικά (όπως έχουν πει ο Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και του Πανεπιστημίου Bochum της Γερμανίας Cicerone Poghirc, ο Hammond κ.α.), χωρίς όμως να ανήκαν φυλετικά στην ομάδα/μειονότητα των Βλάχων οι οποίοι είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο και στη γλώσσα τους αυτοαποκαλούνταν Αρμάνοι, Αρωμούνοι κ.τλ.

      «Μορλάκοι» (ή Μαύροι Βλάχοι) ονομάζονταν οι Βλάχοι που ζούσαν στην Κροατία, Βοσνία κ.α. Άλλες ονομασίες των Βλάχων ήταν Τσιντσάροι, Κουτσόβλαχοι κ.α.

      Στα νεώτερα μεσαιωνικά χρόνια, σε σλαβονικά κείμενα, το όνομα ‘Земли Унгро-Влахискои’ (Zemli Ungro-Vlahiskoi) δηλαδή ‘Ουγγρο-βλάχικη Γη’ χρησιμοποιούνταν για τη Βλαχία (σήμερα νότια Ρουμανία). Το όνομα, μεταφρασμένο στα ρουμανικά ως ‘Ungrovalahia’, έμεινε σε χρήση μέχρι σήμερα έχοντας θρησκευτικό περιεχόμενο, αναφερόμενο στη Ρουμανική Ορθόδοξη Μητρόπολη της Ουγγρο-Βλαχίας. Η Ungrovalahia δηλαδή βρισκόταν στη Ρουμανία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία στη Θεσσαλία, τη Mala Vlaška στη Σερβία ή τη Vlahia moravă (Valašsko στα τσέχικα) στην Τσεχία.

      Διαγραφή
    11. Ας δούμε την επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου 1913, ημέρα της συνθήκης του Βερολίνου, προς τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο: «Η Ελλάδα συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομία στις σχολές και στις εκκλησίες των κουτσοβλάχων, που βρίσκονται στα μελλοντικά ελληνικά εδάφη και να επιτρέψει την σύσταση επισκοπής για τους κουτσοβλάχους τούτους, με την Ρουμανική Κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί υπό την επίβλεψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα τωρινά ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα.». (Βλ. Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, δεύτερη έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 66.)

      Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ιδρυτής της εθνικής ιστορικής σχολής στην Ελλάδα, έγραφε στην ιστορία του πριν προκύψει το ζήτημα των Βλάχων: «Οι κυριώτατες εντός του Ίστρου κατοικίες των Βλάχων κατά τους χρόνους αυτούς, ήταν προς βορρά μεν περί τον Αίμο, προς μεσημβρία δε περί την Πίνδο. Η επικρατεστέρα σήμερα γνώμη είναι ότι οι Βλάχοι αυτοί ήταν συγγενείς των βορείως του Ίστρου Βλάχων και ότι οι τελευταίοι προέκυψαν από την ανάμιξη των πολυάριθμων Ρωμαίων αποίκων, τους οποίους ο αυτοκράτωρας Τραϊανός ίδρυσε στην αρχή της 2ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. στη Δακία, μετά την ανάμιξη τους με τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, ανάμιξης από την οποία το κυριώτερο στοιχείο της βλαχικής γλώσσας μέχρι σήμερα είναι η λατινική. Αυτό πρέσβευαν οι δικοί μας, ο Κίνναμος και ο Χαλκοκονδύλης.». (Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίον ενδέκατον, εκδόσεις γαλαξία, Αθήνα 1971, σελ. 390–391.)

      «Το Δακικό ή αλλιώς Βλαχομολδαβικό γένος, περιλαμβάνει τους κατοίκους των δύο ηγεμονιών που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή Τουρκία, Βλαχίας και Μολδαβίας, ανάμεσα στον Δούναβη, στα Καρπάθια όρη και τον Προύτο ποταμό. Υπολογίζονται περίπου στο 1.600.000. Αυτοί λοιπόν έχοντας την καταγωγή τους από παλαιούς πληθυσμούς Δακορωμαίων και Μοισών, μιλάνε μία ρωμαϊκή παραφθαρμένη γλώσσα, αναμεμιγμένοι με πολλές σλαβικές λέξεις. Γι’ αυτό και οι κυρίως Βλάχοι, εξαιτίας της παλαιάς τους καταγωγής, αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘Ρωμούνους’ (Αρωμούνους). Σώζουν στον σωματικό τους οργανισμό προφανείς τους τύπους της προγονικής τους ρωμαλεότητας, ευστροφίας και ευσχημότητας…ασχολούνται οι περισσότεροι με την κτηνοτροφία. Οι δε Μολδαβοί που θεωρούνται ως αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας τους, μιλούν την ίδια σχεδόν γλώσσα με τους Βλάχους, φιλοπονότεροι αυτών και πιο επιτήδειοι στα οικονομικά, ασχολούνται και αυτοί ως επί το πλείστον με την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Πολλοί από αυτούς τους Ρωμαιοβλάχους βρίσκονται να ζουν στη Μακεδονία, μέσα στα όρια των κοιλάδων της οροσειράς της Πίνδου, στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο, αριθμόντες από 50 έως 60.000, ιδίως οι Μακεδονοβλάχοι ή Κουτσοβλάχοι.» («Νεώτατη Διδακτική Γεωγραφία, προς εύχερη γνώσιν όλων των μερών και κατοίκων της γης» - συγκεντρώνει στοιχεία από τις νεώτερες γεωγραφίες και στατιστικά συγγράματα των Σομμέρ, Α.Βάλβη, Ρεττέρου, Κανναβίχου, Φρ.Σχιουβέρτου και άλλων - από τον Νικόλαο Λωρέντη, Β τόμος, σελ. 374, εκδ. Γκαρπολά και Ρεφερενδάρη, Βιέννη 1838)

      Διαγραφή
    12. Τί άλλο λέει το συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους; «…από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα… δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα…» κ.α. Οι Έλληνες λοιπόν της Θεσσαλίας που φέρνουν ελληνικά ονόματα, δεν κατάγονται από την Ιταλία όπως λέει το απόσπασμα. Άρα κατά τους Έλληνες εθνικιστές, οι Βλάχοι της Μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλίας) είναι αυτόχθονες. Το απόσπασμα αυτό όμως αναφέρεται στον 1ο αιώνα π.Χ., πριν την κάθοδο των Βλάχων από τις παραδουνάβιες περιοχές. Επιπλέον όπως είδαμε, ο Χωνιάτης και ο Γεώργιος Ακροπολίτης ονομάζουν την περιοχή αυτή ως ‘Μεγάλη Βλαχία’ μόλις τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι Έλληνες που πήραν λατινικά ονόματα, δε σημαίνει ότι είναι οι πρόγονοι των Βλάχων. Ο μη Ρωμαίος ελάμβανε το όνομα του Ρωμαίου πολίτη που τον ελευθέρωνε. Όταν για παράδειγμα ο Μάρκος Αυρήλιος Καρακάλλας έδωσε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα/πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας, το όνομα «Μάρκος Αυρήλιος» έγινε το πιο συχνό λατινικό όνομα στην αυτοκρατορία.

      Ας θυμηθούμε κάτι ακόμα. Γλωσσικός εκλατινισμός ατόμων ή και πληθυσμών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έγινε όπως είδαμε. Παρόλα αυτά, οι υποστηριχτές της αυτοχθονίας των Βλάχων, ξεχνάνε να πούνε ότι από την ρωμαϊκή περίοδο μέχρι σήμερα μεσολάβησε μία χιλιόχρονη (και περισσότερο) Βυζαντινή Αυτοκρατορία η οποία αν και αρχικά ήταν λατινόφωνη, στη συνέχεια έγινε Ελληνόφωνη. Εξελληνίστηκαν λοιπόν στη συνέχεια πληθυσμοί στο Βυζάντιο.

      Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του γράφει ότι ο πατέρας του Βασίλειος εκρωμάισε τα Σκλαβικά έθνη «γραικώνοντάς» τα, τιμώντας τα με το βάπτισμα και θέτοντας τα υπό αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο: «Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και δίδαξε σε αυτά την γραικική γλώσσα, τα έκανε υπήκοα αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο, τα τίμησε με το βάπτισμα, τα ελευθέρωσε από την δουλεία στους δικούς τους δυνάστες και τα εκπαίδευσε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες,τις παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο παρελθόν.» (Τακτικά, 18.95)

      Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα εξελληνισμού και όχι εκλατινισμού. Στην ‘Ιστορία’ του Μιχαήλ Ατταλειάτη διαβάζουμε: «Αφού κυρίευσαν και την ακρόπολη οι Ρωμαίοι, μεσιτεύοντας στα πράγματα ένας άνδρας ‘Ασσύριος’ μεν στο γένος, γέννημα της μεγάλης Αντιόχειας, άκρως δε εξασκημένος στην Ρωμαϊκή σοφία και παίδευση …». Τί λέει ο Ατταλειάτης λοιπόν; Μας αναφέρει για έναν άντρα Ασσύριο από την Αντιόχεια - προφανώς εννοεί συριακής καταγωγής και καταχρηστικά τον αποκαλεί Ασσύριο - ο οποίος όμως είχε εξασκηθεί στη ρωμαϊκή/βυζαντινή (δηλαδή ελληνόγλωσση) σοφία και παιδεία. Δηλαδή είχε εξελληνισθεί.

      Διαγραφή
    13. Ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική γλώσσα και η κληρονομιά των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλών και διάφορων κοινωνικών και φυλετικών προελεύσεων. Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (τη λεγόμενη ‘Βυζαντινή’) και με την επικράτηση του χριστιανισμού, απέβησαν ο στύλος του εξελληνισμού στην αυτοκρατορία. Πολλοί υψηλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, ακόμα και αυτοκράτορες, δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, όμως η απαραίτητη προϋπόθεση της ανόδου τους ήταν η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα. Επομένως την ρωμαϊκή εποχή και τον εκλατινισμό ακολούθησε μία χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία και ο εξελληνισμός. H ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7o κιόλας αιώνα να καταρρέει, λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ελληνόφωνοι, και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει.

      Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν ανανέωση της παραδόσεως του Αλεξάνδρου…Το Ανατολικό κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικό, ομιλούσε την ελληνική γλώσσα, αποτελούσε δε συνέχεια, αν και όχι εντελώς αγνή, της ελληνικής παραδόσεως…Tο κράτος αυτό ήταν ελληνικό και όχι λατινικό. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν.» (Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σ. 636-637.)

      Τα πράγματα βεβαίως δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Wells. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή ονομάστηκε από τους Ευρωπαίους πολύ αργότερα) δεν ήταν εθνικά ελληνική αλλά μόνο γλωσσικά. Πολλές φυλές και λαοί κατοικούσαν στην αυτοκρατορία, αλλά η πολιτισμική και γλωσσική αφομοίωση που υπέστησαν - μέσω της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης εκλησσίας όπως είπαμε - ήταν πολύ μεγάλη. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7ο κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους: «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι…» (Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35)

      Να σημειωθεί ότι από το 397 μ.Χ. είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα ελληνικά οι διαθήκες κ.α. (Κωνσταντίνου Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 1939, σελ. 52.)

      Διαγραφή
    14. Ο εξελληνισμός και η αφομοιωτική πορεία συνεχίστηκε για χρόνια, ακόμα και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο πληθυσμός ήταν διαχωρισμένος στα λεγόμενα μιλλέτια, με βασικό διαχωριστικό κριτήριο τη θρησκεία:

      «Το κυρίαρχο μιλλέτι μέσα στην Αυτοκρατορία ήταν αποτελούμενο από τους μουσουλμάνους. Το επόμενο στη σημασία ήταν το ορθόδοξο χριστιανικό ‘μιλλέτ-ι Ρουμ’ ή ‘ελληνικό’ μιλλέτ, όπως ήταν γνωστό. Υπήρχε επίσης ένα Αρμενικό, ένα Ιουδαϊκό, ένα Ρωμαιο-καθολικό, και ακόμα, τον 19ο αιώνα, ένα Προτεσταντικό μιλλέτι. Παρόλο που η αρχή του, το οικουμενικό πατριαρχείο, ήταν αναπόφευκτα ελληνικής προέλευσης, ο όρος ‘ελληνικό μιλλέτ’ ήταν ένα είδος ακυρολεξίας, επειδή συμπεριείχε, εκτός από τους Έλληνες, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς, Βλάχους, και σημαντικούς αραβικούς πληθυσμούς. Με την άνοδο του εθνικισμού τον 18ο και 19ο αιώνα, τα μη ελληνικά μέλη του ‘ελληνικού’ μιλλέτ άρχισαν όλο και περισσότερο να αντιδρούν στον ελληνικό ασφυκτικό κλοιό στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσω της οποίας διοικούνταν το μιλλέτ.» (Encyclopædia Britannica)

      Ας δούμε το παράδειγμα των Βλάχων του Ζαγορίου (ορεινή περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα και στις δύο πλευρές των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας).

      • Στο έργο «Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού» (Αθήνα 1860) του Χριστόφορου Περραιβού, διαβάζουμε: «Μαθαίνω δε από τον φίλο μου Κ. Ασωπίου ότι και άλλο καλό χρεωστάτε σ’ αυτόν τον άγιο άνδρα [τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό] ότι δηλαδή όχι λίγα χωριά του Ζαγορίου, με την προτροπή και τη διδασκαλία του, αφού άφησαν την βλαχική γλώσσα που μιλούσαν μέχρι τότε, άρχισαν να μιλούν την ελληνική, την οποία έχουν μέχρι σήμερα. Αυτό συνέβη γενικά στην Ήπειρο» (σελ. 289).

      • Στο έργο «Περί εποίκων Ρωμαίων εν Ελλάδι» (Βουκουρέστι 1878) του Τριαντάφυλλου Μπάρτα, διαβάζουμε: «Όπως είπαμε, ο Άγιος Κοσμάς ο οποίος δίδασκε στις κατοικούμενες από τους Ρωμαίους - Έλληνες στη φυλή - Βλάχους περιοχές της Ελλάδος, παρώτρυνε σαν πατέρας τους κατοίκους, να εγκαταλείψουν την ανώφελη γλώσσα τους, επειδή είχε παραφθαρεί και ήταν γεμάτη με ξενικές λέξεις. Έκτοτε, όλα τα χωριά - σαράντα στον αριθμό - του Ζαγορίου και αλλού, παρέλαβαν πρόθυμα την ελληνική γλώσσα, εγκαταλείποντας τελείως τη βλαχική» (σελ. 10).

      • Σχετικά με τον εξελληνισμό του Ζαγορίου, αξίζει η έρευνά του Thede Kahl «Die Zagóri-Dörfer in Nordgriechenland: Wirtschaftliche Einheit - ethnische Vielfalt» στο Ethnologia Balkanica 3, Münster / New York 1999, σελ. 103-119.

      Μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, για το τοπωνυμικό της περιοχής του Ζαγορίου, ο συγγραφέας της οποίας, επί συνόλου 3.504 μικροτοπωνυμίων που ανήκουν σε 42 χωριά (35 ελληνόφωνα και 7 βλαχόφωνα), βρήκε αμιγώς ελληνικά, περίπου μόνο τα μισά μικροτοπωνύμια (1800 ή 51,4 %). Από τα υπόλοιπα, τα 505 ή 14,4% είναι βλάχικα (αρομούνικα), τα 444 ή 12,7% σλάβικα, τα 235 ή 6,7% αλβανικά και τα 190 ή 5,4% τούρκικα. (Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991, σ. 754)

      Υπάρχει τέλος και μία άλλη μικρή ομάδα Βλάχων στην Ελλάδα, οι Βλαχομογλενίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στη βόρεια Ελλάδα (κυρίως στον νομό Πέλλας) και στην πλευρά των Σκοπίων (Γευγελή). Ο Konstantin Jirecek, λόγω και των ασιατικών χαρακτηρηστικών ορισμένων από αυτούς, θεωρούσε τους Βλαχο-Μογλενίτες (ή Μεγλενορωμάνους) ως απόγονους Βλάχων που αναμίχθηκαν με Πετσενέγους (τουρκο-μογγολικό φύλο), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο τον 1ο τον Κομνηνό, το 1091. Η περιοχή ήταν γνωστή ως Καρατζόβα στην Οθωμανική περίοδο και σήμερα λέγεται Αλμωπία. Ο Gustav Weigand, γνωστός ρωμανολόγος και βαλκανολόγος, και ο George Murnu, πίστευαν ότι οι Μεγλενο-Ρωμάνοι ήταν απόγονοι στρατιωτών της Βλαχο-Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας που βρήκαν καταφύγιο στα Μογλενά, αλλά ο Jirecek ήταν αντίθετος με αυτή την άποψη.

      Διαγραφή
    15. Σήμερα, δεν αρνούμαστε ότι οι Βλάχοι (τουλάχιστον αυτοί της Ελλάδας αλλά και πολλοί των Σκοπίων και της Αλβανίας) έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση και μάλιστα έχουν προσφέρει πολλούς ευεργέτες στο ελληνικό έθνος (Αβέρωφ, Τοσίτσας, Ζάππας, Σούτσος, Σίνας, Αρσάκης, κ.α.). Την προσήλωση των Βλάχων των Σκοπίων στον ελληνισμό για παράδειγμα επισημαίνει και ο Σκοπιανός ιστορικός Bitoski, ο οποίος αναφέρει ότι: «Αυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητροπόλεως Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία της πόλης του Μοναστηρίου ήταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα σε ελληνικά χέρια…».

      Είδαμε τι είπε ο Bitoski για τους Βλάχους των Σκοπίων. Ας δούμε κάτι εδώ σχετικά με την καταγωγή του Ιουστινιανού. Οι Έλληνες όπως είπαμε ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι είναι οι απόγονοι ελληνικών αυτόχθονων πληθυσμών που λατινοφώνησαν. Εκτός από τους Έλληνες, υπήρξαν όμως στα Βαλκάνια και άλλοι πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, διαφορετικής καταγωγής, όπως π.χ. αρκετοί Ιλλυριοί. Θα μπορούσε για παράδειγμα ένα ποσοστό των Βλάχων να είναι απόγονοι Ιλλυριών που λατινοφώνησαν. Αν λέγαμε κάτι τέτοιο, οι Έλληνες θα έλεγαν ότι κάνουμε αλβανική προπαγάνδα. Ωστόσο, οι πηγές λένε ότι θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Ρώσος ιστορικός Μ. Β. Λεφτσένκο για παράδειγμα γράφει: «Ο Ιουστινιανός ήταν ανιψιός του Ιουστίνου και καταγόταν από οικογένεια Ιλλυριών αγροτών που ζούσαν κοντά στους Σκοπούς (Σκόπια), στα σύνορα Μακεδονίας και Αλβανίας, στο τμήμα του Ιλλυρικού, όπου μιλούσαν ακόμα τη λατινική γλώσσα.» (Ιστορία του Βυζαντίου, έκδ. 1952, σελ. 61-62)

      Υπάρχει λοιπόν μία θεωρία ότι ο Ιουστινιανός και πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Δαρδανίας μιλούσαν βλάχικα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το πραγματικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν ‘Ουπράβδα’, το όνομα του πατέρα του ‘Ιστόκ’ (κατ’ άλλους ‘Σαββάτιος’) και της μητέρας του ‘Βιγλενίτζα’. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μη γνωρίζοντας βλάχικα, νόμιζε ότι τα ονόματα αυτά ήταν σλαβικά, και έτσι θεώρησε τον Ιουστινιανό σλαβικής καταγωγής. Αλλά όμως οι Σλάβοι δεν είχαν έρθει ακόμα στα Βαλκάνια. Το όνομά του και τα ονόματα των γονέων του, ετυμολογούνται από τα Βλάχικα. Το ‘Ουπράβδα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘πράβντα’ που σημαίνει ‘ισχυρός, δυνατός’. Το ‘Ιστόκ’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘ίτσκου’ (αναγραμματισμένη) που σημαίνει ‘δυνατός, ανδρείος’. Το ‘Βιγλενίτζα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘βίγλα’ που σημαίνει ‘σκοπός, φύλακας’.

      Διαγραφή
    16. Ας δούμε τώρα ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα με μαρτυρίες Βλάχων από το Κρούσεβο (Krushevë) και το Μοναστήρι των Σκοπίων. Σύμφωνα με το αλβανικό πρακτορείο iliria, ο Σύλλογος “Kongresi i Bashkimit” (Συνέδριο της Ένωσης) που έχει έδρα στο Μοναστήρι αντέδρασε εναντίον της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας των Βλάχων, η οποία δήλωσε ότι οι Βλάχοι του Κρουσόβου και της γύρω περιοχής είναι Έλληνες και η καταγωγή τους είναι καθαρά ελληνική. Τις τελευταίες ημέρες, η Ελληνική Ομοσπονδία των Βλάχων (οι οποίοι δηλώνουν ότι είναι Βλάχοι ελληνικής καταγωγής) έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία στην περιοχή, σχετικά με την ευαισθητοποίηση των Βλάχων της περιοχής του Κρουσόβου για να δηλώσουν Έλληνες. Στο ζήτημα αυτό δεν έχουν αντιδράσει ούτε τα σκοπιανά μέσα ενημέρωσης - όπως αναφέρει το δημοσίευμα.

      Ο αλβανικός σύλλογος “Kongresi i Bashkimit” ανακοίνωσε ότι οι πρώτες οικογένειες που έφθασαν στο Κρούσεβο είναι κυρίως αλβανικής καταγωγής και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αλλά, ένα μέρος από αυτούς ανήκουν στους εθνικά Βλάχους.

      «Οι οικογένειες που ζουν τώρα στην περιοχή του Κρουσόβου κατάγονται από τη νότιο Αλβανία και ζούσαν σε πεδινές περιοχές όπως είναι τα χωριά του Κρουσόβου: Nerova, belahan, Presilla, Vrbovci» δήλωσε ο Koço Haxhilega (Κότσο Χατζιλέγκα), 80 ετών που δήλωσε ότι είναι εθνικά Βλάχος.
      Αναφέρει μάλιστα, προς το αλβανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, ότι εκτός από τους Βλάχους στο Κρούσεβο (Krushevë) ζουν και Αλβανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι έχουν αναμιχθεί με τους Βλάχους με μικτούς γάμους.

      Ο Saim Islami (Σαΐμ Ισλάμι) 67 ετών και ο 90χρονος Karem Alili (Καρέμ Αλίλι) από τη Νερόβα του Κρουσόβου ισχυρίζονται ότι όλοι οι ηλικιωμένοι Βλάχοι του Κρουσόβου γνωρίζουν την αλβανική, όπως αυτή ομιλείται στο Ντεβόλ και στην Κορυτσά. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι οι Βλάχοι μαζί με κάποιες αλβανικές οικογένειες ήρθαν στην περιοχή αυτή μετά την πτώση του Αλή Πασά.

      Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία και έγγραφα που έχει ο σύλλογος “Kongresi i Bashkimit”, οι Βλάχοι του Κρουσόβου έλκουν καταγωγή από την Μοσχόπολη, το Βιθκούκι, το Ντεβόλ της Κορυτσάς, καθώς και από το Δέλβινο, Κολόνια και Γιάννενα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του Koço Nica (Κότσο Νίτσα), Βλάχου από το Κρούσεβο, που είναι πρόεδρος μιας ένωσης Βλάχων στο Μοναστήρι:

      «Εμείς δεν είχαμε ποτέ σχέσεις με την Ελλάδα γιατί η καταγωγή μας είναι από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της Κορυτσάς και αναγνωριζόμαστε τα Βλάχικα όπως και τα Αλβανικά» δήλωσε ο Νίτσα.
      Σύμφωνα, επίσης, με μάρτυρες οι Σλάβοι των Σκοπίων ήρθαν πολύ αργότερα στο Κρούσεβο και στη γύρω περιοχή και σε πολλές περιπτώσεις μετά απ'αυτό συνέβη η εγκατάλειψη των οικισμών από την πλειοψηφία των Βλάχων και των Αλβανών που μετοίκησαν στην πόλη των Σκοπίων και στο Μοναστήρι.

      Οι εκπρόσωποι της βλάχικης κοινότητας υποστηρίζουν ότι οι υποστηρικτές της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βλάχων είναι η μειοψηφία, και είναι χειραγωγημένοι και εργάζονται για τα ελληνικά και βουλγαρικά συμφέροντα. Να σημειώσουμε ότι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Βλάχων (της Ελλάδας) είναι η μόνη που δεν είναι μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Βλάχων και δεν μετέχει στις εκδηλώσεις της.

      Διαγραφή
    17. Η Ελλάδα, στην προσπάθεια της να διεκδικήσει τη Βόρεια Ήπειρο, έκανε πολλές προσπάθειες ώστε να εξελληνίσει τους Βλάχους της Αλβανίας. Σε ορισμένα βιβλία στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν αναφέρονται καν οι Βλάχοι ως ξεχωριστή ομάδα/εθνότητα αλλά συνυπολογίζονται με τους Έλληνες, με αποτέλεσμα έτσι να διογνώνεται τεχνιτά ο αριθμός των Ελλήνων της Αλβανίας. Συνήθως οι Έλληνες μιλάνε για 400.000 βορειοηπειρώτες Έλληνες, αλλά σε ορισμένα βορειοηπειρωτικά έντυπα αναφέρεται και ο αριθμός των 700.000. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μόνο γέλιο σε όσους γνωρίζουν την πραγματικότητα και την ελληνική προπαγάνδα.

      Ο Αμερικανός (βλάχικης καταγωγής) καθηγητής Tom Winnifrith, ο οποίος θεωρούσε τους Βλάχους της Αλβανίας ως απόγονους εκλατινισμένων Ιλλυριών και Θρακών, υπολογίζει τον πληθυσμό τους γύρω στους 50.000 με 200.000. (Tom Winnifruth, Romanized Illyrians & Thracians, ancestors of the modern Vlachs. Badlands-Borderland, 2006)

      Στην προσπάθεια του εξελληνισμού των Βλάχων της Αλβανίας, η Ελλάδα χορηγούσε σχετικά εύκολα βίζες, άδειες εργασίας και υποτροφίες για τα παιδιά τους, την ίδια στιγμή που με δυσκολία τις έδινε στους καθεαυτό Έλληνες της μειονότητας, καθώς επίσης παλαιότερα έδινε σε πολλούς Βλάχους από ένα χρηματικό ποσό (γύρω στα 350 ευρώ). Οι σύλλογοι των Ελληνόφρονων Βλάχων, διαχειρίζονταν την παροχή των αδειών εργασίας και της βίζας, εκδίδοντας πιστοποιητικά που να αποδείκνυαν την βλάχικη καταγωγή των αιτούντων.

      Τον Οκτώβριο του 2011 έγινε απογραφή του πληθυσμού στην Αλβανία. Ο Πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά (τότε), Θεόδωρος Οικονόμου-Καμαρινός, κατά τη διάρκεια μίας εδήλωσης προέτρεψε τους Βλάχους της περιοχής να απογραφούν και να δηλώσουν Έλληνες. Είχε μάλιστα τη βοήθεια ορισμένων ελληνοφρόνων Βλάχων της περιοχής, ενταγμένων στη μειονοτική ελληνική οργάνωση ‘Ομόνοια’. Είπε ο Πρόξενος: «Στην Κορυτσά υπάρχουν Έλληνες και πρέπει να απολαμβάνουν μειονοτικών δικαιωμάτων, όπως όλοι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και της υπόλοιπης Αλβανίας». Επίσης, κάλεσε τους εκτός μειονοτικών περιοχών Βορειοηπειρώτες να δηλώσουν την ελληνική τους καταγωγή στην απογραφή πληθυσμού, λέγοντας πως οι Βλάχοι της Αλβανίας έχουν ελληνική συνείδηση! Μία μικρή μερίδα των Βλάχων της Αλβανίας ακολούθησε τις υποδείξεις του Έλληνα Προξένου και του πρόεδρου του παραρτήματος της Ομόνοιας στην Κορυτσά, Ναούμ Ντίσο.

      Ο Σύλλογος Βλάχων της Αλβανίας (Shoqata ‘Arumunët e Shqipërisë’) αντέδρασε στις δηλώσεις του Έλληνα Πρόξενου στην Κορυτσά. Ο πρόεδρος του εν λόγω συλλόγου (ιδρύθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1991, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος), Vangjel Shundi, τεκμηρίωσε με εθνογραφικά, γλωσσικά και ιστορικά στοιχεία ότι οι ερχόμενοι στην Αλβανία τη 2η χιλιετία μ.Χ. από την Ιταλία και τη Δακία Βλάχοι, είναι οι Βλάχοι ή Αρουμάνοι της Αλβανίας και δεν έχουν σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό. Σχετικά, ο Shundi αναφέρεται και στη ‘Διακήρυξη του Αλβανικού Λαού’, εκδοθείσας από τον αλβανικό σύλλογο ‘Drita’ στο Βουκουρέστι την 26η Μαϊου 1889.

      Ο πρόεδρος του Συλλόγου Βλάχων της Αλβανίας έχει πει σε ρεπορτάζ του τηλεοπτικού καναλιού ‘TV Klan’ ότι οι παλαιοί τάφοι στην Κορυτσά φέρουν επιγραφές στην αρουμάνικη γλώσσα, η οποία ομοιάζει πολύ με την αλβανική γλώσσα. Σύμφωνα με τον Shundi, ο Έλληνας Πρόξενος στις δηλώσεις του: «…Πηγαίνετε να δείτε τους τάφους των παππούδων σας σε τι γλώσσα είναι γραμμένοι και τότε σκεφτείτε για το πως πρέπει να πράξετε. Σε αυτούς του τάφους οι πατεράδες σας έχουν γραφεί με ελληνικά ονόματα και η μάχη δεν τελειώνει με την απογραφή του ελληνικού πληθυσμού. Πρέπει να μάθετε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα δικαιώματα αυτά πρέπει να εφαρμοστούν σε όλους τους τομείς του αλβανικού κράτους και ειδικά στην περιοχή που αντιπροσωπεύει την Βόρειο Ήπειρο…» (προσπαθόντας να επηρεάσει τους Βλάχους της Κορυτσάς ώστε να δήλωναν Έλληνες στην απογραφή) αναφερόταν στους καινούργιους τάφους των μεταναστών στην Ελλάδα, οι οποίοι για διάφορους λόγους έχουν μεταβάλει την ταυτότητά τους και μετά θάνατον θάβονται στην Κορυτσά.

      Διαγραφή
    18. Οι παλιές ελληνικές επιγραφές στους τάφους και σε διάφορα κτήρια της περιοχής, δεν αποδεικνύουν αυτομάτως ελληνικότητα, καθώς επί πολλά χρόνια η γλώσσα στις θρησκευτικές εκκλησιαστικές τελετές ήταν τα ελληνικά, υπό την ασφυκτική και αφομοιωτική καθοδήγηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το 1937 άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και η επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα ήταν τα Ελληνικά. Και να θυμήσω εδώ κάτι για όσους δεν το γνωρίζουν. Γιατί το 1906 ο Έλληνας επίσκοπος της Κορυτσάς απαγόρευσε στους Βλάχους να θάβουν τους νεκρούς τους στο ορθόδοξο νεκροταφείο; (Arkivi privat i familjes Balamaci)

      Ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825), υπήρξε γνωστός Βλάχος λόγιος από την Μοσχόπολη, μαθητής του Θεόδωρου Καβαλιώτη, καθηγητή και διευθυντή της Νέας Ακαδημίας Μοσχοπόλεως. Ο Δανιήλ υπήρξε ιδιαίτερα γνωστός ως λόγιος και καθηγητής της Νέας Ακαδημίας, του περίφημου εκπαιδευτικού ιδρύματος που λειτουργούσε στην Μοσχόπολη τον 18ο αιώνα. Ήταν επίσης ο πρώτος που συνέγραψε τετράγλωσσο λεξικό (ελληνικό, βουλγαρικό, βλάχικο και αλβανικό) το 1794. Το έργο αυτό αποσκοπούσε στον εξελληνισμό των μη ελληνόφωνων πληθυσμών των Βαλκανίων, όπως παραδέχεται και ο ίδιος. Στο προοίμιο του έργου χαρακτηριστικά καλεί όλους να μάθουν ρωμαϊκά/ρωμαίικα (ελληνικά) και να γίνουν Ρωμαίοι (Έλληνες):

      «Aλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
      κι’ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε,
      βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη…
      Δεν είναι πλέον δύσκολο να μάθετε Ρωμαϊκά
      και να μην βαρβαρίζετε με λέξεις πέντε δέκα…
      Ξυπνήσατε από τον βαθύν ύπνον της αμαθείας,
      Ρωμαϊκή γλώσσα μάθετε, μητέρα της Σοφίας…» (Αντώνης Κουτσουρής, «Η θέση της ελληνικής γλώσσας στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το 1990 και η ελληνική πολιτική γλωσσικής διάχυσης», 2009)

      Ας ξαναγυρίσουμε στις δηλώσεις του πρόεδρου του συλλόγου Arumunët e Shqipërisë. Όσον αφορά την εγγραφή στα δελτία απογραφής βάσει την εθνικότητας και του θρησκεύματος, για τον Vangjel Shundi το έντυπο του Ινστιτούτου Στατιστικής προσδιορίζει σαφώς την αρουμάνικη/βλάχικη καταγωγή και εκείνος τονίζει ότι η καταγωγή αυτή δεν υπάρχει λόγος να καταγραφεί ως ελληνική.

      Στις δηλώσεις του Έλληνα προξένου Θεόδωρου Οικονόμου-Καμαρινού, αντέδρασε και ο Βλάχος ιερέας της Κορυτσάς, Dhimitër Veriga: «Ο Πρόξενος μου είπε να δηλώσω Ελληνόβλαχος για να μου δόσει βίζα. Το ένοιωσα σαν περιφρόνηση, όπως είπα εγώ είμαι Αλβανόβλαχος, μου αρνήθηκαν τη βίζα.» δήλωσε ο ιερέας Dhimitër Veriga, στο τελεοπτικό κανάλι News24. Χαρακτήρισε ανεύθυνες τις δηλώσεις του Έλληνα προξένου στην Κορυτσά, ενώ τόνισε ότι οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες. «Οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες και η Κορυτσά δεν είναι ελληνική. Βλάχοι υπάρχουν και στην Ελλάδα. Εγώ που είμαι Αλβανόβλαχος, ποτέ δεν είπα σε αυτούς της Ελλάδας να δηλώσουν Αλβανοί. Αυτοί γιατί το κάνουν αυτό;» τόνισε ο ιερέας.

      Πολύ σωστά - κατά την προσωπική μου άποψη - Αλβανός πολιτικός (δεν έχει σημασία ποιος) είχε δηλώσει για την απογραφή πληθυσμού στην Αλβανία το 2011:

      «Αν στην Αλβανία δεν υπήρχαν χιλιάδες Αλβανοί πολίτες, οι οποίοι λαμβάνουν σύνταξη 300 ευρώ από την Ελλάδα και στην περίπτωση που δηλώσουν Αλβανοί θα τους τα κόψουν, αν δεν πιέζανε οι ελληνικές οργανώσεις απειλώντας τους Αλβανούς ότι αν δεν δηλώσουν Έλληνες θα ακυρώσουν τα έγγραφα των συγγενών τους που κατοικούν στην Ελλάδα, αν δεν είχαν διανεμηθεί εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσουν μια ψεύτικη δήλωση, τότε σίγουρα δεν θα ήμουν κατά της εθνικής απογραφής.».

      Διαγραφή
    19. Ας δούμε τι κατέγραψε ο τηλεοπτικός σταθμός Top Channel σε ένα ρεπορτάζ του στο χωριό Boboshticë (Μπομποστίτσα) της Κορυτσάς. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν θορυβημένοι, ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Έλληνα προξένου στην Κορυτσά, Θεόδωρου Οικονόμου.

      «Επί χρόνια, ο βλάχικος πληθυσμός, γίνεται αντικείμενο προσπάθειας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από ορισμένους κύκλους, για να δημιουργήσουν μια ψεύτικη θεωρία ότι είναι ελληνικός πληθυσμός», αναφέρει το αλβανικό κανάλι. «Ο στόχος είναι ο ίδιος, όπως με τους Αλβανούς Ορθόδοξους, από κοινού με τους Βλάχους, να δημιουργηθεί μια τεχνητή αύξηση του αριθμού της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.»

      «Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει απ' την Ελλάδα, οι περισσότεροι Βλάχοι έχουν έρθει από εκεί», είπε ο Ιλία Πέτρο (Ilia Petro), ένας απ' τους κατοίκους της Μπομποστίτσα.

      Στη Μπαμποστίτσα (Boboshticë), από ότι φαίνεται, η Ελλάδα έχει ριζώσει αρκετά με τα χρόνια και κατέλαβε μεγάλες προσπάθειες ώστε οι Βλάχοι ή οι 'Τσομπάν' - όπως αλλιώς είναι γνωστοί στην Αλβανία - να αλλάξουν την ταυτότητα τους, κάνοντας τους μια προσφορά που οι περισσότεροι τους δεν την αρνήθηκαν.

      «Ένας Έλληνας μας αποκάλεσε ομογενείς και μας έδωσε κάρτες ομογενούς.», είπε ο Θανάς Σάκα (Thanas Shaka), ένας άλλος κάτοικος, καθώς οι απαντήσεις των Βλάχων στο χωριό είναι παντού ίδιες.

      «Εγώ είμαι Έλληνας και όλοι οι Βλάχοι είναι Έλληνες. Όλοι εδώ έχουν ελληνικά διαβατήρια.», δήλωσε ο Ντίνε Μάρκου (Dine Marku), ένας άλλος κάτοικος της Μπομποστίτσας.

      Μια μικρή βόλτα στο χωριό Ντρενόβα (Drenovë), θα δούμε ότι οι Βλάχοι παίρνουν ‘βαριές’ συντάξεις από το ελληνικό κράτος, που τους επιτρέπει να μην δουλεύουν πολύ.

      Με συντάξεις γύρω στα 250-300 ευρώ που παίρνουν οι Βλάχοι απ' τους Έλληνες και αυτές των 8 χιλιάδων λεκ που δίνει το αλβανικό κράτος στους συνταξιούχους, η διαφορά είναι μεγάλη και αυτή έχει βάλει τη σφραγίδα της στην επιλογή τους.

      «Οι Βλάχοι είμαστε όλοι Έλληνες και όλοι μας έχουμε ελληνικά διαβατήρια και παίρνουμε συντάξεις απ' την Ελλάδα.», είπανε και στην Ντρενόβα.

      Διαγραφή
    20. Για πολλούς, η σύνδεση με την Ελλάδα πηγαίνει πολύ μακριά, μέχρι την ύπαρξη της λεγόμενης “Βόρειας Ηπείρου”.

      «Οι Άγιοι Σαράντα είναι χριστιανική πόλη, η Κορυτσά είναι χριστιανική πόλη και όλη η περιοχή εδώ είναι βορειοηπειρώτικη.», είπαν. Κατά ειρωνική σύμπτωση, ο αλβανικός εθνικός ύμνος γεννήθηκε ακριβώς στο χωριό αυτό, γράφηκε από τον Βλάχο Ασντρένι (Asdreni).

      Ο διακεκριμένος αυτός ποιητής και πολιτικός αρθρογράφος που οι στίχοι είναι πασίγνωστοι σε αυτήν την χώρα, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ότι 66 χρόνια μετά από τον θάνατο του θα ερχόταν μια στιγμή που οι απόγονοί του θα αισθάνονταν Έλληνες.

      Στο Φλοκ (Floq), ένα άλλο χωριό όχι πολύ μακριά από την Ντρενόβα, δεν βρίσκεται έστω και μία οικογένεια Βλάχων. Οι κάτοικοι είπαν ότι αυτοί (οι Βλάχοι κάτοικοι του χωριού) έχουν φύγει όλοι χρόνο με τον χρόνο. Παρόλα αυτά, ακόμα και σε αυτό το μουσουλμανικό πια χωριό που έχει αδειάσει από Βλάχους κατοίκους, οι Έλληνες έχουν αφήσει τα σημάδια τους.

      «Πιέστηκα να αλλάξω το όνομα μου από Φαχρί (Fahri) σε Βανγκέλ (Vangjel) όταν μετανάστευσα, εφόσων οι Έλληνες δεν με αποδέχονται με μουσουλμανικό όνομα, έτσι λοιπόν άλλαξα διαβατήριο. Έδωσα 7 χιλιάδες λεκ και το άλλαξα.», λέει ένας κάτοικος του Floq.

      Από το Floq, όπου στο παρελθόν δίδαξε και η Βλάχα τραγουδίστρια Έλι Φάρα (Eli Fara), οι κάμερες κατευθύνονται προς τη θρυλική Μοσχόπολη (Voskopojë). Στο χωριό αυτό, το ευρισκόμενο στη μέση της ιστορίας και των επιδιώξεων των Ελλήνων, των Αρωμούνων (Βλάχων) και των Αλβανών, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Μπομποστίτσα και της Ντρενόβα.

      «Είναι γεγονός ότι είμαστε Αλβανοί, έχουμε αλβανική εθνικότητα και θα παραμείνουμε Αλβανοί. Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαστε κάτι άλλο.», είπε απομακρυνόμενος απ' την κάμερα και ντροπαλός λόγω και της θέσης του ως ιερέας ορθόδοξης εκκλησίας στη Μοσχόπολη, ο Ατ Θομά (At Thoma)/Πάτερ Θωμάς, και αυτός Βλάχος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μοσχόπολη.

      «Και εγώ είμαι Βλάχος, αλλά είμαι Αλβανός. Με αυτά που γνωρίζω, η βλάχικη γλώσσα είναι λατινική. Είμαι Βλάχος, γεννήθηκα και κατοικώ στην Μοσχόπολη (Voskopojë) και εδώ θα παραμείνω.»

      Διαγραφή
    21. Από τη δεκαετία του '90 και μετά, η Ελλάδα προσπάθησε να εξελληνίσει και τον βλάχικο πληθυσμό, ιδιαίτερα στα χωριά της Κορυτσάς (Korçë), των Αγίων Σαράντα (Sarandë), του Αργυροκάστρου (Gjirokastër) και αλλού, προσφέροντας τους ως αντάλλαγμα πλουσιοπάροχες συντάξεις.

      Οι Βλάχοι σήμερα, σε μεγάλο βαθμό φαίνεται ότι έχουν ξεχάσει τους προγόνους τους, τον Μιχάλ Γκραμένο (Mihal Grameno), τον Θεμιστοκλί Γκερμένι (Themistokli Gërmenji), τον Κωνσταντίν Κριστοφορίδι (Kostandin Kristoforidhi), τον Ναούμ Βεκιλχάρτζι (Naum Veqilharxhi), τον Ασδρένι (Asdreni), τον Σπίρο Μπελλκαμένι (Spiro Ballkameni), τον Κολ Ιντρομένο (Kol Idromeno) [σημ. ο Κολ Ιντρομένο γεννήθηκε στη Σκόδρα αλλά καταγόταν από τσάμικη χριστιανική οικογένεια της Πάργας και δεν ήταν Βλάχος] και πολλούς άλλους που έγραψαν ιστορία με το όπλο και τη μελάνη τους στο όνομα της σημαίας του αλβανικού έθνους.

      Κανένας από αυτούς τους Βλάχους του Αλβανισμού δεν ήταν Έλληνας, όπως και οι Βλάχοι του σήμερα, οι οποίοι μόνο την σύνταξη τους έχουν ελληνική, αναφέρει το τηλεοπτικό κανάλι Top Channel.

      Να θυμήσω εδώ ορισμένα γεγονότα. Για παράδειγμα στις 3 Αυγούστου του 1905 μία ελληνική συμμορία, εισέβαλε στο χωριό Πλάσα (Plasë) της Κορυτσάς, έκαψαν την εκκλησία και τη βιβλιοθήκη του χωριού, και απήγαγαν δύο επιφανούς κατοίκους του χωριού που αρνήθηκαν να δηλώσουν Έλληνες. Λεηλάτησαν το χωριό Μπομποστίτσα (Boboshticë). Οι επιθέσεις ωστόσο στους Βλάχους με σκοπό να τους κάνουν να δηλώσουν Έλληνες, συνέβησαν και σε άλλες περιοχές και όχι μόνο στις αλβανικές περιοχές (τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία). Για παράδειγμα το 1904 σκότωσαν 12 Βλάχους από τη Χούμα (κοντά στη Γευγελή) επειδή δεν αισθάνονταν Έλληνες. Το 1905 επιτέθηκαν στο χωριό Αβδέλλα των Γρεβενών και έκαψαν 103 σπίτια, ενώ στο χωριό Βελόνη έγινε πραγματική σφαγή. Επιτέθηκαν στο βλάχικο χωριό Γραμματικό (στην Πέλλα) και το έκαψαν. Επιθέσεις έκαναν και σε βλάχικα χωριά στις περιοχές Μεγάροβο, Μπούκοβο και μέχρι το Μοναστήρι (Σκόπια) κ.α.

      Διαγραφή
    22. Η κοινότητα των Βλάχων της Αλβανίας, πρόσφερε στη χώρα μία σειρά πατριωτών, ηρώων, ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού. Μερικοί από αυτούς ήταν οι εξής:

      • ο Kostandin Kristoforidhi ή Kostandin Nelko (όπως ήταν και το πραγματικό του επίθετο). Γεννήθηκε το 1826 στο Ελμπασάν. Από το 1847 και μετά, σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Το 1857 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και σχεδίασε ένα Υπόμνημα για την Αλβανική Γλώσσα. Στη συνέχεια μετέβη στη Μάλτα όπου παρέμεινε μέχρι το 1960 και μετέφρασε την Καινή Διαθήκη στην γκέγκικη αρχικά και στη συνέχεια στην τόσκικη διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας. Μετέβη στην Τυνησία όπου δούλεψε ως δάσκαλος μέχρι το 1965. Εκεί ήρθε σε επαφή με μέλη της Βιβλικής Εταιρείας (στα αγγλικά ‘British and Foreign Bible Society’ ή απλώς ‘Bible Society’). Μετέφρασε και το 1866 εξέδοσε στην γκέγκικη αλβανική διάλεκτο τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων. Συνέχισε το μεταφραστικό του έργο μεταφράζοντας στη συνέχεια και στις δύο μεγάλες αλβανικές διαλέκτους τους Ψαλμούς το 1868 και 1869, τη Γένεση και την Έξοδο το 1880 (στα τόσκικα), το Δευτερονόμιο το 1882 (στα τόσκικα) κ.α. Έγραψε την ‘Γραμματική τῆς γλώσσης κατὰ τὴν τοσκικὴν διάλεκτον’ το 1882 στα ελληνικά. Το πιο σημαντικό του ωστόσο έργο για το οποίο έγινε γνωστός, ήταν το ‘Λεξικὸν τῆς ἀλβανικῆς γλώσσης’ (στα αλβανικά ‘Fjalori i Gjuhës Shqipe’) που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1904, 25 χρόνια μετά τον θάνατο του (Xhevat Lloshi (2008), Rreth Alfabetit te Shqipes, Logos, p. 9)

      • ο David Selenica ή David Selenicasi έζησε στα τέλη περίπου του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα. Θεωρείται ως μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της αλβανικής μεταβυζαντινής ζωγραφικής τέχνης. Γεννήθηκε στο χωριό Σελενίτσα (Selenicë) στην περιοχή Κολόνια (Kolonjë), σήμερα νομός Κολόνιας (rrethi i Kolonjës). Το 1715 ζωγράφισε ορισμένες τοιχογραφίες σε ένα από τα παρεκκλήσια του μοναστηριού της Μεγίστης Λάυρας, το πρώτο μοναστήρι που χτίστηκε στο Άγιο Όρος (Άθος). Από το 1722 ως 1726 μαζί με τους δύο μαθητές του Kostandin και Kristo ζωγράφισε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Μοσχόπολη (Voskopojë), όπου έχουν επιβιώσει εφτά από τις εικονογραφίες του. To 1727 ζωγράφισε τις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Καστοριά και την εκκλησία της Νέας Παναγίας στη Θεσσαλονίκη. Συνδίαζε στοιχεία της βυζαντινής τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων και της βενετικής τεχνοτροπίας, μαζί όμως με θέματα της καθημερινής ζωής εισήγαγε στα έργα του και εθνικά και εθνογραφικά στοιχεία. Θεωρείται ο ιδρυτής ενός κατά κάποιο τρόπο διακριτού είδους ζωγραφικής τεχνοτροπίας, που είχε ως κέντρο ανάπτυξης την Κορυτσά. Τα έργα του εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αλβανίας στα Τίρανα και στο Εθνικό Μουσείο Μεσαιωνικής Τέχνης στην Κορυτσά. (Theofan Popa (1961). Piktorët mesjetarë Shqiptarë. Ministry of Education and Culture. pp. 63–65)

      Διαγραφή
    23. • ο Naum Veqilharxhi (1797-1854). Γεννήθηκε ως Naum Bredhi στο Βιθκούκι (Vithkuq) κοντά στη Μοσχόπολη. Ο πατέρας του, Panajot Bredhi, ήταν μεταφραστής του Ali Pashë Tepelena (Αλή Πασά Τεπελενλή), πασά των Ιωαννίνων. Σε νεαρή ηλικία ο Veqilharxhi μετανάστευσε στη Ρουμανία για να σπουδάσει νομικά, όπου πήρε μέρος στον ξεσηκωμό της Βλαχείας το 1821. Χρόνια αργότερα, δούλεψε στην Brăila ως δικηγόρος, όπου απέκτησε περιουσία και ξόδεψε τα χρήματα του για τη διάδοση των ιδεών της εθνικής αλβανικής αναγέννησης. Στην Brăila έγινε μέλος ενός οργανισμού Αλβανών, οι οποίοι θεωρούσαν την καθιέρωση της αλβανικής γλώσσας και κουλτούρας ως απαραίτητη την Αλβανική Εθνική Αναγέννηση. Το 1825, δημιούργησε ένα δικό του αλφάβητο για την αλβανική γλώσσα. Η τελική μορφή αυτού του Vithkuqi αλφαβήτου με τα 36 γράμματα που δημιούργησε ο ίδιος ο Veqilharxhi, τυπώθηκε το 1844 ως τμήμα ενός αλφαβητάριου υπό τον τίτλο ‘Evëtori Shqip Fort i Shkurtër’ (Το πιο Χρήσιμο και Συνοπτικό Αλβανικό Αλφάβητο). Ο Veqilharxhi απέφυγε την χρήση του λατινικού, του ελληνικού και του αραβικού αλφαβήτου και των χαρακτήρων τους εξαιτίας της θρησκευτικής τους σύνδεσης και των θρησκευτικών υποδιαιρέσεων. Στην αρχή το Evëtor διανεμήθηκε πρώτα στην Κορυτσά και αργότερα προς τα δυτικά μέχρι το Μπεράτ και αλλού. Στις 22 Απριλιου του 1845, ο Athanas Paskali, από τους επιφανούς κατοίκους της Κορυτσάς, ζήτησε πολλά αντίγραφα από τον Veqilharxhi. Το 1845 ο Veqilharxhi έστειλε στον ανηψιό του ένα αρκετά ‘πολεμικό’ γράμμα στα ελληνικά, ο οποίος είχε αποκαλέσει τις πατριωτικές απόψεις του θείου του ως ‘χίμερα’ (με άλλα λόγια φαντασιώσεις): το γράμμα αυτό θεωρείται ως ένα από τα πρώτα γραπτά κείμενα που αντανακλούσαν τις κύριες ιδέες το κινήματος της Αλβανικής Εθνικής Αναγέννησης. (Selim Islami (1984), Historia e Shqipërisë, Academy of Sciences of Albania, p. 134-137)

      «ο Naum Veqilharxhi θεωρείται ο avant-garde και πρώτος ιδεολόγος της Εθνικής Αναγέννησης (Rilindja Kombëtare), επειδή η δουλειά του κατέληξε σε μία από τις πρώτες απόπειρες για ένα αυθεντικό αλβανικό αλφάβητο (1844 και 1845), καθώς επίσης εμπεριείχε μία εμβρυακή μορφή των ιδεών οι οποίες αργότερα αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αναγέννησης.» (Enis Sulstarova, Naum Veqilharxhi dhe lindja e kombit, Pashtriku)

      Διαγραφή
    24. • ο Odhise Paskali θεωρείται ως ένας από τους πιο ξεχωριστούς καλλιτέχνες στην Αλβανία. Γεννήθηκε στην Κοζάνη στις 22 Δεκεμβρίου του 1903 και το 1906 η οικογένεια του μετακόμισε στην Πρεμετή, όπου και ο Odhise παρακολούθησε το ελληνικό σχολείο που τότε υπήρχε στην πόλη. Αργότερα, αφού πήγε σε μία σειρά σχολείων στην Ιταλία, έλαβε το πτυχίο του από τη Σχολή Γραμμάτων και Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου του Τορίνο. Το 1926, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο, παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο ατελιέ του Edouardo Rubini στο Torino. Εκεί επίσης εξέδοσε το 1929 το πολιτιστικό περιοδικό ‘Studenti Shqiptar’ (Αλβανός Μαθητής) και ίδρυσε την ομόνυμη ένωση Αλβανών φοιτητών. Με την επιστροφή του στην Αλβανία, έγινε ένας από τους ιδρυτές θα μπορούσαμε να πούμε της αλβανικής γλυπτικής και κατά καιρούς του δόθηκαν διάφορα βραβεία και τίτλοι για την καλλιτεχνική του δουλειά. Δημιούργησε μία σειρά από συλλόγους όπως π.χ. η ένωση ‘Miqte e Artit’ (Φίλοι τη Τέχνης) και οργάνωσε διάφορες καλλιτεχνικές εκθέσεις στην Αλβανία, στην Αίγυπτο κ.α. Δίδαξε σε σχολεία και σε πανεπιστήμια των Τιράνων. Τα μνημεία που δημιούργησε βρίσκονται στις κεντρικές πλατείες πολλών πόλεων της Αλβανίας αλλά και στην Ελβετία και την Ιταλία. Φωτογραφίες από τα έργα του βρίσκονται σήμερα στα αλβανικά διαβατήρια, σε τουριστικές κάρτες και σε διάφορες κυβερνητικές εκδόσεις. Φιλοτέχνησε 523 αγάλματα και μνημεία και έγραψε περίπου 510 δοκίμια. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ένα έντονο πατριωτικό/εθνικιστικό πνεύμα. Ο ‘Εθνικός Μαχητής’ (Luftëtari Kombëtar) είναι τοποθετημένος στην Κορυτσά, ο ‘Σημαιοφόρος’ (Flamurtari) βρίσκεται στην Αυλώνα, όπου βρίσκεται επίσης το μνημείο/τάφος του ιδρυτή του αλβανικού κράτους, Ισμαήλ Κεμάλι, (Varri Monumental i Ismail Qemalit) που δημιούργησε ο ίδιος ο Paskali ενώ η προτομή του Σκεντέρμπέη είναι τοποθετημένη στο Κούκες. Ήταν επίσης ο δημιουργός του αγάλματος του Σκεντέρμπέη (Monumenti i Skënderbeut) που τοποθετήθηκε στο κέντρο των Τιράνων στην πλατεία Sheshi Skënderbej (Πλατεία Σκεντέρμπέη) το 1968, στην επέτειο για τα 500 χρόνια από τον θάνατο του ήρωα. Άλλα έργα του είναι ο ‘Άγνωστος Στρατιώτης’ (Ushtari i panjohur) καθώς επισης τα αγάλματα και οι προτομές πολλών ηρώων της Αλβανίας. Γνώριζε λατινικά, αρχαία και νέα ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά. Πέθανε στα Τίρανα στις 13 Σεπτεμβρίου 1985 σε ηλικία των 81 ετών. Το 2009 ο Υπουργός Πολιτισμού, Νεολαίας και Αθλητισμού, ανακήρυξε το 2009 στις Καλές Τέχνες ως ‘Χρονιά Odhise Paskali’.

      • Γνωστοί Βλάχοι της Αλβανίας είναι η γνωστή ηθοποιός Margarita Xhepa από τη Lushnjë, η τραγουδίστρια Eli Fara από την Drenovë της Κορυτσάς, ο πρώην πρέσβης της Αλβανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (1991-1997), Pavil Gesku, και μερικά άλλα αξιόλογα πρόσωπα όπως ο ποιητής και συγγραφέας Lasgush Poradeci (το πραγματικό του όνοματεπώνυμο ήταν Llazar Sotir Gusho) από το Πόγραδετς (Pogradec), ο ηθοποιός Sandër (ή Aleksandër) Prosi και πρώην καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας κατά τα 1962-1975, ο ποιητής και συγγραφέας Mitrush Kuteli (ψευδόνυμο του Dhimitër Pasko) από το Πόγραδετς, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι φυλακίστηκε από το κομμουνιστικό καθεστός της Αλβανίας, επειδή άσκησε κριτική στην τελωνειακή και νομισματική ένωση που ήταν να γίνει ανάμεσα στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία το 1947 και αντιτάχτηκε στην επανακατάληψη του Κοσόβου από τους Σέρβους, ο ήρωας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου Andon Poçi που σκοτώθηκε πολεμόντας εναντίον των Γερμανών, οι Spiro Bellkameni, Mihal Grameno, Themistokli Gërmenji κ.α.

      Διαγραφή
    25. Θα άξιζε τέλος να αναφερθούμε και στην Dora d'Istria (22 Ιανουαρίου 1828 – 17 Νοεμβρίου 1888) από το Βουκουρέστι και στην οικογένεια Γκίκα (Gjika στα αλβανικά). Η Dora d'Istria (ή Elena Ghica όπως ήταν το πραγματικό της ονοματεπώνυμο) γεννήθηκε στο Βουκουρέστι και ήταν κόρη του Mihai Ghica, βάνου (διοικητή) της Κραϊόβας και αργότερα υπουργού εσωτερικών, και ανηψιά του κυβερνήτη Πρίγκηπα της Βλαχίας Grigore του 4ου Ghica. Έλαβε μία ενδελεχή εκπαίδευση που τη συνέχισε στο εξωτερικό - πρώτα στη Δρέσδη, μετά στη Βιέννη, μετά στη Βενετία και τελικά στο Βερολίνο.

      Η Έλενα επέστρεψε στη χώρα της το 1849 και παντρεύτηκε τον Ρώσο δούκα Alexander Koltsov-Massalski, εξ’ ου και σε ορισμένα κείμενα αναφέρεται ως Elena Koltsova-Massalskaya . Έζησαν για μερικά χρόνια στη Ρωσία, κυρίως στην Αγία Πετρούπολη, αλλά η Έλενα ποτέ δεν ασπάστηκε τις ρωσικές εθνικιστικές σκέψεις του συζύγου της ή την ορθόδοξη χριστιανική μισαλλοδοξία των αυλικών του δεσποτικού αυτοκράτορα Νικολάου του 1ου. Καθώς η υγεία της χειροτέρεψε στο κλίμα της Ρωσίας, ακολούθησε τη συμβουλή του συζύγου της και ταξίδεψε στην κεντρική Ευρώπη. Πρώτα πήγε στην Ελβετία για μερικά χρόνια και στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ανατολία. Τελικά, επισκέφτηκε την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου γνώρισε τον πολύ νεότερό της Angelo de Gubernatis, καθηγητή των ανατολικών γλωσσών, με τον οποίο και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Περιστασιακά είχε ταξιδέψει στη Γαλλία, στην Ιρλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

      Ως συγγραφέας, εμφανίστηκε πρώτα το 1855 ενώ έγραφε κυρίως στα γαλλικά με το ψευδόνυμο d'Istria. Τα γραπτά της έδειξαν τη δεξιοτεχνία της στα ρουμανικά, ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, λατινικά, αρχαία και νέα ελληνικά και στα ρωσικά, τις γνώσεις της πάνω σε διάφορα επιστημονικά ζητήματα, καθώς επίσης και τις φιλελεύθερες απόψεις της σε πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Γνώριζε πολύ καλά και την αρχαία ελληνική μυθολογία. Ήταν κοσμοπολίτισα και εργάστηκε για τη χειραφέτηση των γυναικών. (Ίριδα Αυδή-Καλκάνη, «Ντόρα ντ΄Ίστρια (Ελένη Γκίκα)», στο Συλλογικό: Γυναίκες φιλέλληνες, Ε Ιστορικά, τ/χ.228 (18 Μαρτίου 2004), σελ.32)

      Το πρώτο της βιβλίο ήταν το ‘La vie monastique dans l'Église orientale’ (‘Η Μοναστική ζωή στην Ανατολική/Ορθόδοξη Εκκλησία’) - εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το και για δεύτερη φορά στο Παρίσι το 1858 - στο οποίο κάλεσε για τη διάλυση των μοναστικών ταγμάτων. Ακολουθήθηκε απ’ το ‘La Suisse allemande’ (‘Γερμανική Ελβετία’) - εκδόθηκε στη Γενεύη το 1856 σε 4 τόμους και δεύτερη φορά εκδόθηκε στα γερμανικά στη Ζυρίχη το 1860 σε 3 τόμους - όπου περιέγραφε την Ελβετία και τους ανθρώπους της κ.α. Στο ‘Les femmes en Orient’ (‘Οι γυναίκες στην Ανατολή’) - Ζυρίχη 1859, 2 τόμοι - υποστήριξε τη χειραφέτηση των γυναικών της Ανατολής. Στο δίτομο ‘Excursions en Rouméllie et en Morée’ (‘Ταξίδια στη Ρούμελη και στον Μωριά’) - Ζυρίχη 1863 - προσπάθησε να αποδείξει ότι η Γερμανία του 19ου αιώνα είχε το ίδιο εκπολιτιστικό καθήκον όπως η αρχαία Ελλάδα.

      Εξέδωσε επίσης το διήγημα ‘Au bord des lacs helvétiques’ (‘Πλέοντας στις ελβετικές λίμνες’) - Γενεύη 1861 - και τα μυθιστορήματα ‘Fylétia e Arbenoré prèj Kanekate laoshima’ - Λιβόρνο 1867 - και ‘Gli Albanesi in Rumenia’, ιστορία της οικογένειας της, της οικογένειας Γκίκα, από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα (η 2η έκδοση στη Φλωρεντία το 1873)

      Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, όπως τα αθηναϊκά ‘Έσπερος’, ‘Θεατής’, ‘Ελπίδα’, ‘Πανδώρα’, με το Κωνσταντινουπολίτικο ‘Ευριδίκη’ και το Σμυρναίικο ‘Ο Μέντωρ’, καθώς και με διάφορα άλλα ιταλικά και γαλλικά περιοδικά.

      Διαγραφή
    26. Το 1673 ο Λεοπόλδος ο 1ος (ή Leopold Ignaz Joseph Balthasar Felician όπως ήταν ολόκληρο το όνομα του), βασιλιάς της Ουγγαρίας, της Βοημίας, της Κροατίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας, έδωσε τον τίτλο ‘Πρίγκηπας της ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’ στον Grigore II Ghica. Ποια ήταν όμως η οικογένεια Γκίκα; Η οικογένεια Γκίκα (στα ρουμανικά: Ghica, στα αλβανικά: Gjika) ήταν μία μεγάλη οικογένεια της Ρουμανίας, τα μέλη της οποίας είχαν διασπαρεί στη Βλαχία, Μολδαβία και το Βασίλιο της Ρουμανίας. Η προέλευση της οικογένειας δεν είναι ξεκάθαρη. Ορισμένοι, όπως ο Paul Cernovodeanu (La Famille Ghika – court historique) και ο Charles Francis Richardson (The International Cyclopedia: A Compendium of Human Knowledge, Rev. with Large Additions, Volume 6, 1898), τη θεωρούν αλβανικής καταγωγής, ενώ άλλοι, όπως ο Liviu Bordaș (Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008), τη θεωρούν βλάχικης καταγωγής.

      Σύμφωνα με έναν θρήλο (Legend XXXVII, O sama de cuvinte), στον οποίο όμως αναφέρονται πολλές ιστορικές ανακρίβειες και αναχρονισμοί, που διαδόθηκε από τον Μολδαβό χρονικογράφο Ion Neculce, δύο φτωχά παιδιά που αργότερα έγιναν διάσημοι, συναντήθηκαν στο ταξίδι τους προς την Κωνσταντινούπολη και υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον αμοιβαία υποστήριξη στο μέλλον. Ο ένας ήταν ο Arbëreshë (Αλβανός ή αλβανόφωνος) Gheorghe Ghica (στα αλβανικά Gjergji Gjika), ιδρυτής της οικογένειας Γκίκα, ενώ ο άλλος ήταν ένας "Τουρκοκύπριος", ο ιδρυτής της οικογένειας Köprülü. Οι Köprülü (ή Kypriljoti) όμως δεν ήταν Τουρκοκύπριοι αλλά Αλβανοί από την πόλη Βέλες (κοντά στα Σκόπια). Στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Βέλες μετονομάστηκε σε Κιοπρουλού, ενώ στα χρόνια του Κομμουνισμού σε Τίτοβ Βέλες. Ο Gheorghe Ghica ήταν γιος του Matei Ghica από το Ζαγόρι, ο οποίος μαζί με τον γιο του μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αργότερα ο Gheorghe Ghica μετανάστευσε στη Μολδαβία, όπου σταδιακά κατάφερε να εισέλθει στην τάξη των ευγενών και απέκτησε την εύνοια του αλβανικής καταγωγής πρίγκηπα της Μολδαβίας Vasile Lupu.

      Ο Vasile Lupu (ή Vasil Koci όπως ήταν το πραγματικό του ονοματεπόνυμο) ήταν βοεβόδας (δηλαδή πρίγκηπας) της Μολδαβίας στα 1634-1653. Γεννήθηκε το 1595 στο Arbanasi, ένα αλβανικό χωριό στη Βουλγαρία. Ήταν γιος του Nikollë Koci, ενός Αλβανού από την Ήπειρο, ο οποίος μαζί με άλλους Αλβανούς μισθοφόρους, κατέφυγε στο Arbanasi. Ο Vasile, που πήρε αργότερα το παρατσούκλι ‘Lupu’ (λύκος), εισήγαγε το πρώτο κωδικοποιημένο σύνταγμα στη Μολδαβία το 1646, στο Iaşi (Ιάσιο). Το σύνταγμα ήταν γνωστό ως ‘Carte româneascǎ de învăţătură’ (Ρουμανική χάρτα/βιβλίο της γνώσης) ή και ως ‘Pravila lui Vasile Lupu’ (Κώδικας του Vasile Lupu). Οι απόγονοι της οικογένειας Κότσι ενώθηκαν μέσω γάμου με άλλες αριστοκρατικές οικογένειες της Μολδαβίας, όπως οι Bucioc, Boulesti και Abazesti. (Susana Andea (2006). History of Romania: compendium. Romanian Cultural Institute και Nicolae Iorga, Byzance après Byzance: continuation de l'histoire de la vie byzantine, Bucarest, 1935)

      Απ’ την άλλη, ορισμένα μέλη της οικογένειας Ghica προέβαλαν μία Βλάχικη εθνική συνείδηση. Για παράδειγμα τα μέλη της οικογένειας που είχαν καταφύγει και ζούσαν στην Αυστρία, ετεροπροσδιορίζονταν ως Βλάχοι. Γνωρίζουμε επίσης ότι στα σχέδια του Grigore III Ghica ήταν να ανοίξει βλάχικα σχολεία, στις περιοχές των Βαλκανίων που ήταν υπό Οθωμανική κυριαρχία.(Liviu Bordaș, Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008)

      Μέχρι το 1777 - χρονιά κατά την οποία ο Grigore III Ghica δολοφονήθηκε επειδή αντιτάχθηκε στην προσάρτηση της Μπουκοβίνα (Буковина), περιοχή που σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρουμανία, από τους Αψβούργους - άλλα από τα μέλη της οικογένειας Γκίκα ήταν επηρεασμένοι από τη ρουμανική ταυτότητα και άλλοι είχαν εξελληνισθεί (υιοθετόντας την ελληνο-φαναριότικη ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη).

      Διαγραφή
    27. Η ιστορία και η φήμη της οικογένειας, όπως και οι θεωρούμενες αλβανικές της ρίζες, είναι περισσότερο γνωστές στο δυτικό κοινό από το βιβλίο της Elena Ghica ‘Gli Albanesi in Rumenia. Storia dei principi Ghika’ (Οι Αλβανοί στη Ρουμανία. Η ιστορία των πριγκίπων Γκίκα). Η Dora d'Istria (ψευδόνυμο της Elena Ghica), υιοθέτησε τη θεωρία της αλβανικής καταγωγής του ιδρυτή της οικογένειας, αν και στην αρχή είχε μια φιλελληνική συμπεριφορά, λόγω της ελληνικής καταγωγής της μητέρας της, Αικατερίνης Φωκά, και λόγω του Έλληνα δασκάλου της Γρηγορίου Παπαδόπουλου. Μάλιστα είχε υποστηρίξει ότι τα Ιόνια νησιά έπρεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα, ενώ όταν ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση του 1866, εφοδίασε τους εξεγερμένους με όπλα. (Ίριδα Αυδή-Καλκάνη, «Ντόρα ντ΄Ίστρια (Ελένη Γκίκα)», στο Συλλογικό: Γυναίκες φιλέλληνες, Ε Ιστορικά, τ/χ.228 (18 Μαρτίου 2004), σελ.36-37)

      Άρχισε να μελετάει την αλβανική ιστορία και τελικά έγινε - κυρίως από το 1866 και μετά - ο κύριος υποστηρικτής στη δυτική Ευρώπη του αλβανικού ζητήματος, παρόλο που ποτέ δεν έμαθε την αλβανική γλώσσα. Το βιβλίο της ‘Gli Albanesi in Rumenia. Storia dei principi Ghika’ που εκδόθηκε το 1873 στη Φλωρεντία, κάνοντας την οικογένεια της να την αποκληρώσει, κατάφερε να μετατοπίσει την αντίληψη του κοινού προς την θεωρία της αλβανικής καταγωγής της οικογένειας και προς τον εξοβελισμό της βλάχικης θεωρίας.

      Του βιβλίου προηγήθηκαν μία σειρά από άρθρα σχετικά με τα έθνη της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και της μάχης τους για ανεξαρτησία. Μετά από άρθρα για τη ρουμανική (1859), την ελληνική (1860) και τη σερβική εθνική ταυτότητα (1865), η Dora d'Istria εξέδοσε το 1866 ένα άρθρο με τίτλο ‘Η αλβανική ταυτότητα σύμφωνα με τα λαϊκά τραγούδια’. Η μελέτη αυτή μεταφράστηκε στα αλβανικά το 1867 από τον Arbëreshë (Αλβανό της Ιταλίας) πατριώτη Dhimitër Kamarda και ως πρόλογο είχε ένα ποίημα με επαναστατικό περιεχόμενο, που γράφτηκε από έναν Αλβανό συγγραφέα ο οποίος με αυτό απευθυνόταν στους συμπατριώτες του, καλώντας τους να επαναστατήσουν εναντίον των Οθωμανών. (Nathalie Clayer, Origins of Albanian nationalism, Karthala, Paris, 2007, p.209)

      Έτσι λοιπόν, η Dora d'Istria έγινε διάσημη στους αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους, τα μέλη των οποίων δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα της ώστε να κερδίσουν υποστήριξη για το θέμα τους. Αυτό έγινε δεκτό και καλλιεργήθηκε και από την ίδια την d'Istria, η οποία διατηρούσε τακτική επιοινωνία και αλληλογραφία με αρκετούς Αλβανούς πατριώτες, όπως ο Kamarda και ο Jeronim de Rada. Μετά την έκδοση του ‘Gli Albanesi in Rumenia…’, οι Αλβανοί εθνικιστές στην Ιταλία ανακήρυξαν την Elena Ghica ως την μη εστεμμένη βασίλισα της Αλβανίας. Στο τέλος αυτού του αιώνα, ένα άλλο μέλος της οικογένειας Γκίκα, ο αριστοκράτης και συγγραφέας Albert Ghica, διεκδίκησε τον αλβανικό θρόνο. (Liviu Bordaș, Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008)

      Στις 10 Μαΐου, ο συντάκτης της εφημερίδας Shqiperia, όργανο της αλβανικής κοινότητας του Βουκουρεστίου, έγραψε σχετικά με την Dora D’Istria:

      «…Αυτή η συνοπτική μελέτη του κινήματος για την αλβανική ανεξαρτησία θα ήταν τόσο σύντομη αν κάποιος δεν συμπεριελάμβανε ένα γεγονός, ένα πολύ τυχερό γεγονός για το αλβανικό έθνος. Αυτό το έθνος είναι πολύ τυχερό πραγματικά να έχει μία γυναίκα που ασχολείται με τον αγώνα του, μία όμορφη γυναίκα, που την έχουν σε μεγάλη υπόληψη, γεννημένη στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας, μια γυναίκα που κουβαλάει μία αλβανική κληρονομιά. Είναι η εξαίρετη Dora D’Istria. Η οικογένεια Gjika ποτέ δεν αρνήθηκε την αλβανική της κληρονομιά. Dora D’Istria είναι η κόρη τους, η οποία με το γράψιμο της προκάλεσε την αφοσίωση του Benloew στο αλβανικό έθνος…κάνοντας πιθανό για τα βιβλία το τύπωμα τους στην αλβανική γλώσσα.» (Artikull i Redaksisë, Shqipëria, Bukuresht: Nr. 1, 10 Maj 1897 in Zihni Sakaj, ed., Mendimi Politik e Shoqëror i Rilindjes Kombëtare Shqiptare (Permbledhje artikujsh nga shtypi), Vellimi I, 1879-1908, Dokument 16, (Tiranë: Universiteti i Tiranës, Instituti i Historisë dhe i Gjuhësisë, 1971), 89.)

      Διαγραφή
    28. Η D'Istria ήταν πολύ καλή ζωγράφος. Ήταν μέλος πολλών εκπαιδευτικών συλλόγων, όπως η Ιταλική Ακαδημία. Είχε ανακηρυχθεί ως επίτιμη πολίτης από το Κοινοβούλιο της Ελλάδας και ως επίτιμη δημότης από ορισμένες ιταλικές πόλεις. Ήταν καλή κολυμβήτρια, καθώς σε νεαρή ηλικία μάθαινε συστηματικά κολύμπι στον Δούναβη. Μάλιστα το 1854 έπεσε σε μια λίμνη και έσωσε από βέβαιο πνιγμό την γκουβερνάντα της αδελφής της (Michael Herzfeld, Πάλι Δικά Μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδ.Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002, σελ.104) Ασχολούνταν επίσης με την ορειβασία και είχε κάνει μία αναρρίχηση στο βουνό Blanc στις 1 Ιουνίου του 1860, την οποία είχε περιγράψει στο βιβλίο της ‘La Suisse allemande’.

      Πέθανε στη Φλωρεντία στις 17 Νοεμβρίου του 1888.

      Διαγραφή
    29. Σύμφωνα με τις εκδόσεις της Ακαδημίας των Επιστημών, η βλάχικη μειονότητα στην Αλβανία σήμερα εκτείνεται σε μια αξιοσημείωτη περιοχή της επικράτειας και έρχεται στη δεύτερη θέση μετά τον αλβανικό πληθυσμό, σημειώνοντας περί τους 139.000 κατοίκους. Το 1930 υπήρχαν 8 αρουμανικές/βλάχικες εκκλησίες στην Αλβανία (και 18 σχολεία), από τις οποίες αυτή που ήταν στην Κορυτσά, καταστράφηκε από σεισμό το 1931. Τον Νοέμβριο του 1942, είχαν απομείνει μόνο 6 εκκλησίες. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησία όπου η λατρεία γίνεται στα βλάχικα, στην Κορυτσά. Ιερέας είναι ο γλύπτης Dhimitër Veriga (ή Dumitrache στα βλάχικα). Η ανέγερση της εκκλησίας ξεκίνησε το 1995, στην θέση του παλιού βλάχικου νεκροταφείου στην Κορυτσά. Υπάρχει επίσης μία δεύτερη βλάχικη εκκλησία στο Pogradec, καθώς επίσης στην εκκλησία του Shën Nikola (Αγίου Νικολάου) στην Μοσχόπολη (Voskopojë) ο εκεί ιερέας, πάτερ Θομά, διαβάζει την λειτουργία στα βλάχικα και στα αλβανικά. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η ακολουθία της Λειτουργίας είχε μεταφραστεί στα βλάχικα, ήδη από τον 18ο αιώνα, από τον Ilo Mitkë-Qafëzezi από την Κορυτσά και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962, αλλά αυτή η μετάφραση δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή ανάμεσα στους Βλάχους της Αλβανίας.

      Υπάρχει ένα βλάχικο ιδιωτικό σχολείο, καθώς και ένας παιδικός σταθμός, στην Divjakë. Ιδρύθηκαν από τον Koci Janko. Το σχολείο άνοιξε στις 8 Δεκεμβρίου του 1998, με την υποστήριξη του Συλλόγου των Βλάχων (Αρωμούνων) της Αλβανίας (Shoqata ‘Arumunët e Shqipërisë’) κ.α. Οι Βλάχοι έχουν τη δικιά τους εκπομπή στα βλάχικα, στον τοπικό κρατικό τηλεοπτικό σταθμό του Αργυροκάστρου, που αφορά τη ζωή, τις παραδόσεις και την πολιτιστική κληρονομιά της κοινότητας των Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή, καθώς επίσης έχουν και το δικό τους κόμμα, το κόμμα ‘Aleanca për Barazi dhe Drejtësi Europiane’ (Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Ισότητα και Δικαιοσύνη) που ιδρύθηκε στις 02/02/2012 με έδρα το Δυρράχιο. Υπάρχει επίσης ένας συνεταιρισμός Βλάχων γυναικών στα Τίρανα από το 1995, καθώς επίσης και ένα ετήσιο πανηγύρι των Βλάχων στην Κορυτσά.

      Διαγραφή