Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ Ανεξεταστέος στα Τίρανα

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ
Ανεξεταστέος στα Τίρανα
 
* Του Αχ. Γ. Λαζάρου
 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη, 7 Σεπτεμβρίου 2010
 
 Κατά την επίσκεψή του στη γειτονική μας χώρα, δεν βρήκε κατανόηση στο αίτημά του για αναγνώριση των Βλάχων της ως Ρουμάνων, όπως ευελπιστούσαν οι παρατρεχάμενοί του, αποθρασυμένοι μετά την αδιανόητη διολίσθηση των φληναφημάτων του παρελθόντος σε πρόσφατη συλλογική συγγραφή της σειράς των εκδόσεων UNESCO (Studies on Science and Culture, Politics and Culture in Southeastern Europe, Bucarest 2001, 94 κε) όπου πονηρότατα προβάλλει σαν πραγματικότητα η παρωχημένη και για την ακραιφνή ρουμανική επιστήμη θεωρία καταγωγής των Βλάχων Αλβανίας από την υπερδουνάβια Δακία!
Αυτή η εντελώς ανεδαφική εικασία είναι προελεύσεως Βιέννης και συμπίπτει χρονικά με την πανευρωπαϊκή επανάσταση του 1848, στην οποία συμμετείχαν και οι Παραδουνάβιοι. Φιλοδοξούσαν δε την απελευθέρωση και της Τρανσυλβανίας από τους Αυστριακούς, οι οποίοι όμως έσπευσαν να τους διαμηνύσουν και ενδεχόμενο απώλειας της δικής τους ελευθερίας. Ταυτόχρονα τους υπέδειξαν διέξοδο με σχέδιο διεκδικήσεως των Βλάχων της επικράτειας του «Μεγάλου Ασθενούς» του Σουλτάνου, τους οποίους έκτοτε αποκαλούν «Μακεδορουμάνους»! Ο δε κατ’ εξοχήν γνώστης του ζητήματος και πρωταγωνιστής είναι επιστημονική και πολιτική προσωπικότητα, ο M. Kogalniceanu, ο οποίος ορίζει και τη διάρκεια ισχύος του εγχειρήματος, «επί του παρόντος», έως την ένωση του Αρντεάλ με το ερτιπαγές ρουμανικό κράτος ήτοι το 1918.
Το παραπάνω δεδομένο πέρασε παντελώς απρόσεκτα και αναξιοποίητα. Οι δε αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες δεν έδωσαν ακόμη στη δημοσιότητα ούτε ενδιαφέροντα αποδεικτικά της ελληνικότητας των Βλάχων Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και λοιπών περιοχών, αν και είδαν το φως της δημοσιότητας ήδη το 1832(!), απότοκα ειδικών σπουδών του πρώτου Νεοέλληνα ιστορικού Κ.Μ. Κούμα (1777-1836), μεγάλου διδασκάλου του Γένους, διδάκτορος γερμανικών πανεπιστημίων και αντεπιστέλλοντος μέλους των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου.
Τουναντίον Αλβανός αναιρεί ρουμανικό ισχυρισμό και μέσω ρουμανικών εκδοτικών δυνατοτήτων. Πράγματι ο Ecrem Vlora αποκλείοντας προέλευση Βλάχων από Ρουμανία τονίζει ότι η εκλατίνιση, η γένεση Βλάχων, στην Αλβανία προηγείται κατά αιώνες εκείνης της πέρα του Δουνάβεως(πβ. Noul Album Macedo-Roman, Freiburg, 1959,159)
Ωστόσο η ιδέα του Vlora, διατυπωμένη προ μισού αιώνα, για τον ερχομό των Βλάχων στην Αλβανία από την Ιταλία, προσκρούει στα δημογραφικά προβλήματα, που ανακύπτουν από κάθε πολυάνθρωπη αποδημία τόσο στον χώρο εκκινήσεως όσο και αφίξεως. Η Ρώμη άλλωστε δεν επέτρεπε ογκώδεις μεταναστεύσεις, για τις οποίες τα πρέποντα γράφουν ο Ρουμάνος Ακαδημαικός Lorgu Lordan και η καθηγήτρια Maria Manolik. Ο επίσης Ρουμάνος, μάλιστα σύγχρονός μας καθηγητής των Πανεπιστημίων Βουκουρεστίου και Bochum Γερμανίας, συνάμα δε γενικός γραμματέας του Ινστιτούτου Ρουμανικών Σπουδών στο Παρίσι, Cicerone Poghirc εντοπίζει στη Βόρειο Ήπειρο την έναρξη εκλατινίσεως Ελλήνων ήδη το 229 π.Χ., ενώ ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Αγαπητός Τσοπανάκης το 239 π.Χ., συνακόλουθα ελληνορωμαϊκής στρατιωτικής συμπράξεως προς ευχερέστερη περιστολή ιλλυρικών επιδρομών, η οποία απαιτούσε τουλάχιστον στοιχειώδη μύηση των Ελλήνων συμμαχητών στην πολεμική λατινική ορολογία, απαρχή λατινομάθειας Ελλήνων.
Όσοι πάλι Έλληνες, ακριβέστερα δε Ηπειρώτες εμπειρότατοι αγωγιάτες-μεταφορείς, ομολογουμένως οι τελειότεροι γνώστες περιφερειακών και διεθνών δρόμων, ιδίως της πανάρχαιας παρά το ρωμαϊκό όνομα Εγνατίας οδού, ταυτισμένης σε πολλή έκταση με τον ρού του ποταμού Γενούσου, που κατά τον πατέρα της Γεωγραφίας Στράβωνα συνιστά και συνοριακή γραμμή Ελλήνων-Ιλλυριών, υπαρκτή και παραδεκτή έως και τους χρόνους του Ιουστινιανού, κατά μαρτυρία του ιστορικού Προκοπίου, καθώς και επαληθευμένη το 1988 σε διεθνές συνέδριο από τον Vl. Popovic.
Λοιπόν, με σωρεία επιστημονικών πληροφοριών των S.I.Oost,N.G.L. Hammond, G.Cheesman,P.Cabanes κ.α., αυτοί είναι οι Βλάχοι της Αλβανίας, Έλληνες δίγλωσσοι, με δεύτερο γλωσσικό όργανο ένα νεοπαγές ιδίωμα λατινογενές! Τα τεκμήρια αφθονούν και ποικίλλουν, βασισμένα στην αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου, την οποία παραδέχεται προ πάντων η διαπρεπέστερη αλβανική προσωπικότητα, παραδοξότατα αγνοούμενη από Αλβανούς και Έλληνες, το δε συγγραφικό και τόσο επίτομο πόνημα L’ Orient debalkanise et l’ Albanie, Origine des dernieres Guerres et Paix future δεν φιλοξενείται στη βιβλιογραφία, αλβανική και ελληνική! Πρόκειται για πολυτιτλούχο αγωνιστή ηγέτη, τον Basri-bey, ο οποίος όχι μόνον ασπάζεται τον ελληνικό χαρακτήρα της Νότιας Αλβανίας αλλά και αναγνωρίζει την ελληνική πολιτισμική συμβολή στον εκπολιτισμό των Αλβανών και όχι μόνον. Η χορεία των Ελληνοβλάχων της σημερινής Αλβανίας περιλαμβάνει και τους Εθνικούς Ευεργέτες του ελληνικού κράτους, που κατάφορτο αχαριστίας επιχορηγεί σωματεία, ιδρύματα, νομικά πρόσωπα, Μ.Κ.Ο., που τους κατατάσσουν σε ξεχωριστή εθνότητα!!!
Εν τούτοις την αυτοχθονία των Βορειοηπειρωτών διακηρύσσουν διασημότητες διάφορων χωρών. Πρωτίστως ο πασίγνωστος Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Bristol N.G.L. Hammond σε ογκώδες σύγγραμμά του, επιγραφόμενο Epirus ( Ήπειρος), τα δε συμπεράσματά του επιδεικτικά γίνονται δεκτά και από το αντεπιστέλον μέλος της Ακαδημίας των Σκοπίων και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου F.Papazoglou –Ostrogorsci. Εξίσου έντονα υποστηρίζει την ελληνικότητα των Βορειοηπειρωτών ο Βούλγαρος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Σόφιας Vladimir Georgiev χαρακτηρίζοντας την τοπωνυμία της Βορείου Ηπείρου πανάρχαια και πληρέστατα ελληνική. Καθ’ ολοκληρίαν ελληνική είναι και η ανθρωπωνυμία των Βορειοηπειρωτών κατά τον ονομαστό Γάλλο καθηγητή του Πανεπιστημίου Νανσύ Olivier Masson. Σ’ αυτό προηγείται ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Padu Vulpe, ο οποίος ενωρίς ερανίζεται και στοιχεία λατινικής ανθρωπωνυμίας εύχρηστα από Βορειοηπειρώτες.
Ο Πρόεδρος της Ρουμανικής Δημοκρατίας λησμόνησε ότι ο πρώτος αρχηγός του ρουμανικού κράτους A.A. Sturdza προειδοποιούσε για την ανυπαρξία Ρουμάνων στην Αλβανία, καθώς και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, με τον τίτλο της υπέροχης και περιεκτικής συγγραφής του: Η Ρουμανία δεν ανήκει στην καθ’ αυτήν βαλκανική χερσόνησο ούτε ως έδαφος ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος (Βουκουρέστι 1904). Πρόσθετη προειδοποίηση, επιστημονικά η πλέον ενδεδειγμένη, οφείλεται στον Ι.Haikin, «Η Ρουμανία δεν είναι χώρα βαλκανική» (Bulentinul Societatii Regale Romane de Geografie, 38,1919,232 κε). Αισθητότατα πιο εξειδικευμένα μας ενημερώνει ο Ioan Mitrea, κατά τον οποίο η εθνογένεση του ρουμανικού λαού έλαβε χώραν στην Καρπαθιο-δουναβική περιοχή, η οποία αντιστοιχεί στο έδαφος της αρχαίας Δακίας (Carpica,9,1977,39). Βαρύνουσα γνώμη διατυπώνει και προσωπικότητα με διττή ιδιότητα, επιστημονική και πολιτική. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και Ακαδημαϊκός, που διετέλεσε και υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός της Ρουμανίας, η δε καταγωγή του έχει ρίζες στην Αλβανία, όταν προσκλήθηκε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στην Αθήνα για το διαβαλκανικό συνέδριο, αρνήθηκε απαντώντας ως εξής: «Όσον αφορά εμάς: ή είμαστε βαλκανικοί και τότε πρέπει να μετοικήσουμε από τα Καρπάθια, ή είμαστε Καρπαθιακοί και δεν έχουμε τίποτα στα Βαλκάνια. Αν και πολιτεύομαι, τούτο δεν με υποχρεώνει σε τόση άγνοια, όπως άλλους, που πήγανε στο συνέδριο».
Ομολογουμένως προκαλεί κατάπληξη και η θέση ενός γνησίου Ρουμάνου, ο οποίος ως καθηγητής του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης συμμετέχει σε διεθνές συνέδριο στο Μόναχο, όπου ανακοινώνει ότι η ρουμανική γλώσσα δεν είναι «βαλκανική». Ο ίδιος δε δέχεται ως έγκυρη και την πληροφορία του Ιωάννου Λυδού, ο οποίος επιλεγμένος από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό ως διοικητής του θέματος Ευρώπη, όπως τότε αποκαλούσαν τα Βαλκάνια, σε σύγγραμμά του, επιγραφόμενο «Περί των αρχών της Ρωμαίων πολιτείας», καταχωρίζει και τα επόμενα: «Τα περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, διά το τους αυτής οικήτορας, και περ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας...» (βλ. A.G. Lazarou, « Les Valagues balkanigues», ΕΕΒΣ, ΜΘ’, 1994-1996, 95)
Φυσικά ο Lozovan δεν είναι ο μόνος από τους Ρουμάνους, που θεωρούν αξιόπιστη και έγκυρη τη μαρτυρία του Ιωάννου Λυδού. Εντυπωσιακά δημοσιεύματα έδωσαν και πολύ ενωρίτερα γνωστοί ακαδημαϊκοί, Vasile Parvan, R. Vulpe, G.Bratianu, I.I.Russu, κατεξοχήν δε ο Poghirc, ο οποίος απέδειξε και την πλήρη ελληνικότητα του γλωσσικού και εθνολογικού υποστρώματος όλης της ελληνικής χερσονήσου, στην οποία περιλαμβάνεται η Βόρειος Ήπειρος. Βέβαια τα πρωτεία αξιολογήσεως της πληροφορίας κατέχει ο Γάλλος Leon Lajoscade στη Σορβόννη, του κύκλου ερευνητών Γιάννη Ψυχάρη, Ηπειρώτη, της δε πλατύτερης γνωστοποιήσεως και προβολής ο σύγχρονός μας καθηγητής του Πανεπιστημίου Λιέγης Michel Dubuisson. Δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει αποφύσεις της παλαιότερης προπαγάνδας, που ήδη έχουν εκθέσει την UNESCO και παρέσυραν σε αβάσιμο διάβημα τον σημερινό πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ρουμανίας, από τον οποίο απέκρυψαν επιστημονική αποκάλυψη του Lorga, όταν ερευνούσε τα Πολωνικά αρχεία, βλέποντας ότι οι Βλάχοι της σημερινής Αλβανίας, Μοσχοπολίτες, δήλωναν στις τοπικές Πολωνικές Αρχές ότι είναι Γραικοί! Έλληνες!
(Όσοι ενδιαφέρονται για πλήρη τεκμηρίωση: στα Ευρετήρια δημοσιευμάτων του αρθρογράφου:
1) Αχ. Γ. Λαζάρου, καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας. Έκδοση και στην αλβανική γλώσσα. Ιωάννινα 1994.
2) Ελληνισμός και λαοί νοτιοανατολικής Ευρώπης, τόμοι Α’, Β’, Γ’, Δ’, Αθήνα 2009-2010)
Αχιλλέας Γ. Λαζάρου.
Ρωμανιστής-Βαλκανολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Charge de cours a la Sorbonne(Paris IV)

Ζήτημα «βλάχικης μειονότητας»

Αναγνώριση των Αρουμούν ζητεί από τα Τίρανα το Βουκουρέστι, που μπαίνει στο γεωπολιτικό παιχνίδι βαλκανικής επιρροής με εργαλείο τις μειονότητες.

Μετά την Τουρκία και την Ουγγαρία, προσπαθεί να μπει και η Ρουμανία στο γεωπολιτικό παιχνίδι επιρροής στα Βαλκάνια, με όπλο τις μειονότητες.

Την αναγνώριση των Βλάχων της Αλβανίας ως επίσημης εθνικής μειονότητας (μαζί με τους Ελληνες, τους Σλαβομακεδόνες και τους Μαυροβούνιους) ζήτησε ο πρόεδρος της Ρουμανίας, Τραϊάν Μπασέσκου, από τον Αλβανό ομόλογό του, Μπαμίρ Τόπι. «Του εξήγησα τη σημασία της αναγνώρισης των Αρουμούν ως εθνικής μειονότητας, που θα απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα των άλλων μειονοτήτων της Αλβανίας, όπως συμβαίνει με την αλβανική μειονότητα στη Ρουμανία», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Μπασέσκου.


Αιφνιδιασμένος ο Αλβανός πρόεδρος, του απάντησε πως η κοινότητα των Αρουμούν αναγνωρίζεται ως εθνογλωσσική, με βάση τις δύο τελευταίες εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι βλαχόφωνοι της Αλβανίας δεν ξεπερνούν το 1% του πληθυσμού, ενώ λεπτομερής καταγραφή των εθνικών μειονοτήτων έχει να γίνει από την εποχή του κομμουνισμού! Αυτό τον καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη απογραφή του Αλβανικού Ινστιτούτου Στατιστικής, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2011. Τόσο οι Ελληνες της Αλβανίας όσο και οι άλλες μειονότητες θα δηλώσουν την εθνική τους ταυτότητα βάσει της αρχής του αυτοπροσδιορισμού.

Η «επιθετική» κίνηση Μπασέσκου δεν ήταν απλώς αντιπερισπασμός για το Κοσσυφοπέδιο, στη μη αναγνώριση του οποίου επιμένει σταθερά η Ρουμανία, λόγω της ουγγρικής μειονότητας στο έδαφός της.

Η Ρουμανία φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε ενεργό παίκτη στα δυτικά Βαλκάνια, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τα τεχνολογικά και λιμενικά πρωτόκολλα συνεργασίας, που υπέγραψε ο Μπασέσκου στην Αλβανία, μεταφέροντας το ενδιαφέρον Ρουμάνων επενδυτών για την ανανεώσιμη ενέργεια, τον τουρισμό και τα ορυχεία της.

Αλλωστε, κατά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Σαλί Μπερίσα, ο Ρουμάνος πρόεδρος επαναβεβαίωσε τη στήριξη της χώρας του στην ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων, προαναγγέλλοντας την κατάργηση της βίζας για τους Αλβανούς έως το 2011.

Κόσοβο.

Για να μη διαταράξει το καλό κλίμα, ο Μπασέσκου διευκρίνισε πως η Ρουμανία αντιτίθεται στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου «όχι επειδή δεν σέβεται τους Κοσοβάρους, αλλά από σεβασμό στο διεθνές δίκαιο».

Μαζί με τη Σλοβακία και τη Σερβία, η Ρουμανία αποτελεί στόχο της επιθετικής εθνικιστικής πολιτικής, που ασκεί η νέα δεξιά κυβέρνηση της Ουγγαρίας. Πρόσφατα η ουγγρική Βουλή ψήφισε σχεδόν ομόφωνα την «αυτόματη» απονομή ουγγρικής ιθαγένεια στους εκατοντάδες χιλιάδες «καταπιεσμένους» Ούγγρους των γειτονικών χωρών, θέλοντας κυρίως να πικάρει τη Σλοβακία.

Η κυβέρνηση της Μπρατισλάβας αντέδρασε σπασμωδικά, απειλώντας με αφαίρεση της σλοβακικής ιθαγένειας όσους πολίτες ουγγρικής καταγωγής επιλέξουν την «αγκαλιά» της μητέρας-πατρίδας. Και να φανταστεί κανείς ότι οι δύο χώρες είναι μέλη της ΕΕ, αντιμέτωπες με σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα.

Φυσικά το «χοντρό παιχνίδι» στην περιοχή γίνεται από τον «Μέγα Προστάτη των Μουσουλμανικών Μειονοτήτων», Αχμέτ Νταβούτογλου. Επί των ημερών του η νεο-οθωμανική διπλωματία κατάφερε να αποκτήσει λόγο για τα τεκταινόμενα στη Βοσνία, να αναγορευθεί σε προστάτη των μουσουλμάνων του Κοσσυφοπεδίου και της ΠΓΔΜ, να αποκτήσει οικονομικό προγεφύρωμα στη Σερβία και να αναβαθμίσει τον παραδοσιακό πατερναλισμό της Αγκυρας απέναντι στους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας και της Δυτικής Θράκης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ / ΕΘΝΟΣ

Δραστηριοποίηση Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου’ ζητήματος

Δραστηριοποίηση Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου’ ζητήματος

Η ελληνική πολιτεία αδιαφορεί πλήρως (για να μην πούμε ότι υπάρχουν και παράγοντες που ενισχύουν) για την κινητικότητα των Ρουμάνων προς ανακίνηση ‘βλάχικου ζητήματος’. Σε ‘συνέδριο’ που έγινε στη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου φάνηκε ότι επιχειρείται -εκ του μη όντος- η δημιουργία ‘βλαχικής εθνότητας’, με τον Έλληνα πρόξενο να δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται το ΥΠΕΞ για το θέμα. Ούτε η Ε.Υ.Π. όμως πήρε...

... στα σοβαρά την υπόθεση, παρά τις εκκλήσεις Ελλήνων για την εμφάνιση περίεργων τύπων και συναντήσεων, τόσο στα Μεγάλα Λιβάδια του Κιλκίς, όσο και στο Σκρα.

Πρέπει να είναι ηλίθιος κάποιος ή συνειδητός πράκτορας για να μη αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του γεγονότος. Πέραν των άλλων, ενδεχόμενη δημιουργία εθνότητας, όπως προσπαθεί ο Σόρος -που του έχουν αναθέσει τα Βαλκάνια- θα απαιτήσει και έδαφος για να τη στεγάσει. Εδώ και χρόνια, οι ‘πολιτιστικές’ εκδηλώσεις στις Πρέσπες, ετοιμάζουν το έδαφος. Και οι ξενόφερτοι ή ‘ελληνόφωνοι’ πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται. Αυτοί που δηλώνουν όμως ότι είναι πατριώτες;
«Σάρισσα»

Δημιουργούν βλάχικη εθνότητα στα Σκόπια

 Δημιουργούν βλάχικη εθνότητα στα Σκόπια

Κι άλλες φορές μιλήσαμε, κι άλλες φορές θα μιλήσουμε. Είναι σοβαρό το θέμα και έχουμε χρέος να δραστηριοποιηθούμε ως πολίτες. Ο πολιτικός κόσμος δεν ενδιαφέρεται (δεν επιτρέπει ο Ρόντος), ως εκ τούτου το βάρος πέφτει σε πολίτες και φορείς, όπως άλλωστε συνέβαινε κατά την πολυχιλιετή ιστορία μας. «Το μάθημα ‘Γλώσσα και πολιτισμός των Βλάχων’ θα παρακολουθήσουν περίπου 700 μαθητές από διάφορες πόλεις, μεταξύ των οποίων και δύο παιδιά, που δεν ανήκουν στην βλάχικη κοινότητα», γράφει η σκοπιανή εφημερίδα ‘Βect’. Τρία βιβλία υπάρχουν για τους Βλάχους...

... των Σκοπίων, για την Τρίτη, την Τετάρτη και την Πέμπτη τάξη της εννιάχρονης βασικής εκπαίδευσης, όπως ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών. Το μάθημα αυτό εισήχθη στα σχολεία το σχολικό έτος 2008-09, είναι προαιρετικό αλλά η παρακολούθησή του υπόκειται σε μαθησιακό έλεγχο όπως όλα τα άλλα μαθήματα.

«Με τη νέα αξιολόγηση της εννιάχρονης βασικής εκπαίδευσης, τα βλάχικα, όπως και άλλες γλώσσες μικρών εθνοτήτων (sic), μπαίνουν σε υψηλότερο επίπεδο σπουδών, αν και είναι, προαιρετικό μάθημα. Τα βιβλία που εκδόθηκαν είναι πολύ σημαντικά για την αξιοπρέπεια των Βλάχων, αφού γίνονται δεκτοί ως πολίτες με την εθνική ιδιότητα τους, στην κοινωνία. Έτσι διατηρείται η διαφορετικότητα ως προς τον πολιτισμό και τις παραδόσεις», δήλωσε ο υπουργός Παιδείας, Νίκολα Τοντόροφ, παρουσιάζοντας τα νέα σχολικά εγχειρίδια, όπως μας το μεταφέρει ο ‘εχέδωρος’.

Με παρέμβασή της, εξάλλου, η Μαρία Νικόλοβα, σύμβουλος στο τμήμα ενίσχυσης της εκπαίδευσης των εθνοτικών κοινοτήτων στα Σκόπια, τόνισε ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των Βλάχων που αντιμετωπίζονται όπως οι άλλες εθνικότητες της χώρας. «Τα βιβλία είναι σύμβολα ισότητας και υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δήλωσε ο Νικόλοβα.

Θα βρεθούν σίγουρα γραικύλοι στον ελλαδικό χώρο, που με 30 αργύρια θα δημιουργήσουν άσχημες καταστάσεις στη χώρα μας. Ακούει κανείς;
«Σάρισσα»

Επιτυχημένο το 11ο Συμπόσιο Ιστορίας των Βλάχων

Επιτυχημένο το 11ο Συμπόσιο Ιστορίας των Βλάχων

Με ιδιαίτερη επιτυχία και με τη συμμετοχή 300 και πλέον συνέδρων, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του 11ου Συμποσίου Ιστορίας – Λαογραφίας και Βλάχικης παραδοσιακής μουσικής και χορού που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στην Κλεισούρα Καστοριάς.
Η διοργάνωση του Συμποσίου ανήκει στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, το Δήμο Κλεισούρας και τους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους.
Οι εργασίες του Συμποσίου ξεκίνησαν το Σάββατο το απόγευμα και ολοκληρώθηκαν το μεσημέρι της Κυριακής. Στην εναρκτήρια εισήγηση ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Βλάχων Μιχάλης Μαγειρίας τόνισε πως η πρωτοβουλία αυτή στοχεύει στη διεπιστημονική και ψύχραιμη έρευνα των θεμάτων που αφορούν στους Βλάχους.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυναν ο δήμαρχος Κλεισούρας Ιωάννης Τόμου, ο Νομάρχης Καστοριάς Κωνσταντίνος Λιάντσης και ο βουλευτής Καστοριάς Ζήσης Τζηκαλάγιας.
Ακολούθησαν ενδιαφέρουσες εισηγήσεις δεκάδων επιστημόνων και ερευνητών, που φώτισαν επιμέρους πτυχές της βλάχικης παρουσίας στην περιοχή της Μακεδονίας, με ανακοινώσεις που κάλυψαν τόσο την τοπική διάσταση, όσο και την ευρύτερη, σε σχέση με το πολιτικό πλαίσιο και τις ιστορικές του παραμέτρους.
φωτογραφία αρχείου

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΒΛΑΧΩΝ

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΒΛΑΧΩΝ


 
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΒΛΑΧΩΝ
Αχιλλέα Λαζάρου
«ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ» των εκδόσεων Πελασγός
 
     Τι είναι οι Βλάχοι-Αρμάνοι:
Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου Nancy Ε. Will επισημαίνει τα μέτρα, που λαμβάνουν οι Ρωμαίοι για την ανακούφιση των απλών Μακεδόνων, όπως μείωση κατά 50% της φορολογίας, παροχή δυνατοτήτων εξευρέσεως εργασίας, ιδίως στην διαφύλαξη των βορίων συνόρων της Μακεδονίας με τα praesidia armata, συνάμα δε των συγκοινωνιακών κόμβων προς εξασφάλιση της ελεύθερης μεταφοράς αγαθών και μετακινήσεως επισκεπτών, κρατικών υπαλλήλων, στρατευμάτων, οπότε και η γλωσσική επίδραση αποβαίνει αναπόφευκτη. Οι hertzberg, Feyel, Oost, Lozovan, Hammond, Eck, Sarikakis, Papazoglou, διευρύνουν τον ορίζοντα ευκαιριών, οι οποίες προσφέρονται στους Έλληνες για ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική-στρατιωτική ζωή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την εκλατίνισή τους.
Εξ άλλου με τις καίριες επισημάνσεις εμφανίσεως νησίδων ή ζωνών λατινοφωνίας στην ελληνική χερσόνησο από τους Lafoscade, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, Pinon, M. Rostovtzeff, Bratianu κ.α., καθώς και τοπωνυμιών λατινογενών από Capidan, Θαβώρη, Λιόλιο, Poghirc κ.α., η αποδοχή της αυτοχθονίας των Βλαχοφώνων του ελληνικού χώρου από Ρουμάνους, Parvan, R. Vulpe, S. Puskariu, Al. Procopovici, D. Maniou, συνακόλουθης ίσως για μερικούς της βαθμιαίας ενδόσεως του Th. Capidan -που έως τότε είναι το σημείο αναφοράς για την από βορρά προέλευση των Βλάχων και έκτοτε μεταμορφώνεται σε πολέμιο των υποστηρικτών της καθόδου αποτολμώντας και επίκριση κατά Weigand για την εμμονή του στην ξεπερασμένη θεωρία - η αποδεδειγμένης αντίστροφης από νότο προς βορράν κινήσεως Βλαχοφώνων, κατά τους Densusianu, Siadbei, Garde κ.α., τα τεκμήρια εκλατινίσεως Ελλήνων είναι πλέον αναμφισβήτητα.
       Ομολογουμένως υπάρχουν άφθονα παντού, όπου ζουν και δρουν Έλληνες, από Ανατολή σε Δύση. Για τη Βαλκανική και ακριβέστερα για την Δοβρουτσά τα αποτελέσματα των ερευνών των Ρουμάνων ακαδημαϊκών και καθηγητών του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου R. Voulpe και D. Pippidi είναι απόλυτα πειστικά. Στη Δύση και συγκεκριμένα στη Γαλατία, αν και ονομάζεται Gallia Greaca, οι Έλληνες όχι μόνο ομιλούν λατινικά, μάλιστα και ενωρίτερα της ρωμαϊκής κατακτήσεως, αλλά και διδάσκουν τη λατινική γλώσσα, όπως επιγραφικά διαπιστώνεται και όπως πιστεύουν οι Egger, Benoit κ.α. Εξ ίσου ισχυρές μαρτυρίες πιστοποιούν λατινοφωνία και στη μητροπολιτική Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα μελετήματα των Helly, Hatzopoulos κ.α., που αφορούν στη Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο και των Dubuisson, Lozovan, Poghirc για το σύνολο του Ελληνισμού. Οι τρεις τελευταίοι προσκομίζουν πρόσθετα επιχειρήματα αποτιμώντας ταυτόχρονα κατ' αξίαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον χωρίο του Βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Λυδού, στο οποίο τον 6ο αιώνα, επί Ιουστινιανού, οι Έλληνες παρουσιάζονται στην Ευρώπη (Βαλκανική) να υπερέχουν δημογραφικά, αλλά να λανθάνουν λόγω γλωσσικής παραλλαγής, λατινοφωνίας, βλαχοφωνίας.
Εν τέλει, λαμβάνοντας υπ' όψη την άποψη του Garde, σύμφωνα με την οποία ο αφανισμός από την Βαλκανική των εκρωμαϊσμένων - βλαχοφώνων Θρακών συντελείται με την μετάβασή τους στην Δακία και την ακριβή πληροφορία του Ρουμάνου ακαδημαϊκού Rosetti για εκδημία του τελευταίου εκρωμαϊσμένου Ιλλυριού, Ιλλυριο-Βλάχου, κατά τα τέλει του 19ου, 1898, οι απομένοντες σύγχρονοι μας Βλαχόφωνοι της Βαλκανικής είτε εντός των ιστορικών ορίων του μητροπολιτικού Ελληνισμού είτε πέρα του Ελλαδικού χώρου λόγω της περίφημης και αδιάλειπτης αποδημίας είναι ελληνικής καταγωγής, όταν άλλως τε  η αυτοχθονία  των Βλαχοφώνων στην Μακεδονία είναι, κατά τον A. Failler, δεδομένη, η δε καταγωγή των Μακεδόνων, κατά τον Poghirc, ελληνική.
Εν τούτοις το γεγονός ότι σύμφωνα με την ακραιφνή και ανεπηρέαστη επιστήμη οι Βλαχόφωνοι είναι αδιαφιλονίκητα Έλληνες δεν σημαίνει εφησυχασμό και υποτίμηση της επικαιρότητας του Βλαχικού Ζητήματος ούτε επιτρέπει ψευδαίσθηση ανυπαρξίας κινδύνου, κατά το δήθεν ανύπαρκτο και ακίνδυνο «Μανεδονικό», που εκκρεμεί επώδυνα. Αντίθετα υπαγορεύει:
α) Άμεση και έγκυρη ενημέρωση αρμοδίων και αναρμοδίων της ελληνικής πολιτείας, όλων των πολιτών, ιδίως των νέων, για τους οποίους αρκούν δυο αποσπάσματα από τις συγγραφές του Ιωάννη Λυδού και Κωνσταντίνου Κούμα, καίρια σχολιασμένα και καταχωρημένα σε σχολικό εγχειρίδιο, χωρίς συνολικά να υπερβαίνουν τις δύο σελίδες, με πρόσθετο σκοπό τον περιορισμό και των συχνών ακυρολεξιών, χρήσεων των όρων Βλάχων-Κουτσοβλάχων υποτιμητικά, περιφρονητικά, υβριστικά, εξυπηρετικά κάθε μορφής προπαγάνδας.
β) Ανεύρεση των αποδεδειγμένα επαϊόντων και επιλογή κατά τρόπο διαφανή, αμερόληπτο και αντικειμενικό, προπάντων μη κομματικό, των καταλλήλων για την προσήκουσα παρακολούθηση του Βλαχικού Ζητήματος στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, εσωτερικού-εξωτερικού, και επίδοση της ενδεδειγμένης κατά περίπτωση γνωματεύσεως σε κάθε αιτούντα, πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, βουλευτές, ευρωβουλευτές και εκπροσώπους φορέων, στους οποίους τίθεται το ζήτημα, ώστε να προλαμβάνονται οποιεσδήποτε δεσμεύσεις και να διασφαλίζεται συντονισμός δράσεως σε περιστάσεις εξάρσεως ή αναζωπυρώσεως, οπότε και ενδείκνυται οι επαΐοντες να είναι κοινοί για όλους και χωρίς κομματική ούτε δημοσιοϋπαλληλική εξάρτηση, οι δε αποζημιώσεις τους σε μη ζηλευτό επίπεδο. Διότι τότε οι άριστοι επιστήμονες και ενσυνείδητοι Έλληνες ενδέχεται να καταλάβουν τις κατάλληλες θέσεις, οι οποίες δεν επιδιώκονται από επιτήδειους, δικτυωμένους κομματικά, πολιτικά ή παραπνευματικά με κίνητρα ιδιοτελή.
γ) Ενεργό, δυναμική, αδιάλειπτη συμπαράσταση από όλους στους Βλαχόφωνους, που μάχονται στην πρώτη γραμμή κατά των δυνάμεων παραπληροφόρησης και παραπλάνησης ανύποπτων πολιτών, οι οποίες ενεργούν ανενδοίαστα σαν «εκτροφεία μειονοτικών»!
 

Η Ιστορία και η Παρουσία των Βλάχων στην Αλβανία

Μιά από τις σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες που συγκροτούν την σύγχρονη Αλβανική κοινωνία είναι οι Βλάχοι. Στην Αλβανία αποκαλούνται Κουτσόβλαχοι, Βλάχοι (Vllah) Τσοπάνοι (Ciobanb), Γκόγκοι (Gog)
Του Αχιλλέα Γ. Λαζάρου *
Με εξαίρεση τους Μεγλενο-Βλάχους. των οποίων η πλει­ονότητα είναι πλέον εκτός και μακράν των Μογλενών, της Αλμωπίας, και τους Ιστριο-Βλάχους. που σκωπτικά ονομάζονται Cici ή Cirebiri. όλοι οι άλλοι με το κοινό όνο­μα ΚουτσόΒλαχοι, αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι. Ο όρος παράγεται από τη λέξη Ρωμανός (Romanus) και το πα­νάρχαια ελληνικό προθετικό a-, που προτάσσεται του συμφώνου ρ προς διευκόλυνση της προφοράς. Στην Αλ­βανία οι Βλάχοι αντί του προθετικού α- χρησιμοποιούν διπλό ρ, προφέροντας αυτό παχύτερα και μακρότερα, οπότε σχηματίζεται ο όρος με τη μορφή Rremer. που αντιστοιχεί στον ελληνικό Ρωμαίοι. Έως δε το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.) με αυτόν τιτλοφορούνται μό­νον όσοι απολαύουν του δικαιώματος του Ρωμαίου πο­λίτου, οι μετέπειτα Βλάχοι.
Στον όρο Ρωμάνος ενυπάρχει η αρχική πολιτική έννοια και η ιδιότητα του λατινοφώνου, αλλά κατ’ αποκλειστι­κότητα στο χώρο, που παραμένει εντός της επικράτειας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, του Imprerium Romanum, που δηλώνεται με τον όρο Ρωμανία. «Ότι ο λαός – γράφει ο καθηγητής Κουρούσης – της λεγομένης Ρωμανίας δεν είναι Ρωμαίοι την φυλήν, αλλά Ελληνες φαίνεται ότι ήτο κοινή συνείδησις και κατά τους προ της επί Μακεδόνων βασιλέων αναγεννήσεως των Γραμμά­των. ως προκύπτει και εκ των ανωτέρω μαρτυριών και εκ του εξής χωρίου λαϊκωτέρου κειμένου, της Αποκαλύψε- ως του ψευδο-Μεθοδίου Πατάρων (7ος αι.), όπου περί των αναμενομένων άλλως εσχάτων της Κωνσταντινου­πόλεως λέγεται: «… επαναστατήσεται επ’ αυτούς (sc. τους Ισμαηλίτας κατά την άλωσιν της πόλεως) βασιλεύς Ελλήνων, ήτοι Ρωμαίων, μετά μεγάλου θυμού…».
Πέραν του λογίου τύπου Ρωμανία κυκλοφορούνται και δημώδεις με αξιόλογες φωνητικές μεταβολές. Στο Χρο-νικόν του Γαλαξειδίου σημειώνεται: «ούλη την Ελλάδα, που την ελέγασι Ρουμανία»! Αυτής συνέχεια είναι η Ρού­μελη των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Αλλά απ’ άλλες πη­γές ο διάσημος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ αρύεται τύπον εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα αποκαλύπτει ότι οι Ελληνες ονομάζουν τη χώρα τους Armania: «… Les Grecs appellent leur pays Armania (Romania)…». Η ανυ­πολόγιστη πράγματι αξία της περικοπής έγκειται στη σύ­μπτωση, κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι των βαλκανι­κών χωρών αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, οπότε σημαίνει ότι είναι οι Ελληνες της Αρμονίας. Η δε καίρια σπουδαι- ότητά της συνάγεται και από την απόλυτη παρασιώπη- σή της από τους Ρουμάνους, οι οποίοι αποκλείεται να μην έχουν διαβάσει το σχετικό δημοσίευμα του Ρώσου συγγραφέα ή, τουλάχιστον, την επαναδημοσίευση από τον Ελληνα ακαδημαϊκό και καθηγητή του Πανεπιστημί­ου Αθηνών Διονύσιο Ζακυθηνό.
ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ

Οσοι τυχόν διατηρούν ακόμα κάποια επιφύλαξη για εκλατίνιση Ελλήνων μπορούν να ενημερωθούν εγκυρότατα από αυτόπτη μάρτυρα και άριστο γνώστη των συμβαι­νόντων στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, αξιωματούχο, πολιτικό και συγγραφέα (5ου-6ου αι.), τον χρονογράφο Ιωάννη Λυδό. Μάλιστα, επειδή αναφέρεται στη Βαλκα­νική. η οποία τότε φέρει το παλαιότατο πραγματικό όνο­μα Ευρώπη, πέραν της μαρτυρίας για ύπαρξη Ελλήνων χρηστών της ιταλικής (προφ. λατινικής) γλώσσας φωτί­ζει και δημογραφικά την κατάσταση του Ελληνισμού στον ευαίσθητο βαλκανικό χώρο: «Νόμος αρχαίος ήν πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις. τάχα δε και ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν… τα δε περί την Ευρώπην (δηλαδή Βαλκανική, Χερσόνησο του Αίμου) πραττόμενα πάντα την αρχαιό­τητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, διό το τους αυτής οικήτορας καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιτα­λών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας». Σαφέστατα ο Βυζαντινός συγγραφέας ομιλεί για Ελλη­νες, που χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ιταλών, τη λατι­νική, δηλαδή για Ελληνοβλάχους, αφού το δεύτερο συν­θετικό σημαίνει λατινόφωνος. και προσθέτει ότι οι εκλατινισμένοι Ελληνες, οι Βλάχοι, οι Αρμάνοι. υπερτερουν κιόλας στη Βαλκανική, «διά το τους αυτής οικήτορας καί­περ Ελληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγ­γεσθαι φωνή»».

Η ύπαρξη Ελλήνων – εκτός των ιστορικών συνόρων του συμπαγούς ελληνικού κόσμου – εγκατεστημένων μόνι­μο ή κατά χρονικά διαστήματα εμπορευομένων διά­σπαρτα σε ολόκληρη τη Ν.Α. Ευρώπη πιστοποιείται από το άφθονο και πολύτιμο επιγραφικό υλικό. Αρκεί επι­γραμματική αναφορά στην εμπεριστατωμένη μελέτη των ευρημάτων στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας από τον ακαδημαϊκό και καθηγητή του πανεπιστημίου της Σόφιας G. Mihailov, ο οποίος δεν περιορίζεται στην αρχαιολο­γική αποτίμηση, αλλά προχωρεί και στη γλωσσολογική κατάταξη και αξιολόγηση. Ομολογουμένως δε πολυσχιδέστερο είναι το έργο Ρουμάνων ιστορικών, αρχαιολό­γων και γλωσσολόγων, των οποίων ενδεικτικά μνημο­νεύονται τα ονόματα Parvan, Lambrino, Pippidi, Berciu, Stati. Χαρακτηριστικά ο πρώτος σε δημοσίευμα για την ελληνική και ελληνιστική διείσδυση στην κοιλάδα του Δουνάβεως αποκαλεί τον μεγάλο ποταμό «ελληνικό» λό­γω του πλήθους Ελλήνων, που κινούνται στην υδάτινη λεωφόρο ασκώντας διαμετακομιστικό εμπόριο, συνάμα δε διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό. Η κίνηση Ελλή­νων στον Δούναβη τονώνεται κατά τους ρωμαϊκούς χρό­νους, προ και μετά την κατάκτηση της Δακίας από τους Ρωμαίους. Εκτός της εμπορικής, ναυτιλιακής, οικονομι­κής, καλλιτεχνικής, πνευματικής, επιστημονικής δρα­στηριότητας οι Ελληνες διακρίνονται και στη διοίκηση, δημόσιες σχέσεις, διπλωματία, δεξιότητες, τις οποίες επιζητούν τόσο οι ηγέτες των Δάκων όσο και οι Ρωμαί­οι. Εύγλωττο παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση απο­τελεί ο Ακορνίων από τη Διονυσόπολη (σημ. Balcic της Βουλγαρίας), ο οποίος ως ««υπουργός Εξωτερικών»» της Δακίας επί Βυρεβίστα διαπραγματεύεται συνεργασία του βασιλιά των Δακών με τον Πομπήιο, η δε συνάντηση ορί­ζεται στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα της Μακεδονίας! Ρωμαίοι πολίτες ελληνικής καταγωγής, γνώστες της λα­τινικής, κατ* ακολουθίαν δε Ελληνόβλαχοι. υπάρχουν στον Δούναβη έναν αιώνα και μισό προ της ρωμαϊκής κα­τακτήσεως της Δακίας. Μάλιστα σταδιοδρομούν σε όλους τους τομείς, όπως άλλοτε ενωρίτερα, ενδεχομένως δε και καλύτερα σε κλάδους εξειδικευμένους. Για τον ιδιά­ζοντα εκρωμαϊσμό τους ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου D.M. Pippidi με βά­ση τις επιγραφικές πηγές μας πληροφορεί ότι στα ηγε­τικά στρώματα συντελείται κατά το πλείστον απότομα και ανεπαίσθητα ως προς τον τρόπο ζωής και τις ελληνικές παραδόσεις.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΡΟΥΜΑΝΟΥΣ, ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΥΣ
Χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση των Βλάχων της Αλβανίας, συγκεκριμένα του Ελβασάν. από τον καθη­γητή του πανεπιστημίου της Σορβόννης Victor Berard, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «… Η βλάχικη συνοικία του Ελβασάν. όπως και η άλλη του Πεκίνι, σημειώνει και αυτή έναν σταθμό στο μεγάλο εμπορικό δρόμο των Βλάχων από την Πίνδο στο Δυρράχιο. Οι Βλάχοι αυτοί έχουν τη δική τους εκκλησία, τη δική τους γλώσσα και τα δικά τους σχολεία… Και στα δυο τους σχολεία, αρ­ρένων και θηλέων, η διδασκαλία γίνεται στα Ελληνι­κά… Ελληνικός ο κλήρος τους. ελληνική και η λει­τουργία. Οι ίδιοι μιλάνε Βλάχικα στη συνοικία τους και Ελληνικά στο παζάρι… Και αυτοί επίσης στέλνουν σπουδαστές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κοντολο­γίς έχουν ελληνική συνείδηση και δηλώνουν Ελλη­νες…».
Θαυμαστότερη και τολμηρότερη αντίσταση στις πιέ­σεις Ρουμάνων – Αλβανών – Τούρκων για απάρνηση του εθνισμού τους. του Ελληνισμού, από εκείνη των Βλάχων των Τιράνων σπανίζει. Σύμψωνα με τα πορί­σματα αρχειακών ερευνών της καθηγήτριας του Πα­νεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερίας Νικολαϊδου, το 1905. παραμονές της διαβόητης Απογραφής, «Οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, πιστοί στην ελληνική ιδέα. με σθένος απάντησαν ότι τίποτε το κοινό δεν συνέδεε τη Ρουμανία μ’ αυτούς, οίτινες στερρώς εχόμενοι των πα­τρώων. δεν θα επιτρέψωσι σκάνδαλα και ζιζάνια και ότι σι υποσχέσεις αυτού (του Ρουμάνου Μπουριλεάνου) περι ιδρύσεως σχολής με πολλάς γλώσσας, και Εκκλησίας μεγαλοπρεπούς και προστασίας ισχυρός υπό την αιγίδα της Ρουμανίας, σκοπούσης, ως είπε, να συστήση και Προξενείον εν Δυρραχίω. δεν δύνα­νται να μειώσωσι την απεριόριστον αγάπην των προς την Ελλάδα. Πρόσθεσαν επίσης πως κόθε απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα ή άλλα μέσα θα ναυα­γούσε, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Ακόμη και αυτή η βία αν χρησιμοποιόταν από τους Βέηδες της περιο­χής, όπως είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, ύστερα από συμφωνία των βέηδων με τη ρουμανική κυβέρνηση, δεν θα απέδιδε»».
Αντίθετα θέμα συνδέσεως ή οποιασδήποτε μορφής σχέσεως με την Ελλάδα δεν τίθεται. Διότι απλούστατα 
οι Βλάχοι της Αλβανίας αποτελούν τμήμα ελληνικό, αδιάσπαστο, αδιαίρετο, αδιάκριτο σε τέτοιο Βαθμό, ώστε ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος, πολε­μικός ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας ««Χρό­νος» (Temps) κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέ­μων, Rene Ruaux, διασχίζοντας την ενιαία τότε Ήπει­ρο από Βορρά προς νότο με συνοδό μάλιστα Βλάχο, μόλις στο Μέτσοβο, όπως ο ίδιος αφηγείται, αισθάνε­ται την ύπαρξη Βλάχων: «Η πόλη προσέφερε στην περιέργειά μου πρόσθετο ενδιαφέρον. Εδώ θα συνα­ντούσα επιτέλους τους ονομαστούς Κουτσοβλάχους,των οποίων είχα αναζητήσει τα ίχνη σε όλη την ηπειρώτικη ακτη. όπου δεν ξέρω ποιος με είχε διαβε­βαιώσει για την παρουσία τους. Ο πρώτος ΚουτσόΒλαχος. που συνάντησα, δεν ήταν άλ­λος από τον ίδιο τον Κώστα, το Λεβέντη, ο οποίος κατά το πέρασμά μας από το Βουτονόσι, επειδή οι χωρικοί στην απέναντι μεριά πυροβολούσαν προς τιμήν μας, δανείσθηκε το όπλο του συνοδού χωροφύλακα και άδει­ασε στον αέρα όλα τα φυσέκια του καταστήματος φω­νάζοντας «ζήτω η Ελλάδα»». Με εξαίρεση το ελληνο- Βλαχικό ιδίωμά του, δεν θα μπορούσα να πω ότι ήταν διαφορετικός από τους άλλους Ηπειρώτες συντρόφους του»>. Παραθέτει δε και την επιγραμματική φράση: ««Πραγματικά, δεν μπορούσα να διακρίνω Ελληνες και Κουτσοβλάχους».
Εξίσου Έλληνες εκλαμβάνουν τους Βλάχους της Αλ­βανίας και Ιταλοί διάσημοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι υποτάσσονται στα σκόπιμα κελεύσματα των εκάστο­τε ιθυνόντων την ιταλική εξωτερική πολιτική. Αναμ­φίβολα ο Canini γράφοντας για την υπεροχή του Ελ­ληνισμού και στις βορειότερες περιοχές, περί το Δυρ­ράχιο. το 1879, δεν διακρίνει τους Βλάχους, τους οποί­ους ο Berard με τα ειδικά εθνολογικά ενδιαφέροντά του, μία σχεδόν δεκαετία μετέπειτα, επισημαίνει, αλ­λά συνάμα σκιαγραφεί ως Ελληνες. Τρεις δε δεκαε­τίες περίπου μετα τον Canini ο άλλος άξιος εκπρό­σωπος της τετάρτης εξουσίας, του Τύπου, στην Ιτα­λία, ο Luc. Magrini δεν καταχωρίζει στα δημοσιεύμα­τα απόψεις για διαφορετικό λαό, Βλάχικο, παρά μό­νον ελληνικό, του οποίου μέρος είναι οι Βλάχοι. Ομως με σπάνια ευτολμία και ελευθεροφροσύνη καταγγέλ­λει την πολιτική ηγεσία της πατρίδας του, επειδή κα­τά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου μηχανεύεται τον διαμελισμό της Ηπείρου και την παραχώρηση του βο­ρείου τμήματος σε κράτος πραξικοπηματικά ιδρυό­μενο και εσπευσμένα αναγνωριζόμενο μολονότι το 1913 ο Ελληνισμός έχει θυσιάσει αληθινά προπύργιά του, Μοναστήρι, Κρούσοβο κ.ά., όπου οι Βλάχοι σύμ­φωνα με την Απογραφή του 1948 ανέρχονται σε 102.947!
Οι Βλάχοι της Αλβανίας αριθμητικά κυμαίνονται μεταξύ 10.000 και 300.000. Οι στατιστικές διακυμάνσεις σημει­ώνονται. όπως και στην περίπτωση εξακριβώσεως του συνολικού αριθμού των Βλάχων της Βαλκανικής. Ενδει­κτικά ερανίσματα με αφετηρία το ελάχιστο προς το μέ­γιστο επιτρέπουν σύλληψη μιας γενικής ιδέας του προβλήματος:
10.000
Απογραφή
1961
51.000
Πανδώρα
1868
60.000
Α. Tamas
1938
65.000
C. Tagliavini
1964
100.000
Α. Wirt
1926
100.000
C. Papanace
1968
200.000
I. Caragiani
1868
200.000
Al. Rubin
1913
200.000
Εστία
1992
250.000
Μιχ. Τρίτος
1992
300.000
Αλ. Καλέσης
1992
Οπωσδήποτε περιπλέκονται οι εκτιμήσεις, εφ’ όσον, σύμ­φωνα με μνεία του Rubin, μόνον οι Φρασεριώτες υπο­λογίζονται ήδη από τον Caragiani, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, σε 200.000! Αρα, ο γενικός αριθμός των Βλά­χων της Αλβανίας κατ’ ανάγκη επαυξάνεται πράγματι ση­μαντικά.
Για τις εγκαταστάσεις των Βλάχων στην Αλβανία ο πλη­ρέστερος κατάλογος ανήκει στον Rubin, κατά τον οποίο οι Βλάχοι Αλβανίας είναι πολυάριθμοι. Κατέχουν τα πα­ράλια της Αδριατικής από την Αυλώνα έως το Σκούτα- ρι. στο δε εσωτερικό έως το Βεράτι και το Ελβασάν και στο νότο έως την Πρεμετή. Κατονομάζει τις πολυανθρωπότερες πόλεις, στις οποίες κατοικούν και Βλάχοι: Βεράτι με αριθμό Βλάχων 120.000. Τίρανα 5.000. Κα- Βάγια 2.000, Αυλώνα 1.200. Δυρράχιο 1.500. Φοέρι ή Φέρικα 4.000. Προσθέτει συνάμα ότι ο αριθμός των Βλα- χοχωριών της Αλβανίας ανέρχεται σε 200 και περισσό­τερα.
*Ρωμανιστής – Βαλκανολόγος, Δρ Ex-Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV), τ. επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την μελέτη του Συγγραφέως με τίτλο “Καταγωγή και Επίτιμη Ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας” και δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρ. 1997 από τον Οικ. Ταχυδρόμο.

Η Βλαχικη παρουσία στην περιοχή της Καστοριάς - Αστέρης Κουκούδης

Αρθρα
Κυριακή, 03 Οκτωβρίου 2010 00:00
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη χρονιά, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και τις Πρέσπες, σε κάποια τοποθεσία με το όνομα Καλάς Δρύς, κάποιοι βλάχοι οδίτες, δηλαδή κάποιοι μεταφορείς, σκότωσαν το Δαβίδ, έναν από τους αδελφούς του τότε Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού, που μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1020, εντάχθηκε στην επισκοπή Βρεανύτης ήτοι Βλάχων Επισκοπή, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος φέρεται να αναδιοργάνωσε την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Η επισκοπή των Βλάχων μοιάζει να θεσμοθετήθηκε οριστικά στα χρόνια των Κομνηνών, στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο αείμνηστος ερευνητής Σωκράτης Λιάκος έχει επισημάνει μία πιθανή συγγενική σχέση ανάμεσα στους πρώτους οικιστές του οικισμού της Νικολίτσας στις βόρειες πλαγιές του Γράμμου, σήμερα λίγο πίσω από τη συνοριακή γραμμή, και την άρχουσα βυζαντινή οικογένεια Νικολίτσα. Η οικογένεια αυτή παρουσιάζεται να είχε βλάχικη καταγωγή ή τουλάχιστον ισχυρές διασυνδέσεις με τους βλάχικους πληθυσμούς της σημερινής κεντρικής Ελλάδας. Τα μέλη της αναφέρονται ως πρωταγωνιστές σοβαρών δρώμενων και διαπλοκών στην περιοχή της Θεσσαλίας, ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα, υπηρετώντας άλλοτε τους Βυζαντινούς κι άλλοτε τους Βούλγαρους.


Όταν αργότερα κι από τα μέσα του 14ου αιώνα, παρατηρούνται μετακινήσεις κυρίως αρβανίτικων αλλά και βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων προς το νοτιότερο ελληνικό χώρο, όπως πιθανότατα αυτές των Μπούιων και των Μαλακασιωτών, οι επονομαζόμενοι Δασσαρίτες ή Μεσσαρίτες Βλάχοι ή ένα τουλάχιστον μέρος τους, φέρονται να παρέμειναν αμετακίνητοι στις περιοχές των βόρειων προεκτάσεων της Πίνδου, και πιθανότατα στην περιοχή του Γράμμου. Ορισμένοι, μάλιστα, από τους βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου είναι πιθανό πως είναι αρχαιότεροι της άλλοτε ένδοξης Μοσχόπολης, η συνοίκηση της οποίας πιθανολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα. Το Λινοτόπι παρουσιάζεται να ευημερεί, ήδη, στα 1164, όταν κάποιος προύχοντάς του, ο Ιωάννης Νικολάου, έκτισε με έξοδά του την εκκλησία του μοναστηριού της Ζέρμας (Πλαγιάς) στις νότιες παρυφές του Γράμμου, ενώ τα δύο αδέλφια του Νικόλαος και Γεώργιος ήταν οι αγιογράφοι της εκκλησίας. Όσον αφορά στη Νικολίτσα, αυτή θα πρέπει να ήταν, ήδη, ένας αρκετά αξιόλογος οικισμός όταν είχε γίνει έδρα επισκοπής υπαγόμενη στη μητρόπολη Καστοριάς. Η ύπαρξη αξιοσημείωτων μεταβυζαντινών εκκλησιών του 16ου αιώνα στις έρημες σήμερα θέσεις των βλαχοχωριών του Γράμμου, όπως αυτή του Αγίου Ζαχαρία, μαρτυρούν τη συγκέντρωση ενός, μάλλον, σημαντικού πληθυσμού τόσο πριν όσο και μετά την εδραίωση της οθωμανικής κατάκτησης.

Παρά τις όποιες ιστοριογραφικές προκαταλήψεις, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η Pax Ottomana, η οθωμανική ειρήνευση, οδήγησε σε συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας. Οι βλάχικοι πληθυσμοί, αποτραβηγμένοι στα ορεινά, μοιάζει να προσαρμόστηκαν και να εκμεταλλεύθηκαν τόσο το φυσικό περιβάλλον των οικισμών τους όσο και τις νέες διοικητικές και οικονομικές συνθήκες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φαινόμενο της όσμωσης των διάφορων φυλετικών και γλωσσικών ομάδων στην περιοχή της Καστοριάς παρουσιάζει κάποια επισήμανση του Τούρκου περιηγητή Χατζή Κάλφα. Όταν, κατά τη διάρκεια του β' μισού του 17ου αιώνα, πέρασε από την περιοχή, κατέγραψε πως στα βουνά γύρω από την Καστοριά κατοικούσε ένα φύλο που προήλθε από την ανάμειξη Σέρβων και Βλάχων. Αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το ακριβές γεγονός που οδήγησε το Χατζή Κάλφα σε αυτή την επισήμανση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μέχρι την εποχή του το βλάχικο στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και ένα μέρος του αφομοιώθηκε ανάμεσα στους σλαβόφωνους της περιοχής. Εξάλλου, η ομάδα των βλαχόφωνων οικισμών στις πλαγιές του Γράμμου αναπτύχθηκε εκεί όπου, κατά τους νεότερους χρόνους, συνέκλιναν οι τρεις βασικές γλωσσικές ομάδες της νότιας Βαλκανικής, εκεί όπου η ελληνοφωνία συναντούσε την αλβανοφωνία και τη σλαβοφωνία. Φαίνεται πως, τελικά, οι Βλάχοι μπόρεσαν να επικρατήσουν στους οικισμούς με τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη συγκέντρωση βλάχικου πληθυσμού, όπως στα βλαχοχώρια του Γράμμου, αλλά και στο Πισοδέρι, το Νυμφαίο και την Κλεισούρα.

Κλεισούρα ΚαστοριάςΕξάλλου και σύμφωνα με παραδόσεις, η Κλεισούρα δημιουργήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα από κατοίκους μικρών αγροτοκτηνοτροφικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε χαμηλότερες και ανασφαλείς γειτονικές τοποθεσίες. Παρά τη φημολογούμενη εμπλοκή κάποιου Κλεισουριώτη  στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, οποίος φέρεται να απέσπασε την μία σχετική άδεια για την ίδρυση του χωριού, οι πιέσεις που άσκησαν οι τουρκικές εποικίσεις στα χαμηλά της Εορδαίας φαίνεται πως ήταν η βασική αιτία της πληθυσμιακής μετατόπισης και συγκέντρωσης κοντά στη διάβαση του Νταουλίου. Όπως και σε άλλες περιοχές, η προνομιακή τοποθεσία των βλάχικων οικισμών κοντά σε ορεινά περάσματα ευνόησε την αναγνώριση στους κατοίκους τους του ρυθμιστικού ρόλου των οροφυλάκων, γνωστότερων περισσότερο με τον όρο αρματολοί. Η συνύπαρξη και η συνεργασία κατακτητών και υποτελών δεν ήταν πάντα αρμονική και αρκετά συχνά οι αρματολοί μετατρέπονταν σε κλέφτες. Έτσι, έχουμε την πληροφορία πως, στα 1693, τρεις ομάδες κλεφτών επιτέθηκαν στο χωριό Γιασίκιοϊ, στο σημερινό Ίασμο κοντά στην Κομοτηνή, σκότωσαν κάποιους Τούρκους και λήστεψαν τις περιουσίες τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν κλέφτες από τη Νικολίτσα, την  Κλεισούρα, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο.

Ο αιώνα που ακολούθησε, ο18ος, οδήγησε τα βλαχοχώρια σε πλήρη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Στα ορεινά του Γράμμου, ένα δίκτυο αλληλοεξαρτώμενων βλάχικων οικισμών ευημερούσε, ακολουθώντας κατά πόδας την πρόοδο της περίφημης Μοσχόπολης. Η Γράμμοστα, ο σημερινός οικισμός Γράμμος, ήταν ο κεντρικός και πιο δυναμικός οικισμός μαζί με τις περιφερειακές εγκαταστάσεις στη Φούσα, το Βετέρνικο και το Πισκοχώρι. Την εικόνα του δικτύου συμπλήρωναν η Νικολίτσα, η Άρζα, το Λινοτόπι και το Ντένισκο, η σημερινή Αετομηλίτσα. Αναμφίβολα, η βάση της οικονομίας τους ήταν τα μεγάλα κοπάδια και η πλούσια κτηνοτροφική παραγωγή. Έτσι, ένα τουλάχιστον μέρος των κατοίκων μαζί με τα κοπάδια ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν επιβεβλημένες, ετήσιες μετακινήσεις στα πεδινά. Μακραίωνες, πατρογονικές πρακτικές τούς οδηγούσαν σε αναζήτηση και ανάπτυξη χειμαδιών, κυρίως, στην ανατολική Θεσσαλία κοντά στο Βόλο και τις ακτές του Παγασητικού. Η πρόοδος των κοπαδιών και η συγκυριακή και ευνοϊκή ζήτηση για μαλλί και προϊόντα εριουργίας, τόσο στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και τον ευρωπαϊκό χώρο, δημιούργησαν συνθήκες βιοτεχνικής και εμπορικής ανάπτυξης. Ένα μέρος των κατοίκων βρήκε την ευκαιρία να διευρύνει τις τάξεις των εμποροβιοτεχνών και των μεταφορέων και ήταν αρκετοί αυτοί που παρέμεναν αμετακίνητοι στις ορεινές εστίες τους, όπου συνέχιζαν να επεξεργάζονται την όποια βιοτεχνική παραγωγή. Επιπλέον, αναπτύχθηκαν νέοι βιοτεχνικοί κλάδοι, όπως η μεταλλοτεχνία, η αργυροχρυσοχοΐα, το μεταποιητικό και κατ’ επέκταση το μεταπρατικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως, όταν στα 1660 πέρασε από την περιοχή, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή κατέγραψε πως η Κλεισούρα κατοικούταν από τεχνίτες της γούνας. Σε εκείνους τους χρόνους, τα χωριά αυτά δεν ερήμωναν εντελώς κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι επαφές με τα λιμάνια, με τα αστικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα, έφεραν έναν αέρα κοινωνικής προόδου και χαρακτηριστική καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας.

Παρ’ όλα αυτά, τα θεμέλια αυτής της πρώιμης ανάπτυξης ήταν εδραιωμένα σε πολύ σαθρό έδαφος και το μέλλον διαγραφόταν αβέβαιο, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους νέοι και ιδιαίτερα ρυθμιστικοί παράγοντες. Όπως οι γειτονικοί αλβανικοί πληθυσμοί που σταδιακά εξισλαμίζονταν, περνώντας από τις τάξεις των ραγιάδων στις τάξεις των κυρίαρχων μουσουλμάνων. Οι αρχηγοί τους ήταν πια σε θέση να διεκδικήσουν μερίδιο εξουσίας από τις όλο και πιο αποδυναμωμένες κεντρικές οθωμανικές αρχές, αλλά και μερίδιο πλούτου από τις πρόωρα αναπτυγμένες αλλά τόσο ευάλωτες χριστιανικές πολιτείες όπως η Μοσχόπολη και τα βλαχοχώρια του Γράμμου. Το κλίμα της πόλωσης κορυφώθηκε στα 1769, όταν ολόκληρες ομάδες επιτέθηκαν στους απροστάτευτους οικισμούς, τους λεηλάτησαν και οδήγησαν σε μαζική έξοδο τους κατοίκους τους. Η Νικολίτσα, η Άρζα και το Λινοτόπι μοιάζει να εγκαταλείφτηκαν και να ερήμωσαν οριστικά, ενώ ένα μέρος των κατοίκων της Γράμμοστας και της Αετομηλίτσας παρέμεινε ή επέστρεψε στις πλαγιές του Γράμμου. Αυτοί γνώρισαν νέες περιπέτειες και εξόδους όταν, δύο δεκαετίες αργότερα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εξουσία και  τις διεκδικήσεις του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ωστόσο, δεν ερήμωσαν ποτέ οριστικά και μπόρεσαν να επιβιώσουν ως βλαχοχώρια μέχρι τις μέρες μας, αν και διατήρησαν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό κατοίκων, δίχως ίχνη της πρότερης ανάπτυξης.
Οι περισσότεροι από τους φυγάδες του Γράμμου ακολούθησαν διαδοχικά κύματα που στράφηκαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας, αναζητώντας προοπτικές και συνθήκες ασφαλούς επιβίωσης. Πολλοί από τους εμποροβιοτέχνες πύκνωσαν ανάλογες ομάδες σε προϋπάρχοντα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, όπως Νικολιτσιάνοι χρυσικοί οι οποίοι φέρονται να μετέφεραν τις γνώσεις τους στο Νυμφαίο. Άλλοι συνέβαλαν μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές στη δημιουργία και την ανάπτυξη νέων εδραίων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή της Πελαγονίας, όπως στο Κρούσοβο, στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στο Μοναστήρι, στη Ρέσνα και στο Γιανκοβέτσι. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους φυγάδες του Γράμμου μεταλλάχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά, καθώς από ημινομάδες κτηνοτρόφοι με μόνιμο οικισμό αναφοράς στα ορεινά εξέπεσαν στη θέση των απόλυτα νομάδων κτηνοτρόφων με περιορισμένο αριθμό κοπαδιών. Σχημάτισαν μικρότερα ή μεγαλύτερα φαλκάρια τα οποία βρέθηκαν σε μια συνεχή αναζήτηση θερινών, ορεινών βοσκών και χειμαδιών στα πεδινά, κυρίως πέρα από τον Αξιό. Έστηναν απλές καλυβικές εγκαταστάσεις σε ένα μεγάλο αριθμό ορεινών όγκων από το Πάικο στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι τη Ροδόπη στην Ανατολική Ρωμυλία και το Δυτικό Αίμο και τη Ρίλα στη Βουλγαρία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν περισσότερες από 30 τέτοιες εγκαταστάσεις γραμμοστιάνικης προέλευσης, γεγονός που πιστοποιεί το μέγεθος των εξόδων από το Γράμμο και το πρότερο δημογραφικό δυναμικό των οικισμών του στα χρόνια της μεγάλης ακμής. Δε θα ήταν δύσκολο και παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε πως η  Γράμμοστα και οι περιφερικοί οικισμοί της ίσως συγκέντρωναν, κάποτε, μέχρι και 3.000 οικογένειες.

Βέβαια, ενώ κάποιοι Βλάχοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Καστοριάς κάποιοι άλλοι βρήκαν ή ανέπτυξαν ευκαιρίες ώστε να εγκατασταθούν εδώ. Υπάρχουν αναφορές πως, καθώς η Μοσχόπολη όδευε στη μεγάλη «καταστροφή» του 1769, μία ομάδων κατοίκων της προσπάθησε να εγκατασταθεί στην ίδια την Καστοριά.  Παρουσιάζονται να ζήτησαν να τους παραχωρηθεί η περιοχή Μύτκας, δίπλα στη λίμνη, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα Μοσχόπολη.  Οι Καστοριανοί, όμως, φοβούμενοι την ανταγωνιστική εμπορική δεινότητα των Μοσχοπολιτών δεν παραχώρησαν την περιοχή με διάφορες προφάσεις. Αργότερα, οι μεταγενέστερες γενιές των Καστοριανών αναγνώριζαν ως λανθασμένη αυτή την απόφαση, καθώς πίστευαν πως η άφιξη και η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών θα ενδυνάμωνε πληθυσμιακά και οικονομικά την πόλη τους. Μπορεί να αποτράπηκε μία μαζική μετοικεσία, όμως, εξελικτικά, δεν αποφεύχθηκε η εγκατάσταση αρκετών Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων προσφύγων και στην Καστοριά. Κάποιες οικογένειες ήρθαν κατευθείαν εδώ ή αφού πέρασαν πρώτα από την Αχρίδα, το Κρούσοβο και άλλες παροδικές εγκαταστάσεις. Το γεγονός επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο επίσης μοσχοπολίτικης καταγωγής Καστοριανός αγωνιστής Αναστάσιος Πηχέων όταν αναφέρει πως, λίγο μετά τα μέσα του 19ου  αιώνα,  η ανώτερη τάξη των Ελλήνων της πόλης αποτελούταν κυρίως από οικογένειες βλάχικης καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Καστοριά προερχόμενες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Βιθκούκι και αλλού. Στα τέλη πια του 19ου αιώνα, ο Γάλλος δημοσιογράφος Victor Berard επισημαίνει την έντονη παρουσία αυτού του βλάχικου στοιχείου στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας, καθώς αναφέρει πως μεγάλος αριθμός των χριστιανών της πόλης μιλούσε ή καταλάβαινε τα βλάχικα.

Μέρος των Μοσχοπολιτών που δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί ομαδικά στην Καστοριά φαίνεται πως στράφηκε σε μικρότερους οικισμούς κοντά σε αυτή. Όταν, γύρω στα 1810, ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής François Pouqueville πέρασε από την περιοχή αναφέρει πως 100 περίπου οικογένειες από τη Μοσχόπολη είχαν, ήδη, δημιουργήσει μία δική τους, ξεχωριστή συνοικία στο γειτονικό Άργος Ορεστικό, την παλιά Χρούπιστα. Όπως σημειώνει ο Pouqueville, οι οικογένειες αυτές διατηρούσαν τα έθιμά τους και ζούσαν μοιράζοντας το χρόνο τους ανάμεσα στη φροντίδα των ζώων τους, τη γεωργία και την υφαντουργική. Κατασκεύαζαν χονδρά μάλλινα υφάσματα από τα οποία ράβονταν τα λαϊκά ρούχα. Είναι σίγουρο πως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου, αυτοί οι σταδιακά αφομοιούμενοι πρόσφυγες δεν ήταν οι μόνοι Βλάχοι κάτοικοι του Άργους Ορεστικού. Αν και μετά τις μεγάλες εξόδους οι οικογένειες των Γραμμοστιάνων που συνέχιζαν να περνούν τα καλοκαίρια στην πατρογονική, ορεινή κοινότητάς τους είχαν περιοριστεί δημογραφικά κατά πολύ, αρκετές από αυτές τις ημινομαδικές οικογένειες και κυρίως αυτές των τσελιγκάδων προτιμούσαν να περνούν τους χειμώνες στο κοντινό Άργος Ορεστικό, όπου σχημάτιζαν ολόκληρους μαχαλάδες, ενώ οι περισσότεροι άντρες, οδηγώντας τα όποια κοπάδια τους είχαν απομείνει, συνέχιζαν να στήνουν τα παραδοσιακά χειμαδιά τους στην ανατολική Θεσσαλία. Αυτές οι οικογένειες ήταν που μετέφεραν στο Άργος την εικόνα της προστάτιδας Παναγίας της Γράμμοστας. Την ίδια πρακτική χειμερινής εγκατάστασης στο Άργος Ορεστικό ακολουθούσε και μία ομάδα προερχόμενη από τη Σαμαρίνα. Στην περίπτωση τους έχουμε να κάνουμε περισσότερο με εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχους και πολύ λιγότερο με κτηνοτρόφους. Αυτοί οι Σαμαριναίοι αναζητούσαν στο Άργος Ορεστικό ευκαιρίες για χειμερινή συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να ριζώσουν οριστικά στη μικρή πολιτεία. Πολλοί λιγότεροι ήταν οι Αετομηλιτσιώτες που βρέθηκαν να εγκαθίστανται εδώ ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές.

Παραδόσεις από το γειτονικό Βογατσικό αναφέρουν πως, προς τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Καστοριανοί είχαν αποτρέψει την εγκατάσταση κάποιων ηπειρωτών προσφύγων στην πόλη τους. Έτσι, 70 περίπου οικογένειες από διάφορα μέρη και κυρίως από τη Μοσχόπολη, τη Φούρκα, το Σούλι και την Πάργα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Βογατσικό. Στη στατιστική του 1889 του Σέρβου Spiridon Gopgevic το Βογατσικό παρουσιάζεται να κατοικείται από 3.000 ελληνόφωνους και βλαχόφωνους χριστιανούς, ενώ σε μία άλλη επισήμανση του ίδιου αναφέρεται η συνύπαρξη 400 ελληνόφωνων και 100 βλαχόφωνων φορολογούμενων. Με τον καιρό, οι Βλάχοι μέτοικοι του Βογατσικού αφομοιώθηκαν και χάθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους συμπολίτες τους. Ανάλογη ήταν  η τύχη μίας μικρότερης ομάδας βλάχικων οικογενειών από το Λινοτόπι  που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Νεστόριο και εξελικτικά αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους παλαιότερους σλαβόφωνους κατοίκους. Σε στατιστική των αρχών του 20ου αιώνα αναφέρεται πως ανάμεσα στα 455 νοικοκυριά σλαβόφωνων οικογενειών του Νεστορίου υπήρχαν ακόμη 16 βλάχικα νοικοκυριά.

Την περίοδο της μεγάλης αναστάτωσης, πριν και μετά την «καταστροφή» του 1769, η Κλεισούρα υπήρξε ένα, μάλλον, ασφαλές καταφύγιο, καθώς οι κάτοικοί της φέρονται να οργάνωσαν και να πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στις ληστρικές επιθέσεις των Τουρκαλβανών, προστατευμένοι παράλληλα με ισχυρά προνόμια και διασυνδέσεις με την Υψηλή Πύλη. Ήδη στα 1768, υπήρχαν Κλεισουριώτες εγκαταστημένοι στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι φέρονται να πίεζαν και να φρόντιζαν για την ασφάλειά της πατρίδας τους. Οι επαφές Κλεισουριωτών εμποροβιοτεχνών με την Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνεται και από οθωμανικό έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης. Στα 1767, ένα καραβάνι Κλεισουριωτών που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη δέχτηκε επίθεση ληστών στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι υπηρεσίες που παρουσιάζονται να είχαν προσφέρει οι Κλεισουριώτες σε κάποιο επεισόδιο στο δερβένι του Νταουλίου, όταν προστάτεψαν τη μεταφορά των δημόσιων εισπράξεων, φαίνεται πως είχε ενισχύσει το προνομιακό καθεστώς. Στα 1773 και για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάμεσα στους φυγάδες που αναζήτησαν καταφύγιο στην Κλεισούρα παρουσιάζεται και ο μητροπολίτης Καστοριάς, καθώς η πόλη του βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο και τις ληστρικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών της γειτονικής Κολώνιας. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός Μοσχοπολιτών εγκαταστάθηκε, τελικά, στην Κλεισούρα, ανάμεσα στους προϋπάρχοντες Βλάχους κατοίκους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pouqueville, γύρω στα 1810, οι Μοσχοπολίτες αποτελούσαν την πλειοψηφία των 500 βλάχικων οικογενειών της Κλεισούρας.  Επιπλέον, επισήμανε την παρουσία πολλών πλούσιων εμπόρων και μεταφορέων από την Κλεισούρα στους δρόμους που τραβούσαν για το βαλκανικό βορρά και τα εδάφη των Αψβούργων περά από το Δούναβη και το Σάβο. Η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών αλλά και ορισμένων Γραμμοστιάνων ενίσχυσε την Κλεισούρα σε τέτοιο βαθμό ώστε έγινε μία από τις δυναμικότερες βλάχικες πολιτείες της Μακεδονίας, ανταγωνιστική μάλιστα της Καστοριάς.  Γηγενείς και μέτοικοι εκμεταλλεύθηκαν τις διασυνδέσεις τους με το δίκτυο των  συγγενικών βλάχικων παροικιών στη Σερβία και την Αυστροουγγαρία, όπου συνέχισαν να συρρέουν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αναζητώντας εμποροβιοτεχνικές ευκαιρίες. Και ενώ οι εμποροβιοτέχνες και οι επαγγελματίες της Κλεισούρας μετανάστευαν, κάποιοι κτηνοτρόφοι βρέθηκαν να εγκαθίστανται σε αυτή. Στα 1854 και μετά την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση στη Θεσσαλία και την περιοχή των Γρεβενών, αποδυναμωμένες ημινομαδικές οικογένειες που βρέθηκαν να εμπλέκονται στα τότε δρώμενα, προερχόμενες, κυρίως, από την Αβδέλλα, τη Φούρκα, τη Σαμαρίνα, αλλά και τα χωριά των Κουπατσαραίων, εγκαταστάθηκαν στην Κλεισούρα πυκνώνοντας τις τάξεις των λαϊκότερων στρωμάτων. Έτσι, φημολογείται πως, γύρω στα 1870, η Κλεισούρα είχε φτάσει στο σημείο να συγκεντρώνει περισσότερους από 6.000 κατοίκους.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το κενό που άφησαν στα ορεινά λιβάδια του Γράμμου τα κοπάδια των φυγάδων ήρθαν, σταδιακά, να συμπληρώσουν μικρά φαλκάρια απόλυτα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Παρουσιάζονται να κινούνται με άνεση στην ευρύτερη ορεινή περιοχή ανάμεσα στο  Γράμμο, το Βαρνούντα, το Βίτσι και το Άσκιο και επιχείρησαν να δημιουργήσουν σταθερότερες εγκαταστάσεις σε χαμηλότερους οικισμούς. Στην είσοδο του 20ου αιώνα και σύμφωνα με τη βουλγαρική στατιστική του D.M. Brancoff, τέτοια προέλευση θα πρέπει να είχαν οι μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών που καταγράφονται ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), Πεντάβρυσος (Ζελεγκόσντη), Κορησός (Γκορεντζί) και Καλοχώρι (Ντομπρολίτσα), αλλά και στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) της Φλώρινας. Αρβανιτοβλάχικη καταγωγή θα πρέπει να είχαν και οι 30 βλάχικες οικογένειες που, σύμφωνα με την πατριαρχική απογραφή του 1905, αναφέρονται στη γειτονική Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι). Τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων του Γράμμου κατέβαιναν για χειμαδιά είτε στα παράλια της Ηπείρου κοντά στους Άγιους Σαράντα και τη Θεσπρωτία, είτε στην ανατολική Θεσσαλία. Στην πορεία, κάποιοι φαίνεται πως αναζήτησαν χειμαδιά και στην περιοχή της Κατερίνης. Μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία στα 1918-19, αρκετά από αυτά τα φαλκάρια πέρασαν οριστικά στην Ελλάδα. Στις αρχές τις δεκαετίας του '20, με τη βοήθεια του κράτους και παρά τις προστριβές με τους μόνιμους κατοίκους, μία προσφυγική ομάδα νομάδων Αρβανιτόβλαχων από την περιοχή της Κορυτσάς είχε επιχειρήσει να εγκατασταθεί στο Δενδροχώρι (Ντέμπενη). Ήδη πριν το 1912, η ομάδα αυτή διατηρούσε  χειμαδιά στους ανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου στην Πιερία. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1950-51, πολύ μαζικότερη, αρκετά πιο οργανωμένη και σίγουρα οριστική ήταν η εγκατάσταση ανέστιων και περιφερόμενων, ακόμη, αρβανιτόβλαχων οικογενειών σε ένα αξιόλογο αριθμό χωριών γύρω από τις Πρέσπες. Οι οικογένειες αυτές εντάχθηκαν εθελοντικά σε κρατικά εποικιστικά προγράμματα που στόχευαν στην πύκνωση των πληθυσμών των ακριτικών περιοχών, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και αφού τα χωριά αυτά είχαν εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό από τους προηγούμενους εδραίους κατοίκους τους. Αποτέλεσμα αυτών των μετεγκαταστάσεων είναι η σημερινή παρουσία βλάχικων πληθυσμών, μεταξύ άλλων, και στα χωριά Κρυσταλλοπηγή, Ιεροπηγή και Δενδροχώρι.
Αναμφίβολα, στην περιοχή της Καστοριάς δεν εντοπίζονται στοιχεία μόνο για την παλαιότερη και αλλά και για τη διαχρονική βλάχικη παρουσία στον ελληνικό χώρο. Μία παρουσία συνυφασμένη πυκνά και γερά με τις περιπέτειες της Ρωμιοσύνης.

Άργος Ορεστικό
Κυριακή, 25 Απριλίου 2010
Αστέρης Κουκούδης

Oι αρειμάνιοι Bλάχοι - Μέρτζος Νικόλαος

Αρθρα
Τρίτη, 20 Ιουλίου 2010 10:47
Σαμαρίνα Γρεβενών - Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΑΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΑΜΑΡΙΝΑ Τι είναι οι Βλάχοι και από πού προήλθαν;
Το διπλό ερώτημα τίθεται συνεχώς τα τελευταία χίλια χρόνια και λαμβάνει ποικίλες, αντιτιθέμενες μεταξύ τους, απαντήσεις.
Σύμφωνα με τις κυριότερες εκδοχές, οι Βλάχοι είναι χωριστά, κατά περίπτωση, Δάκες ή Θράκες ή Ιλλυριοί ή Κέλτες ή απόγονοι αρχαίων Ρωμαίων, ή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες κατά τόπον πληθυσμοί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πολιτική σκοπιμότητα προσέθεσε άλλες τρεις απαντήσεις, εξ ίσου διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: Οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι, όχι, είναι ΄Εθνος Βλάχων, όχι, είναι Ιταλοί!
Παρ’ ότι καθεμιά απάντηση αναιρεί όλες τις υπόλοιπες, όλες οι απαντήσεις συμφωνούν ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι, απρόοπτοι, ανυπότακτοι, εύστροφοι, και σκληροί πολεμιστές. Επίσης, οι οκτώ από τις εννέα παραπάνω απαντήσεις δεν στηρίζονται στις προηγούμενες ιστορικές πηγές ούτε εξηγούν τα ακόλουθα αυταπόδεικτα γεγονότα:
Παρόμοια με τα βλάχικα γλώσσα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα στην Ελβετία εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί.

Η Πολωνία, μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία.
Οι Γερμανοί ονόμαζαν, και όλοι οι Σλάβοι ακόμη ονομάζουν, Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς, ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή καθενός λατινόφωνου λαού, την οποία, ωστόσο, οι Σλάβοι ξεχωρίζουν και αναγνωρίζουν.
΄Ολοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική, παρά τη ρουμανική.
Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα, αλλά μόνο στην ελληνική – περισπούδαστα μάλιστα έργα της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας.
Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί ήρωες της Εθνεγερσίας, πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας.

Ο Ρουμάνος Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός ερευνητής, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε:1
Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Και τα έγραφε αυτά το 1905, όταν το νεαρό τότε κράτος της Ρουμανίας είχε αποδυθεί, με πακτωλούς χρημάτων, σε σχολές και εκκλησιές, σε ολόπλευρη προπαγάνδα για να πείσει τους –αμετάπειστους, όμως– Βλάχους της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ότι «είναι Ρουμάνοι».

Είναι φανερό ότι οι παραπάνω κατηγορηματικές αλλά αντιφατικές απαντήσεις, που αδυνατούν –ή προφανώς από σκοπού παραλείπουν– να εξηγήσουν τα προαναφερόμενα αυταπόδεικτα γεγονότα, συνθέτουν έναν πολύπλοκο λαβύρινθο. Για να εξέλθεις απ’ αυτόν στο φως της ημέρας, χρειάζεσαι τον μίτο της Αριάδνης. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον μίτο της Ιστορίας, καλώντας να καταθέσουν οι εγκυρότεροι και υπεράνω πάσης υποψίας μάρτυρες, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή –μάρτυρες που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμιά σκοπιμότητα ούτε κατέχονταν από προσωπική εμπάθεια ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία.

Πρώτος τέτοιος αδιαμφιβήτητος μάρτυρας είναι ο ιστορικός Πλούταρχος. Μελέτησε, συνέκρινε και έγραψε τη ζωή και το έργο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ανδρών στο βιβλίο του Βίοι παράλληλοι. Επί πλέον, έζησε από το 50 μέχρι το 120 μ.Χ., εκατό μόλις χρόνια μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια. Είδε με τα μάτια του την πραγματική κατάσταση και πληροφορήθηκε ζωντανά την παλαιότερη, που την παρέδωσαν αυθεντικά από πατέρα σε γιο οι μόλις τρεις προηγούμενες γενεές. Καταθέτει, λοιπόν, ότι, στον καιρό του, «όλοι οι άνθρωποι στην προφορική τους λαλιά, στον λόγο τους, χρησιμοποιούσαν τη λαλιά των Ρωμαίων». Γράφει:2
Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται.
΄Ηταν φυσικό. Είχε επικρατήσει, εδώ κι έναν αιώνα, ακλόνητη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και όσοι τουλάχιστον υπήκοοί της συναλλάσσονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία ή την υπηρετούσαν ή απλώς ήσαν αναγκασμένοι να καταλαβαίνουν τις εντολές της, τους νόμους της, τις δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις, βρέθηκαν αναγκασμένοι να κατανοούν και προφορικά να μιλούν τη λατινική γλώσσα.
Αυτό βεβαιώνει, τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας και ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του μεγάλου αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος, καίτοι λατινόφωνος ο ίδιος, πρώτος καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα στη διοίκηση και τη νομοθεσία με τις περίφημες Νεαρές του – τα νέα, δηλαδή, αυτοκρατορικά διατάγματα. Επί εξακόσια τουλάχιστον χρόνια, έως τότε, σε όλες τις κρατικές υποθέσεις και υπηρεσίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των υπηκόων της, αποκλειστική γλώσσα ήταν η λατινική.
Μαρτυρεί 3, λοιπόν, ο Ιωάννης Λυδός:
…τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης διά το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας.
Δηλαδή: «Όλα όσα επράττοντο στη Βαλκανική διεφύλαξαν εξ ανάγκης τον αρχαίο νόμο να ομιλούν λατινικά οι κάτοικοί της, αν και οι περισσότεροι ήσαν ΄Ελληνες και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι».

Εντωμεταξύ, πολύ νερό είχε τρέξει κάτω από τις γέφυρες της Ιστορίας. ΄Ηδη σχεδόν από τον καιρό του Πλουτάρχου, η Αυτοκρατορία άρχισε να συγκροτεί επί τόπου, στον ελληνικό χώρο, τις τρομερές λεγεώνες της, στρατεύοντας διά βίου τους επιχωρίους ΄Ελληνες, ιδιαίτερα τους πολεμικούς ορεσιβίους. Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.), που γεννήθηκε 43 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου, αναφέρει στα Ρωμαϊκά του4 ότι ο αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, που εβασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η, 6η, και 7η.
Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαρειά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια, ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 150.000 περίπου ενόπλων και επί πλέον αμάχων συγγενών τους, λατινοφώνησαν, φυσικά.
Αμέσως μετά τη συγκρότηση των παραπάνω λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες, ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας, το 212 μ.Χ., απένειμε σε όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, ανυψώνοντάς τους στην έως τότε απρόσιτη τάξη της έννομης ισοτιμίας και ισοπολιτείας. ΄Ετσι, από τότε, τα επόμενα 1.200 χρόνια, όλοι οι Έλληνες, ως ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής και, έπειτα, Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επονομάσθηκαν μόνοι τους Ρωμαίοι και ήσαν υπερήφανοι γι’ αυτό. Πολύ περισσότερο οι Βλάχοι, που ήσαν πάντα επίλεκτοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι ακριβώς, εμείς οι Βλάχοι επονομάζουμε τον εαυτόν μας: Αρμάνι, δηλαδή Ρωμάνοι – προφέροντας βραχύτατα και κωφά τα δύο τελικά φωνήεντα, όπως οι Πορτογάλοι! Ρωμανία, εξ άλλου, ονομαζόταν συνεχώς κατά τους τελευταίους αιώνες της η πατρώα μας Αυτοκρατορία. Αρειμάνιος, στην ελληνική, σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής.
Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην εξουσία. Ουδέποτε, επί δύο χιλιετίες, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Ουδέποτε οι ονομαζόμενοι από όλους τους τρίτους Βλάχοι αυτο-ονομάσθηκαν Βλάχοι. Αναγκάσθηκαν να τη χρησιμοποιούν κατά συνθήκην για να συνεννοούνται με όλους τους άλλους τρίτους, αλλά ποτέ μεταξύ τους.

΄Ετσι, γεννήθηκε η προφορική λαϊκή λατινική λαλιά, που αργότερα ονομάσθηκε βλάχικη. Σ’ αυτήν τη λαλιά τους, που ουδέποτε έγραψαν και άρα δεν καλλιέργησαν ποτέ, οι Βλάχοι κράτησαν μέχρι σήμερα, έστω, φθαρμένους από στόμα σε στόμα, αυθεντικούς πρωτογενείς πυρήνες της επίσημης λατινικής. Γι’ αυτό, σήμερα, κατανοούν πλήρως τις βασικές λέξεις-κλειδιά που διατηρούνται παρόμοιες σε όλες τις λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες. Παντού είναι παρόμοιες οι λέξεις-κώδικες όπως π.χ. κεφάλι, αφτιά, μαλλιά, μύτη, δόντι, μέτωπο, χέρι, νύχια, άνθρωπος, γυναίκα, αγόρι, κορίτσι, παλληκάρι, νερό, θάλασσα, σελήνη, ήλιος, άστρα, σπίτι, καπνός, φωτιά, νύχτα, μέρα, όλες οι μέρες της εβδομάδας και οι αριθμοί, αγαπημένη, κατσίκι, ελάφι, αρκούδα, λύκος, γουρούνι, όρνιθα, γάλα, αλάτι, τυρί κ.λπ. κ.λπ.

Στον καιρό του Ιουστινιανού, τα αυτόχθονα αυτοκρατορικά στρατεύματα λατινοφωνούσαν. Ο ιστορικός της εποχής Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη, το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης:5
Ο δε ακολουθών εταίρος εφώνει τη πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα» και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί, ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν «τόρνα, τόρνα» μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες.
Δηλαδή:  Κι ο σύντροφος που ακολουθούσε πίσω φώναζε στην πατρώα φωνή «γέρνει, αδερφέ, γέρνει» (το σαμάρι), αλλά ο ημιονηγός δεν άκουσε τη φωνή, την άκουσαν όμως τα πλήθη των στρατιωτών και, νομίζοντας πως έπεσαν σε ενέδρα των εχθρών, ετράπησαν σε φυγή κράζοντας με δυνατές φωνές «γύρνα, γύρνα».
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην προφορική λατινική λαλιά η λέξη «τόρνα» σημαίνει «γέρνει»-«γυρίζει», το σαμάρι στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος, και, ταυτόχρονα, «γύρνα πίσω» στο δεύτερο πρόσωπο της προστακτικής. Οι στρατιώτες νόμισαν, λοιπόν, ότι άκουγαν διαταγή να επιστρέψουν για να μη παγιδευθούν.

Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού –και περίπου του Θεοφάνη– ιστορικός Προκόπιος, περιγράφοντας κατ’ εντολήν του αυτοκράτορος τα αυτοκρατορικά φρούρια και κτίσματα στο έργο του Περί κτισμάτων, καταγράφει, το 553-555, βλάχικα τοπωνύμια με ελληνική γραφή. Αλλά, στα ελληνικά, αυτά το τοπωνύμια δεν σημαίνουν τίποτε επειδή είναι βλάχικα: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο, Γκεμελλομούντες Χαλινάρι του βουνού - αυχένας.
Παρά τη συνεχή μαζική παρουσία και δράση τους, οι λατινόφωνοι αυτοί πολεμιστές δεν αναφέρονται μέχρι τον 10ο αιώνα με το όνομα Βλάχοι. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως κατήλθαν από τον Δούναβη μετά τον 10ο αιώνα, οπότε αναφέρονται εφ’ εξής με το όνομα Βλάχοι; Η απάντηση είναι απλή: Οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και, όπως αναφέρθηκε, μνημονεύονται. Αλλά όχι με τέτοιο όνομα, γιατί, απλούστατα, το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε. Αυτό ήλθε, όχι οι Βλάχοι!

Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά Volcae, δηλαδή Λαούς –της Λατινικής– όλους τους λατινόφωνους, ιδιαίτερα τους πλησιέστερούς τους Κέλτες, και μετά τους είπαν Welsch. Aπ’ αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί, που ήσαν Κέλτες. Οι Σλάβοι, διερχόμενοι από τα γερμανικά εδάφη, βρήκαν αυτό το γερμανικό όνομα και, παρεφθαρμένο σε Wlaschi, ονόμασαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους της Ευρώπης. Αυτό το όνομα έφεραν στα Βαλκάνια της Αυτοκρατορίας όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά ως φόρου υποτελείς Σκλαβηνοί του αυτοκράτορος, και έτσι ονόμασαν τους αυτόχθονες λατινόφωνους που βρήκαν. Οι Ρωμαίοι μας άρχισαν να ονομάζουν πολύ αργότερα κι αυτοί Βλάχους τους λατινόφωνους πολεμιστές τους και τις οικογένειές τους, από τα τέλη πλέον του 10ου αιώνα, όταν πια είχε επικρατήσει η ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν από το πουθενά Βλάχοι – είχε εμφανισθεί το όνομα, δάνειο από τους Σλάβους.
Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία ως πολεμιστές της και οροφύλακές της. Αυτοί, επειδή ήσαν επίλεκτα στρατεύματα και ορεσίβιοι, εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’ αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αιώνα, και τη σημειώνει ο Κεδρηνός, που μνημονεύει τα εξής:6
΄Αρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ… Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τα λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών.
Οι Βλάχοι Οδίται φύλαγαν το στενό πέρασμα στα Κορέστεια, που ελέγχει μέχρι και σήμερα τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Φλώρινα, τις Πρέσπες, την Κορυτσά και την Καστοριά. Εκεί σκότωσαν τον έναν από τους αδελφούς του τσάρου των Βουλγάρων, Σαμουήλ, που επαναστάτησε κατά της Αυτοκρατορίας, ενώ ήταν αξιωματούχος της και γιος του κόμητος Νικολάου. Τον πολέμησε σκληρά, επί μακρά έτη, και εντέλει τον συνέτριψε ο Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο επικαλούμενος Βουλγαροκτόνος.
Αργότερα τους Βλάχους μνημονεύει η ΄Αννα η Κομνηνή (1083-1148), στο τεράστιο βιβλίο της Αλεξιάς, αφιερωμένο στον πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, όπου διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν, αλλά αποστάτησαν.
΄Εχουν γίνει τόσο ισχυροί εκείνη την εποχή, ώστε η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία, η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα, οπότε την πήραν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι, βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Διατηρώντας ανέκαθεν, λόγω του πολεμικού χαρακτήρα τους, ευρεία αυτονομία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας, επαναστατούσαν συχνά όταν η αυτοκρατορική εξουσία γινόταν πολύ συγκεντρωτική ή τους επέβαλλε φόρους βαρύτερους από τους συμφωνημένους. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Αρμένιος Ιωάννης Κεκαυμένος, ικανότατος στρατηγός, που έφερε το αξίωμα του Κατακαλών. Τον συνέτριψαν, όμως, στη Θεσσαλία, τον 11ο αιώνα, και αυτός έβγαλε όλο το άχτι του εναντίον τους στο Στρατηγικόν του, όπου τους χαρακτηρίζει άπιστον και πονηρόν γένος, αναφέροντας ότι ήσαν βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη. Δεν αναφέρει, όμως, πότε και ποιος το μαρτύρησε. Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι χρονικογράφοι. Ενωρίτερα, ωστόσο, ο Βουλγαροκτόνος, με χρυσόβουλλό του, τους είχε υπαγάγει στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών, Νέας Ιουστινιάνης και πάσης Βουλγαρίας, που αυτός ίδρυσε όταν διέλυσε το εφήμερο βασίλειο του Σαμουήλ. Αλλά είναι έγκυρη πηγή ο ηττημένος και ταπεινωμένος στρατηγός; Ο μελετητής του, ο Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, υπογράμμισε το 1936:7
Το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών από τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον.
Εκατό χρόνια αργότερα, το 1159, ο ραββίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει πιο δυναμωμένους αλλά εξίσου άπιστους, δηλαδή ανυπότακτους, τους Βλάχους, μέχρι έξω από τη Λαμία –τότε Ζητούνι–, που επισκέπτεται, και περιγράφει:8
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει.

Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Ξεφεύγει από το κεφάλαιο ενός βιβλίου. ΄Αλλωστε, ο συγγραφέας του παρόντος έχει αφιερώσει σ’ αυτούς ογκώδη τόμο9. Η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, οι εκδοχές και οι θεωρίες αναρίθμητες.
Τη μοναδικότητα και αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει ευλαβικά και αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία και ο λαός τούς ξεχώριζε:

Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής
κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει.

Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά, καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο W. Miller γράφει:10
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο και δέχθηκαν από τον νικηφόρο Κωνσταντίνο έναν διοικητή με έδρα του το Φανάρι (στα Φάρσαλα).
΄Ησαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν ωστόσο οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν και η Πόλη έπεσε, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη και την παραγωγή στα εύφορα νέα τιμάριά του, ο νικητής σουλτάνος τούς παρεχώρησε ευθύς αμέσως το εξαιρετικό προνόμιο να φέρουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να υπάγονται απ’ ευθείας στην εκάστοτε Βαληντέ Σουλτάνα, στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους. Οι αητοφωλιές τους στα ψηλά βουνά, όπου αποσύρθηκαν, κηρύχθηκαν άβατες. Εκστρατεύοντας να αλώσει τη Βιέννη, ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566), θέλει να έχει τα νώτα του ασφαλή και τις γραμμές των επικοινωνιών του ελεύθερες. ΄Ετσι, αναθέτει στους Βλάχους την αποστολή που ανέκαθεν εκτελούσαν στην Αυτοκρατορία: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια, ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στην Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον ΄Ολυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου, Πατρατζικίου σε Βελούχι-Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Η προσωνυμία αρματολός είναι λατινόφωνη βλάχικη: armatul, ο οπλισμένος. Από κει πέρασε στην ελληνική γλώσσα η λέξη άρματα, δηλαδή όπλα, που είναι αμιγώς λατινική.

Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται, στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο ΄Ολυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας, στα Τέμπη, με έδρα τη Ραψάνη, οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι στα Γρεβενά, ο Γιάννης Πρίφτη –στα βλάχικα ο γιος του παπά– στον Ασπροπόταμο, ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που υπερασπίσθηκαν το Μεσολόγγι, στα ΄Αγραφα, οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γερο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ρόγκος, και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά11 ο βλαχόφωνος ιστορικός του Αγώνος, Νικόλαος Κασομούλης.
Βλάχος ήταν ο μέγας οραματιστής εθναπόστολος, Ρήγας ο Βελεστινλής.
Αυτοί σηκώθηκαν πρώτοι όταν σήμανε Εθνεγερσία. Αυτοί, από τη Μακεδονία, έτρεξαν στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, στις ηγεμονίες, όπου τη Μονή του Σέκου υπερασπίσθηκαν άχρι θανάτου οι Βλάχοι στρατηγοί του Πρίγκηπος, εθνομάρτυρες Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο και Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι.
Με αυτά τα δεδομένα, οι Βλάχοι εγκατέστησαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας που, μετά τον 16ο αιώνα, θα λειτουργήσει μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη. Στα κοπάδια τους παρήγαγαν την πρώτη ύλη (γάλα, μαλλί και δέρματα) που οι άοκνες γυναίκες τους την επεξεργάζονταν επί τόπου διασφαλίζοντας την προστιθεμένη αξία (τυροκομικά, υφαντά, σκουτιά, κάπες, ρούχα και μαλακά δέρματα). Στα κοπάδια τους παρήγαν, επίσης, χιλιάδες γερά άλογα και μουλάρια, που αρχικά αποτελούσαν τα μεταγωγικά του αυτοκρατορικού στρατεύματος, από τον 6ο κιόλας αιώνα, όπως αναφέρει ανωτέρω ο Θεοφάνης. Αυτοί σχημάτισαν τα επιβλητικά καραβάνια, που επί μακρούς αιώνες διέσχιζαν όλα τα Βαλκάνια ενώνοντας εμπορικά την Ανατολή με τη Δύση. Αυτοί, τέλος, φύλαγαν τις βασιλικές οδούς και τα περάσματα.
Ακολουθούσαν κυρίως την αρχαία Εγνατία Οδό μέχρι το Δυρράχιο. Υπό τους Οθωμανούς, την παρήλλαξαν βορειότερα ώστε να καταλήγει στην αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Στον κόμβο της παραλλαγής αυτής ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη. Με βλαχόφωνο πληθυσμό 40.000 έως 60.000 ψυχών, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και παραγωγικά κέντρα των Βαλκανίων. Καλλιέργησε τα ελληνικά γράμματα, ίδρυσε τη Νέα Ακαδημία και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά το Πατριαρχείο. Διατηρούσε, επίσης, ιδιόκτητο εμπορικό στόλο στην Αδριατική. Την κατέστρεψαν Τουρκαλβανοί ληστές την ίδια χρονική στιγμή που ο Ναπολέων κατέλυε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Εντωμεταξύ, προσαρμοζόμενοι στις νέες διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων, είχαν οδηγήσει έναν βορειότερο κλάδο της Εγνατίας στον περίφημο Ζέμονα, στο Ζεϊμούν της Σερβίας και Σεμλίνο της ελληνικής παράδοσης, μέσω του οποίου έκαναν εμπόριο οι Αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων. Εκεί, τέλη του 18ου αιώνα, ίδρυσαν κοινότητα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Κοινότης των Ρωμαίων Μακεδονοβλάχων. Χρηματοδότης είναι ο βαρώνος Γεώργιος φον Σπίρτας, από την Κλεισούρα. ΄Ηλεγχαν όλη τη μεθοριακή περιοχή, γνωστή ως Πόλεις του Σρεμ, όπου καταγράφονται οικογένειες από τις βλαχόφωνες εστίες της Μακεδονίας:12
Από την απογραφή των πόλεων του Σρεμ είναι γνωστό ότι, γύρω στο 1770, ζούσαν εκεί 29 οικογένειες από τη Μοσχόπολη, 20 από την Κατράνιτσα, 11 από το Μπλάτσι, 5 από τη Βέροια, 1 από την Καστοριά και 1 από τη Νάουσα.
Αφού είχαν ανθήσει στη Βενετία, κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρώνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος. Εκεί οι Σιατιστείς αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα και τύπωσαν μυστικά όλα τα έργα του δικού τους Ρήγα.

Στην Πέστη, οι ΄Ελληνες δεν ανέχονται πια να εκκλησιάζονται στη σερβική εκκλησία και ζητούν άδεια να κτίσουν δική τους. Ιδού τι συμβαίνει:13
Υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες εξ ων τα 2/3 Μακεδονόβλαχοι. Οι 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες, 40.000 χρυσά φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου.
Ο μεγαλοπρεπής ελληνικός ναός της Πέστης εγκαινιάζεται το 1770 και αφιερώνεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Την ίδια εποχή, οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι, στη σερβική πόλη Στάμπατς, συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή. Ευημερούν στο Βελιγράδι και το βοηθούν.
Κέντρο όλων των ενεργειών, της πολιτικής ισχύος και του πλούτου τους παραμένει η Βιέννη, όπου μαικήνας της κλασικής μουσικής της και δημιουργός της νέας αυτοκρατορικής πόλης αναδεικνύεται ο βαρώνος Νικόλαος Δούμπας, γιος του τραπεζίτη βαρώνου Στέργιου Δούμπα από το Μπλάτσι. Ο τραπεζίτης βαρώνος Σίμων Σίνας, από τη Μοσχόπολη, ελέγχει την ποταμοπλοΐα του Δουνάβεως, τους σιδηροδρόμους της Ουγγαρίας και απέραντα κτήματα εκτεινόμενα σε τρία κράτη, ενώ πρώτη φορά ενώνει με μεγαλειώδη γέφυρα τη Βούδα με την Πέστη. Θα είναι οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες.

Ο εκπαιδευτικός Θ. Νάτσινας την επισκέπτεται το 1933, οπότε βρίσκει άθικτο ακόμη, μα αδειανό, το καραβάν σαράι των Βλάχων μεγαλεμπόρων και το περιγράφει:14
Αι τέσσαρες πλευραί της μεγάλης αυλής κλείονται από τας 23 αποθήκας, εις τας οποίας αποθήκευον εμπορεύματα οι μεγάλοι Μακεδονικοί οίκοι Δούμπα, Σκούρτη, Δούκα, Τόρνα, Σπίρτα, Ντίρα, Γόρα, Κάπρα, Μανούση, Χρηστομάνου, Ανδράση, Τοσίτσα, Τσότα, Οικονόμου, Χερτούρα, Δήμητσα, και πολλοί άλλοι.
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακμάζει ο ελληνισμός, και μεταξύ των επιφανεστέρων Ελλήνων προέχουν οι βλαχόφωνοι από το 1805, οπότε αυτόνομος χεδίβης (αντιβασιλεύς) της Αιγύπτου αναγνωρίζεται από την Πύλη ο Μωχάμετ ΄Αλη που εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους Βλάχους. ΄Ετσι, ανεβάζει Πατριάρχη Αλεξανδρείας τον Ιερόθεο από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου. Αναθέτει τη διαχείριση των απεράντων κτημάτων του και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου στον Μετσοβίτη Μιχαήλ Τοσίτσα, που, μαζί με τον ανεψιό του Νικόλαο Στουρνάρα, δημιουργούν πελώριο εμπορικό οίκο στη Μεσόγειο με έδρα το Λιβόρνο. Οι Μετσοβίτες αδελφοί Αυγέρης και Γεώργιος Αβέρωφ ελέγχουν το ολιγοπωλιακό εισαγωγικό εμπόριο σίτου από τη Ρωσία και ο Μίχας εφένδης Τσίρλης από το Νυμφαίον ασκεί την προνομιακή συγκομιδή και εμπορεία βάμβακος. ΄Ολοι τους αναδεικνύονται Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες. Κοντά τους προσέρχονται και ακμάζουν οι ανόστρι –οι δικοί μας– συγγενείς, συγχωριανοί κι άλλοι ομόγλωσσοι λατινόφωνοι.

Παράλληλα, στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετσόβου, η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα κ.ά., σε καθεμιά από τις οποίες ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο, με εμπορεία στη Σαρδηνία και τη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών, όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό, οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος, στα ελληνικά, και στα γερμανικά Σβάρτς. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στους Καλαρρύτες (πατρίδα των Μπούλγκαρι) και στη Νέβεσκα (Νυμφαίον), αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη και στα ΄Ανω Σουδενά, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα, ο αγωνιστής του 1821, Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο του Ασπροποτάμου συνάντησε «θεόρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου». Ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα.
Αφηγείται:15  Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μία ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης.
Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ’χασα περνώντας από το παζάρι, που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά, και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία.
Το 1893 ή 1894, τα βλαχοχώρια επισκέπτεται και περιγράφει λεπτομερώς ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, Gustav Weigand, με πρόδηλο σκοπό να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι» Ρουμάνοι. Όμως, ομολογεί:16
΄Οποιος έχει δει τα φτωχικά βουλγαρικά χωριά με τα μικρά βρώμικα καλύβια από πλιθιά ή τα επίσης φτωχικά ελληνικά χωριουδάκια στην ΄Ηπειρο, τόσο πιο γοητευμένος μένει όταν βλέπει τα αρωμουνικά χωριά. Όχι μόνον επειδή, χωρίς εξαίρεση, βρίσκονται σε πανέμορφη θέση, αλλά πιο πολύ επειδή έχουν επιβλητικά σπίτια, επιπλωμένα ωραία.
Η Νέβεσκα έχει 500 σπίτια, όλα από πελεκητή πέτρα, σκεπασμένα με χονδρές πλάκες από σχιστόλιθο και σχεδόν όλα διώροφα. Αυτή η εντύπωση γίνεται ακόμη εντονότερη όταν μπαίνει κανείς μέσα στα σπίτια. Βρίσκει κανείς τον καλόν οντά επιπλωμένον κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο σε έναν αρκετά μεγάλον αριθμό πλουσίων οικογενειών, που εδώ δεν είναι καθόλου λίγες. Σχεδόν όλα έχουν χαλιά διαλεγμένα με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση για την ομορφιά τους, ενώ στους τοίχους βρίσκονται πολυθρόνες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι χρωματιστοί, τα ταβάνια ασπρισμένα και οι σανίδες γυαλίζουν από το σφουγγάρισμα. Κυριαρχεί μια καθαριότητα που δεν βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερη.
Όταν ο Ληκ έγραφε πως οι μεγαλύτερες, ομορφότερες και καθαρότερες ελληνικές πόλεις είναι οι βλάχικες, προφανώς εννοούσε χωριά σαν το Συρράκο, τους Καλαρρύτες, το Μέτσοβο ή το Βλαχολείβαδο… Αν ήξερε το Κρούσοβο, τη Νέβεσκα και τα άλλα χωριά στον Βορρά, δεν θα μιλούσε μόνο με έκπληξη αλλά με θαυμασμό.
Το 1911 παρατηρούν οι Άγγλοι Allan Wace - M.Thomson:17
Στα καλύτερα σπίτια, τόσο στην Κλεισούρα όσο και στη Νέβεσκα, μπορεί να ιδεί κανείς μια περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Το επάνω μέρος των τοίχων διακοσμείται από ένα διάζωμα με θεούς και θεές της αρχαίας Ελλάδος.
Ο Κρητικός Μακεδονομάχος Γιάννης Καραβίτης τούς έζησε μέσα στη φωτιά του Αγώνα επί τέσσερα χρόνια και γράφει στα Απομνημονεύματά του:18
Οι βλαχόφωνοι είναι η πιο πολιτισμένη και η πιο έξυπνη ράτσα. ΄Εχουν κτισμένα τα χωριά τους εις υψηλά και στρατηγικά σημεία όπως το Πισοδέρι, η Νέβεσκα και η Κλεισούρα.
Οι Βλάχοι δεν περιορίζονται μόνο στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, ούτε στη Διασπορά, αλλά εκτείνονται και στον Μοριά, ενώ πολλοί έχουν καταφύγει στα Ιόνια Νησιά, όπως η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξαδέλφου του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο. Το 1832, οπότε η παρουσία τους στον Μοριά ήταν ακόμη ζωντανή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ο Κων. Κούμας καταθέτει:19
Διεσκορπισμένοι εις διάφορα χωρία, ως επί το πλείστον ορεινά, από της Μακεδονίας έως της Πελοποννήσου, είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες και Θεσσαλοί όντες και ΄Ελληνες το γένος.
Τους συναντά στο παζάρι του ΄Αργους, στον Μοριά, να μιλούν βλάχικα ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Cousinery και μαρτυρεί:20
Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνον στη Μακεδονία αλλά ακόμη και στην περιοχή του ΄Αργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς γιατί τους γνώρισα καλά και τους άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διεβεβαίωσαν ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά, ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Βλάχους της Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά.
Αναφέρεται, επίσης, ότι το 1854 ξέσπασε στη Μεσσηνία Βλαχοεπανάσταση. Δεκάδες τοπωνύμια του Μοριά εξ άλλου αναφέρονται στους Βλάχους: Βλάχοι, Βλαχοράφτη και Βλαχοφτέρη στη Γορτυνία, Βλαχόπουλο στην Πυλία, Βλαχοχώρι στη Λακωνία, Βλαχέικα στην Τροιζηνία, Βλαχοκερασιά στη Μαντινεία, Βλαχέικα στη Πάτρα και Βλαχιώτης στην Επίδαυρο21.
Κυριαρχούν, επίσης, στη Βόνιτσα και στην περιοχή της, όπου τους συναντά κατά την Εθνεγερσία ΄Αγγλος περιηγητής που καταθέτει:22
Αν και η Βόνιτστα ήταν το αρχηγείο, δεν υπήρχε εκεί κανένα άλλο στρατιωτικό σώμα εκτός από αυτό του καπετάνιου Τζιώγκα, αρχηγού των Βλάχων, έναν πληθυσμό που συνέβαλε στην Επανάσταση με έως και δέκα χιλιάδες άντρες σε διάφορες περιόδους. Ο Τζιώγκας είχε μαζέψει διαμιάς μέχρι και δυό χιλιάδες.

Η συμβολή των Βλάχων στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική και ήδη έχουν μνημονευθεί οι σημαντικότεροι πολέμαρχοι. Καθοριστική σε πολιτικό επίπεδο υπήρξε και η συμμετοχή του ιατρού Ιωάννη Κωλέττη, από το Συρράκο. Ηγήθηκε του Εμφυλίου Πολέμου εισβάλλοντας στον Μοριά, διετέλεσε ο πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός της αναγεννημένης Ελλάδος και προ πάντων είναι αυτός που διακήρυξε τη Μεγάλη Ιδέα.
Ανάλογη υπήρξε ενωρίτερα η συμβολή τους στην παιδεία και στην εθνική αφύπνιση του Γένους. Επιτροχάδην αναφέρονται ενδεικτικά οι Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι:
Ιωάννης Κωτούνιος (Βέροια 1572 - Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδωνεύς. Ίδρυσε στην Πάδοβα το Κωτουνιανόν Κολλέγιον, όπου δίδαξε ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη.
Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) από τα ΄Ανω Σουδενά. Διηύθυνε την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου ΄Ορους, δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία, διηύθυνε την βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. Κατέλιπε σπουδαία έργα.
Αθανάσιος Καβαλλιώτης και Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Δίδαξαν στη Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως τον 18ο αιώνα. Κατέλιπαν σπουδαία έργα και Λεξικό.
Γρηγόριος Ζαλύκης ή Ζαλύκογλου από τη Θεσσαλονίκη. Ίδρυσε προεπαναστατικά στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον.
Στο Αγιολόγιον του Σωφρονίου Ευστρατιάδου μνημονεύονται έξη Βλάχοι ΄Αγιοι και Νεομάρτυρες.
Η ώρα των βλαχοφώνων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε στην ελληνική παιδεία αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Δωρίζουν:
  •     Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
  •     Ο βαρώνος Σίμων Σίνας την Ακαδημία Αθηνών.
  •     Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία.
  •     Ο Απόστολος Αρσάκης τα Αρσάκεια Σχολεία.
  •     Ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία.
  •     Οι αδελφοί Λάμπρου τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ενώ παράλληλα ιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.3    Ο βαρώνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος τη βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
  •     Ο Γεώργιος Αβέρωφ τη Σχολή των Ευελπίδων και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Ταυτόχρονα χρυσώνουν την Αθήνα ως εξής:
  •     Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Γεώργιος Αβέρωφ.
  •     Ζάππειο, ο Ευαγγέλης Ζάππας.
  •     Μητροπολιτικό Ναό και Εθνικό Αστεροσκοπείο, ο Σίμων Σίνας, που δωρίζει και στην Σύρο τον Μητροπολιτικό Ναό της.
  •     Δημοτικόν Νοσοκομείον «Η Ελπίς», ο Κων. Μπέλλιος, που ταυτόχρονα ιδρύει στην Αταλάντη τον οικισμό Νέα Πέλλα, όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν το 1821 στη Νότιο Ελλάδα.
  •     Εφηβείον και μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ, ο Γεώργιος Αβέρωφ, που, έπειτα, δωρίζει στη Πατρίδα και το ένδοξο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», ενώ ιδρύει Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια.
  •     Οφθαλμιατρείο, όλοι μαζί με συνεισφορές.
  •     Το Μπάγκειον ΄Ιδρυμα, με κτήμα το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος», ο Ιωάννης Μπάγκας για να χρηματοδοτεί σχολεία και να μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες.
    Ανάλογες ευεργεσίες αφιερώνουν οι ίδιοι και άλλοι επιφανείς Βλάχοι σ’ όλον τον ελληνικό χώρο, στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και τη Διασπορά.
    Ταυτόχρονα, Βλάχοι πρωταγωνιστούν διαδοχικά στις επαναστάσεις των Θετταλο-Μακεδόνων, το 1854, και των Μακεδόνων, το 1878, στον Μακεδονικό Αγώνα και την Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί πυρπολούν όλα τα βλαχοχώρια σ’ όλα τα βουνά από το Βίτσι στον Βορρά έως τον Αμβρακικό Κόλπο στον Νότο, αφανίζοντας μια σπάνια κληρονομιά. Ελάχιστα βλαχοχώρια σώζονται, αλλά κι αυτά δεκατίζονται. Η Κλεισούρα πυρπολείται και 280 άμαχα γυναικόπαιδα εξοντώνονται. Βλάχοι είναι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στέφανος Σαράφης, και ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού ΠΕΑΕΑ καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος.
΄Ολα τα αμαυρώνουν, ωστόσο, μια χούφτα τυχοδιώκτες: Συντάσσονται με τους ηττημένους αλλά κατακτητές Ιταλούς, που ανακηρύσσουν «χαμένους αδελφούς»  –perdutti frateli– τους Βλάχους, ιδρύουν στα χαρτιά το Πριγκηπάτο της Πίνδου και συγκροτούν τη Λεγεώνα των Βλάχων. Αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο ευπατρίδης κι εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας καταθέτει την μαρτυρία του:23
Τυχοδιωκτικά στοιχεία της Λάρισας, που δεν είχαν καμμιά σχέση με τους Βλάχους, ακόμη κι ένας Πελοποννήσιος, γράφονταν στη Λεγεώνα.
Αυτούς αντιμετωπίζουν –και μετά διαλύουν– ευθύς αμέσως οι ίδιοι οι Βλάχοι.
Ο Αβέρωφ και έντεκα κορυφαίοι Βλάχοι προεστοί και επιστήμονες της Λάρισας υπογράφουν αμέσως υπόμνημα διαμαρτυρίας. Οι Ιταλοί τούς συλλαμβάνουν και οι περισσότεροί τους εγκλείονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία, έξω από τη Ρώμη. Μαζί τους, για τον ίδιο λόγο, από την Καστοριά, ο ιατρός Μιχαήλ Ι. Τσίρλης, αδελφός της γιαγιάς μου Λίνας, και ο γυμνασιάρχης Κων. Πηχεών. Ο Μιχαήλ εξοντώνεται στο γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου, οι άλλοι επιστρέφουν σκιές. Είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είχε περιθάλψει τον Παύλο Μελά.
Η Ναταλία Π. Μελά περιγράφει τη σκηνή24:
Το πρωΐ ήλθαν στο δάσος άλλοι δύο από τη Νέβεσκα να δουν τον Παύλο. Ο γιατρός ο Τσίρλης και ο αδελφός του τού έφεραν ρούχα ν’ αλλάξη, στεγνά προσόψια να σφουγγίση το πρόσωπό του, του έφεραν του πολιτισμού τη γλύκα, την αδελφοσύνη.
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του Βλάχου στρατηγού Τσολάκογλου, κατά το ΄Επος 1940-1941, είχε τοποθετηθεί κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη υπό κάποιον άσχετο υπηρεσιακό μανδύα, με αποκλειστική αποστολή να παρακολουθεί άγρυπνα και, ει δυνατόν, να αντιμετωπίζει την προπαγάνδα των Ιταλών στους βλαχόφωνους Μακεδόνες. Καταθέτει στην Ιστορία την αυθεντική μαρτυρία του:25
Προς μεγίστην τιμήν του ιδιαιτέρου, αλλά και του ελληνικού του ονόματος, το βλαχόφωνον στοιχείον εν τη μεγίστη αναλογία του εστάθη ανώτερον των περιποιήσεων και προσφορών και αψηφούν πάντα κίνδυνον και πάσαν απειλήν δι’ άλλην μίαν φοράν διεκήρυξεν απεριφράστως τους αρρήκτους δεσμούς της υπερηφάνου ταύτης διακλαδώσεως της ελληνικής φυλής προς την Μητέρα Πατρίδα.
Η αντίδρασις, προκληθείσα εκ των σπλάγχνων αυτού τούτου του βλαχικού στοιχείου, ανέτρεψεν άρδην όλους τους χαρτίνους πύργους των Ιταλών και Ρουμάνων.
Ωστόσο, στα επόμενα πενήντα χρόνια, ανταγωνιστές, γραφειοκράτες, «εθνικόφρονες» και άλλοι φθονεροί μισαλλόδοξοι Γραικύλοι, ή απλώς βλάκες, δεν έχασαν ευκαιρία να συκοφαντούν και να υπονομεύουν την περήφανη τούτη ράτσα με το «στίγμα» της ιταλικής και της ρουμανικής προπαγάνδας.


Τώρα, όμως, λάμπει ξανά η Βλαχουριά και όλοι αναζητούν ρίζες στη λατινόφωνη Ρωμιοσύνη μας για να καμαρώσουν  – δίκαια.

Συγγραφέας: Νικόλαος Μέρτζος
Πηγή: Άρδην, τεύχος 76,
http://www.ardin.gr/node/1853

Ο Νίκος Μέρτζος είναι πρόεδρος της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών
1. N. Jorga, Geschihte des rumanischen Volkes, 1905, τόμος 1, σελ. 52.
2. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, VIII, 8.
3. Ιωάννης Λυδός, Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας, έκδοση Βόννης, 1837, σελ. 397.
4. Δίωνος Κασσίου, LXXVIII,7,1, σελ. 380.
5. Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σελ. 397.
6. Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση Jοhannes Thurn, Βερολίνο, 1973, Β. 435, 11, 78, σελ. 329.

7. Αχιλλεύς Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήνα 1996, σελ. 118.
8. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σελ. 223 επ.
9. Ν.Ι. Μέρτζος, Αρμάνοι, οι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη, 2000 και 2001, εκδόσεις Ρέκος.
10. W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σελ. 475.
11. Τόμος Α΄, σελ. 3 επ.
12. Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ΄, σελ. 236.
13. Ιωακείμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, σελ. 139.
14. Θ. Νάτσινας, Οι Μακεδόνες πραγματευτάδες εις τας χώρας της Αυστρίας και Ουγγαρίας, 1934.
15. Fr. Pouqueville, Voyages en Gréce, Paris 1820, σελ. 178, 78.
16. G. Weigand, Die Aromounien, σελ. 297, 69-70, 83, 296.
17. Allan Wace - M.Thomson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων, σελ. 212 επ.
18. Ι. Καραβίτη, Ο Μακεδονικός Αγών, Αθήνα 1994, εκδόσεις Πετσίβα, τόμος Α΄, σελ. 170.
19. Κωνσταντίνου Κούμα, Ιστορίαι ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη, 1832, σελ. 521.
20. E.M. Cousinery, Voyages en Macedoine, Paris, 1839, I, σελ. 18.
21. Γιώργης ΄Εξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Αθήνα, 1994, σελ. 72.
22. U. Urquhart, Spirit of the East, London, 1830, σελ. 116.
23. Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Τρίκαλα, ΦΙΛΟΣ, 2η έκδοση, σελ. 74.
24. Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1963, β΄ έκδοση, σελ. 398.
25. Αθανασίου Ι. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.