Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Oι αρειμάνιοι Bλάχοι - Μέρτζος Νικόλαος

Αρθρα
Τρίτη, 20 Ιουλίου 2010 10:47
Σαμαρίνα Γρεβενών - Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΑΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΑΜΑΡΙΝΑ Τι είναι οι Βλάχοι και από πού προήλθαν;
Το διπλό ερώτημα τίθεται συνεχώς τα τελευταία χίλια χρόνια και λαμβάνει ποικίλες, αντιτιθέμενες μεταξύ τους, απαντήσεις.
Σύμφωνα με τις κυριότερες εκδοχές, οι Βλάχοι είναι χωριστά, κατά περίπτωση, Δάκες ή Θράκες ή Ιλλυριοί ή Κέλτες ή απόγονοι αρχαίων Ρωμαίων, ή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες κατά τόπον πληθυσμοί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πολιτική σκοπιμότητα προσέθεσε άλλες τρεις απαντήσεις, εξ ίσου διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: Οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι, όχι, είναι ΄Εθνος Βλάχων, όχι, είναι Ιταλοί!
Παρ’ ότι καθεμιά απάντηση αναιρεί όλες τις υπόλοιπες, όλες οι απαντήσεις συμφωνούν ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι, απρόοπτοι, ανυπότακτοι, εύστροφοι, και σκληροί πολεμιστές. Επίσης, οι οκτώ από τις εννέα παραπάνω απαντήσεις δεν στηρίζονται στις προηγούμενες ιστορικές πηγές ούτε εξηγούν τα ακόλουθα αυταπόδεικτα γεγονότα:
Παρόμοια με τα βλάχικα γλώσσα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα στην Ελβετία εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί.

Η Πολωνία, μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία.
Οι Γερμανοί ονόμαζαν, και όλοι οι Σλάβοι ακόμη ονομάζουν, Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς, ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή καθενός λατινόφωνου λαού, την οποία, ωστόσο, οι Σλάβοι ξεχωρίζουν και αναγνωρίζουν.
΄Ολοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική, παρά τη ρουμανική.
Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα, αλλά μόνο στην ελληνική – περισπούδαστα μάλιστα έργα της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας.
Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί ήρωες της Εθνεγερσίας, πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας.

Ο Ρουμάνος Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός ερευνητής, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε:1
Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Και τα έγραφε αυτά το 1905, όταν το νεαρό τότε κράτος της Ρουμανίας είχε αποδυθεί, με πακτωλούς χρημάτων, σε σχολές και εκκλησιές, σε ολόπλευρη προπαγάνδα για να πείσει τους –αμετάπειστους, όμως– Βλάχους της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ότι «είναι Ρουμάνοι».

Είναι φανερό ότι οι παραπάνω κατηγορηματικές αλλά αντιφατικές απαντήσεις, που αδυνατούν –ή προφανώς από σκοπού παραλείπουν– να εξηγήσουν τα προαναφερόμενα αυταπόδεικτα γεγονότα, συνθέτουν έναν πολύπλοκο λαβύρινθο. Για να εξέλθεις απ’ αυτόν στο φως της ημέρας, χρειάζεσαι τον μίτο της Αριάδνης. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον μίτο της Ιστορίας, καλώντας να καταθέσουν οι εγκυρότεροι και υπεράνω πάσης υποψίας μάρτυρες, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή –μάρτυρες που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμιά σκοπιμότητα ούτε κατέχονταν από προσωπική εμπάθεια ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία.

Πρώτος τέτοιος αδιαμφιβήτητος μάρτυρας είναι ο ιστορικός Πλούταρχος. Μελέτησε, συνέκρινε και έγραψε τη ζωή και το έργο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ανδρών στο βιβλίο του Βίοι παράλληλοι. Επί πλέον, έζησε από το 50 μέχρι το 120 μ.Χ., εκατό μόλις χρόνια μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια. Είδε με τα μάτια του την πραγματική κατάσταση και πληροφορήθηκε ζωντανά την παλαιότερη, που την παρέδωσαν αυθεντικά από πατέρα σε γιο οι μόλις τρεις προηγούμενες γενεές. Καταθέτει, λοιπόν, ότι, στον καιρό του, «όλοι οι άνθρωποι στην προφορική τους λαλιά, στον λόγο τους, χρησιμοποιούσαν τη λαλιά των Ρωμαίων». Γράφει:2
Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται.
΄Ηταν φυσικό. Είχε επικρατήσει, εδώ κι έναν αιώνα, ακλόνητη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και όσοι τουλάχιστον υπήκοοί της συναλλάσσονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία ή την υπηρετούσαν ή απλώς ήσαν αναγκασμένοι να καταλαβαίνουν τις εντολές της, τους νόμους της, τις δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις, βρέθηκαν αναγκασμένοι να κατανοούν και προφορικά να μιλούν τη λατινική γλώσσα.
Αυτό βεβαιώνει, τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας και ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του μεγάλου αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος, καίτοι λατινόφωνος ο ίδιος, πρώτος καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα στη διοίκηση και τη νομοθεσία με τις περίφημες Νεαρές του – τα νέα, δηλαδή, αυτοκρατορικά διατάγματα. Επί εξακόσια τουλάχιστον χρόνια, έως τότε, σε όλες τις κρατικές υποθέσεις και υπηρεσίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των υπηκόων της, αποκλειστική γλώσσα ήταν η λατινική.
Μαρτυρεί 3, λοιπόν, ο Ιωάννης Λυδός:
…τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης διά το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας.
Δηλαδή: «Όλα όσα επράττοντο στη Βαλκανική διεφύλαξαν εξ ανάγκης τον αρχαίο νόμο να ομιλούν λατινικά οι κάτοικοί της, αν και οι περισσότεροι ήσαν ΄Ελληνες και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι».

Εντωμεταξύ, πολύ νερό είχε τρέξει κάτω από τις γέφυρες της Ιστορίας. ΄Ηδη σχεδόν από τον καιρό του Πλουτάρχου, η Αυτοκρατορία άρχισε να συγκροτεί επί τόπου, στον ελληνικό χώρο, τις τρομερές λεγεώνες της, στρατεύοντας διά βίου τους επιχωρίους ΄Ελληνες, ιδιαίτερα τους πολεμικούς ορεσιβίους. Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.), που γεννήθηκε 43 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου, αναφέρει στα Ρωμαϊκά του4 ότι ο αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, που εβασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η, 6η, και 7η.
Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαρειά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια, ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 150.000 περίπου ενόπλων και επί πλέον αμάχων συγγενών τους, λατινοφώνησαν, φυσικά.
Αμέσως μετά τη συγκρότηση των παραπάνω λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες, ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας, το 212 μ.Χ., απένειμε σε όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, ανυψώνοντάς τους στην έως τότε απρόσιτη τάξη της έννομης ισοτιμίας και ισοπολιτείας. ΄Ετσι, από τότε, τα επόμενα 1.200 χρόνια, όλοι οι Έλληνες, ως ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής και, έπειτα, Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επονομάσθηκαν μόνοι τους Ρωμαίοι και ήσαν υπερήφανοι γι’ αυτό. Πολύ περισσότερο οι Βλάχοι, που ήσαν πάντα επίλεκτοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι ακριβώς, εμείς οι Βλάχοι επονομάζουμε τον εαυτόν μας: Αρμάνι, δηλαδή Ρωμάνοι – προφέροντας βραχύτατα και κωφά τα δύο τελικά φωνήεντα, όπως οι Πορτογάλοι! Ρωμανία, εξ άλλου, ονομαζόταν συνεχώς κατά τους τελευταίους αιώνες της η πατρώα μας Αυτοκρατορία. Αρειμάνιος, στην ελληνική, σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής.
Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην εξουσία. Ουδέποτε, επί δύο χιλιετίες, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Ουδέποτε οι ονομαζόμενοι από όλους τους τρίτους Βλάχοι αυτο-ονομάσθηκαν Βλάχοι. Αναγκάσθηκαν να τη χρησιμοποιούν κατά συνθήκην για να συνεννοούνται με όλους τους άλλους τρίτους, αλλά ποτέ μεταξύ τους.

΄Ετσι, γεννήθηκε η προφορική λαϊκή λατινική λαλιά, που αργότερα ονομάσθηκε βλάχικη. Σ’ αυτήν τη λαλιά τους, που ουδέποτε έγραψαν και άρα δεν καλλιέργησαν ποτέ, οι Βλάχοι κράτησαν μέχρι σήμερα, έστω, φθαρμένους από στόμα σε στόμα, αυθεντικούς πρωτογενείς πυρήνες της επίσημης λατινικής. Γι’ αυτό, σήμερα, κατανοούν πλήρως τις βασικές λέξεις-κλειδιά που διατηρούνται παρόμοιες σε όλες τις λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες. Παντού είναι παρόμοιες οι λέξεις-κώδικες όπως π.χ. κεφάλι, αφτιά, μαλλιά, μύτη, δόντι, μέτωπο, χέρι, νύχια, άνθρωπος, γυναίκα, αγόρι, κορίτσι, παλληκάρι, νερό, θάλασσα, σελήνη, ήλιος, άστρα, σπίτι, καπνός, φωτιά, νύχτα, μέρα, όλες οι μέρες της εβδομάδας και οι αριθμοί, αγαπημένη, κατσίκι, ελάφι, αρκούδα, λύκος, γουρούνι, όρνιθα, γάλα, αλάτι, τυρί κ.λπ. κ.λπ.

Στον καιρό του Ιουστινιανού, τα αυτόχθονα αυτοκρατορικά στρατεύματα λατινοφωνούσαν. Ο ιστορικός της εποχής Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη, το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης:5
Ο δε ακολουθών εταίρος εφώνει τη πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα» και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί, ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν «τόρνα, τόρνα» μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες.
Δηλαδή:  Κι ο σύντροφος που ακολουθούσε πίσω φώναζε στην πατρώα φωνή «γέρνει, αδερφέ, γέρνει» (το σαμάρι), αλλά ο ημιονηγός δεν άκουσε τη φωνή, την άκουσαν όμως τα πλήθη των στρατιωτών και, νομίζοντας πως έπεσαν σε ενέδρα των εχθρών, ετράπησαν σε φυγή κράζοντας με δυνατές φωνές «γύρνα, γύρνα».
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην προφορική λατινική λαλιά η λέξη «τόρνα» σημαίνει «γέρνει»-«γυρίζει», το σαμάρι στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος, και, ταυτόχρονα, «γύρνα πίσω» στο δεύτερο πρόσωπο της προστακτικής. Οι στρατιώτες νόμισαν, λοιπόν, ότι άκουγαν διαταγή να επιστρέψουν για να μη παγιδευθούν.

Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού –και περίπου του Θεοφάνη– ιστορικός Προκόπιος, περιγράφοντας κατ’ εντολήν του αυτοκράτορος τα αυτοκρατορικά φρούρια και κτίσματα στο έργο του Περί κτισμάτων, καταγράφει, το 553-555, βλάχικα τοπωνύμια με ελληνική γραφή. Αλλά, στα ελληνικά, αυτά το τοπωνύμια δεν σημαίνουν τίποτε επειδή είναι βλάχικα: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο, Γκεμελλομούντες Χαλινάρι του βουνού - αυχένας.
Παρά τη συνεχή μαζική παρουσία και δράση τους, οι λατινόφωνοι αυτοί πολεμιστές δεν αναφέρονται μέχρι τον 10ο αιώνα με το όνομα Βλάχοι. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως κατήλθαν από τον Δούναβη μετά τον 10ο αιώνα, οπότε αναφέρονται εφ’ εξής με το όνομα Βλάχοι; Η απάντηση είναι απλή: Οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και, όπως αναφέρθηκε, μνημονεύονται. Αλλά όχι με τέτοιο όνομα, γιατί, απλούστατα, το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε. Αυτό ήλθε, όχι οι Βλάχοι!

Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά Volcae, δηλαδή Λαούς –της Λατινικής– όλους τους λατινόφωνους, ιδιαίτερα τους πλησιέστερούς τους Κέλτες, και μετά τους είπαν Welsch. Aπ’ αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί, που ήσαν Κέλτες. Οι Σλάβοι, διερχόμενοι από τα γερμανικά εδάφη, βρήκαν αυτό το γερμανικό όνομα και, παρεφθαρμένο σε Wlaschi, ονόμασαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους της Ευρώπης. Αυτό το όνομα έφεραν στα Βαλκάνια της Αυτοκρατορίας όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά ως φόρου υποτελείς Σκλαβηνοί του αυτοκράτορος, και έτσι ονόμασαν τους αυτόχθονες λατινόφωνους που βρήκαν. Οι Ρωμαίοι μας άρχισαν να ονομάζουν πολύ αργότερα κι αυτοί Βλάχους τους λατινόφωνους πολεμιστές τους και τις οικογένειές τους, από τα τέλη πλέον του 10ου αιώνα, όταν πια είχε επικρατήσει η ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν από το πουθενά Βλάχοι – είχε εμφανισθεί το όνομα, δάνειο από τους Σλάβους.
Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία ως πολεμιστές της και οροφύλακές της. Αυτοί, επειδή ήσαν επίλεκτα στρατεύματα και ορεσίβιοι, εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’ αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αιώνα, και τη σημειώνει ο Κεδρηνός, που μνημονεύει τα εξής:6
΄Αρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ… Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τα λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών.
Οι Βλάχοι Οδίται φύλαγαν το στενό πέρασμα στα Κορέστεια, που ελέγχει μέχρι και σήμερα τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Φλώρινα, τις Πρέσπες, την Κορυτσά και την Καστοριά. Εκεί σκότωσαν τον έναν από τους αδελφούς του τσάρου των Βουλγάρων, Σαμουήλ, που επαναστάτησε κατά της Αυτοκρατορίας, ενώ ήταν αξιωματούχος της και γιος του κόμητος Νικολάου. Τον πολέμησε σκληρά, επί μακρά έτη, και εντέλει τον συνέτριψε ο Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο επικαλούμενος Βουλγαροκτόνος.
Αργότερα τους Βλάχους μνημονεύει η ΄Αννα η Κομνηνή (1083-1148), στο τεράστιο βιβλίο της Αλεξιάς, αφιερωμένο στον πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, όπου διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν, αλλά αποστάτησαν.
΄Εχουν γίνει τόσο ισχυροί εκείνη την εποχή, ώστε η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία, η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα, οπότε την πήραν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι, βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Διατηρώντας ανέκαθεν, λόγω του πολεμικού χαρακτήρα τους, ευρεία αυτονομία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας, επαναστατούσαν συχνά όταν η αυτοκρατορική εξουσία γινόταν πολύ συγκεντρωτική ή τους επέβαλλε φόρους βαρύτερους από τους συμφωνημένους. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Αρμένιος Ιωάννης Κεκαυμένος, ικανότατος στρατηγός, που έφερε το αξίωμα του Κατακαλών. Τον συνέτριψαν, όμως, στη Θεσσαλία, τον 11ο αιώνα, και αυτός έβγαλε όλο το άχτι του εναντίον τους στο Στρατηγικόν του, όπου τους χαρακτηρίζει άπιστον και πονηρόν γένος, αναφέροντας ότι ήσαν βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη. Δεν αναφέρει, όμως, πότε και ποιος το μαρτύρησε. Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι χρονικογράφοι. Ενωρίτερα, ωστόσο, ο Βουλγαροκτόνος, με χρυσόβουλλό του, τους είχε υπαγάγει στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών, Νέας Ιουστινιάνης και πάσης Βουλγαρίας, που αυτός ίδρυσε όταν διέλυσε το εφήμερο βασίλειο του Σαμουήλ. Αλλά είναι έγκυρη πηγή ο ηττημένος και ταπεινωμένος στρατηγός; Ο μελετητής του, ο Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, υπογράμμισε το 1936:7
Το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών από τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον.
Εκατό χρόνια αργότερα, το 1159, ο ραββίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει πιο δυναμωμένους αλλά εξίσου άπιστους, δηλαδή ανυπότακτους, τους Βλάχους, μέχρι έξω από τη Λαμία –τότε Ζητούνι–, που επισκέπτεται, και περιγράφει:8
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει.

Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Ξεφεύγει από το κεφάλαιο ενός βιβλίου. ΄Αλλωστε, ο συγγραφέας του παρόντος έχει αφιερώσει σ’ αυτούς ογκώδη τόμο9. Η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, οι εκδοχές και οι θεωρίες αναρίθμητες.
Τη μοναδικότητα και αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει ευλαβικά και αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία και ο λαός τούς ξεχώριζε:

Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής
κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει.

Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά, καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο W. Miller γράφει:10
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο και δέχθηκαν από τον νικηφόρο Κωνσταντίνο έναν διοικητή με έδρα του το Φανάρι (στα Φάρσαλα).
΄Ησαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν ωστόσο οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν και η Πόλη έπεσε, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη και την παραγωγή στα εύφορα νέα τιμάριά του, ο νικητής σουλτάνος τούς παρεχώρησε ευθύς αμέσως το εξαιρετικό προνόμιο να φέρουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να υπάγονται απ’ ευθείας στην εκάστοτε Βαληντέ Σουλτάνα, στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους. Οι αητοφωλιές τους στα ψηλά βουνά, όπου αποσύρθηκαν, κηρύχθηκαν άβατες. Εκστρατεύοντας να αλώσει τη Βιέννη, ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566), θέλει να έχει τα νώτα του ασφαλή και τις γραμμές των επικοινωνιών του ελεύθερες. ΄Ετσι, αναθέτει στους Βλάχους την αποστολή που ανέκαθεν εκτελούσαν στην Αυτοκρατορία: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια, ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στην Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον ΄Ολυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου, Πατρατζικίου σε Βελούχι-Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Η προσωνυμία αρματολός είναι λατινόφωνη βλάχικη: armatul, ο οπλισμένος. Από κει πέρασε στην ελληνική γλώσσα η λέξη άρματα, δηλαδή όπλα, που είναι αμιγώς λατινική.

Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται, στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο ΄Ολυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας, στα Τέμπη, με έδρα τη Ραψάνη, οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι στα Γρεβενά, ο Γιάννης Πρίφτη –στα βλάχικα ο γιος του παπά– στον Ασπροπόταμο, ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που υπερασπίσθηκαν το Μεσολόγγι, στα ΄Αγραφα, οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γερο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ρόγκος, και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά11 ο βλαχόφωνος ιστορικός του Αγώνος, Νικόλαος Κασομούλης.
Βλάχος ήταν ο μέγας οραματιστής εθναπόστολος, Ρήγας ο Βελεστινλής.
Αυτοί σηκώθηκαν πρώτοι όταν σήμανε Εθνεγερσία. Αυτοί, από τη Μακεδονία, έτρεξαν στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, στις ηγεμονίες, όπου τη Μονή του Σέκου υπερασπίσθηκαν άχρι θανάτου οι Βλάχοι στρατηγοί του Πρίγκηπος, εθνομάρτυρες Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο και Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι.
Με αυτά τα δεδομένα, οι Βλάχοι εγκατέστησαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας που, μετά τον 16ο αιώνα, θα λειτουργήσει μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη. Στα κοπάδια τους παρήγαγαν την πρώτη ύλη (γάλα, μαλλί και δέρματα) που οι άοκνες γυναίκες τους την επεξεργάζονταν επί τόπου διασφαλίζοντας την προστιθεμένη αξία (τυροκομικά, υφαντά, σκουτιά, κάπες, ρούχα και μαλακά δέρματα). Στα κοπάδια τους παρήγαν, επίσης, χιλιάδες γερά άλογα και μουλάρια, που αρχικά αποτελούσαν τα μεταγωγικά του αυτοκρατορικού στρατεύματος, από τον 6ο κιόλας αιώνα, όπως αναφέρει ανωτέρω ο Θεοφάνης. Αυτοί σχημάτισαν τα επιβλητικά καραβάνια, που επί μακρούς αιώνες διέσχιζαν όλα τα Βαλκάνια ενώνοντας εμπορικά την Ανατολή με τη Δύση. Αυτοί, τέλος, φύλαγαν τις βασιλικές οδούς και τα περάσματα.
Ακολουθούσαν κυρίως την αρχαία Εγνατία Οδό μέχρι το Δυρράχιο. Υπό τους Οθωμανούς, την παρήλλαξαν βορειότερα ώστε να καταλήγει στην αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Στον κόμβο της παραλλαγής αυτής ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη. Με βλαχόφωνο πληθυσμό 40.000 έως 60.000 ψυχών, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και παραγωγικά κέντρα των Βαλκανίων. Καλλιέργησε τα ελληνικά γράμματα, ίδρυσε τη Νέα Ακαδημία και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά το Πατριαρχείο. Διατηρούσε, επίσης, ιδιόκτητο εμπορικό στόλο στην Αδριατική. Την κατέστρεψαν Τουρκαλβανοί ληστές την ίδια χρονική στιγμή που ο Ναπολέων κατέλυε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Εντωμεταξύ, προσαρμοζόμενοι στις νέες διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων, είχαν οδηγήσει έναν βορειότερο κλάδο της Εγνατίας στον περίφημο Ζέμονα, στο Ζεϊμούν της Σερβίας και Σεμλίνο της ελληνικής παράδοσης, μέσω του οποίου έκαναν εμπόριο οι Αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων. Εκεί, τέλη του 18ου αιώνα, ίδρυσαν κοινότητα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Κοινότης των Ρωμαίων Μακεδονοβλάχων. Χρηματοδότης είναι ο βαρώνος Γεώργιος φον Σπίρτας, από την Κλεισούρα. ΄Ηλεγχαν όλη τη μεθοριακή περιοχή, γνωστή ως Πόλεις του Σρεμ, όπου καταγράφονται οικογένειες από τις βλαχόφωνες εστίες της Μακεδονίας:12
Από την απογραφή των πόλεων του Σρεμ είναι γνωστό ότι, γύρω στο 1770, ζούσαν εκεί 29 οικογένειες από τη Μοσχόπολη, 20 από την Κατράνιτσα, 11 από το Μπλάτσι, 5 από τη Βέροια, 1 από την Καστοριά και 1 από τη Νάουσα.
Αφού είχαν ανθήσει στη Βενετία, κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρώνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος. Εκεί οι Σιατιστείς αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα και τύπωσαν μυστικά όλα τα έργα του δικού τους Ρήγα.

Στην Πέστη, οι ΄Ελληνες δεν ανέχονται πια να εκκλησιάζονται στη σερβική εκκλησία και ζητούν άδεια να κτίσουν δική τους. Ιδού τι συμβαίνει:13
Υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες εξ ων τα 2/3 Μακεδονόβλαχοι. Οι 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες, 40.000 χρυσά φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου.
Ο μεγαλοπρεπής ελληνικός ναός της Πέστης εγκαινιάζεται το 1770 και αφιερώνεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Την ίδια εποχή, οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι, στη σερβική πόλη Στάμπατς, συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή. Ευημερούν στο Βελιγράδι και το βοηθούν.
Κέντρο όλων των ενεργειών, της πολιτικής ισχύος και του πλούτου τους παραμένει η Βιέννη, όπου μαικήνας της κλασικής μουσικής της και δημιουργός της νέας αυτοκρατορικής πόλης αναδεικνύεται ο βαρώνος Νικόλαος Δούμπας, γιος του τραπεζίτη βαρώνου Στέργιου Δούμπα από το Μπλάτσι. Ο τραπεζίτης βαρώνος Σίμων Σίνας, από τη Μοσχόπολη, ελέγχει την ποταμοπλοΐα του Δουνάβεως, τους σιδηροδρόμους της Ουγγαρίας και απέραντα κτήματα εκτεινόμενα σε τρία κράτη, ενώ πρώτη φορά ενώνει με μεγαλειώδη γέφυρα τη Βούδα με την Πέστη. Θα είναι οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες.

Ο εκπαιδευτικός Θ. Νάτσινας την επισκέπτεται το 1933, οπότε βρίσκει άθικτο ακόμη, μα αδειανό, το καραβάν σαράι των Βλάχων μεγαλεμπόρων και το περιγράφει:14
Αι τέσσαρες πλευραί της μεγάλης αυλής κλείονται από τας 23 αποθήκας, εις τας οποίας αποθήκευον εμπορεύματα οι μεγάλοι Μακεδονικοί οίκοι Δούμπα, Σκούρτη, Δούκα, Τόρνα, Σπίρτα, Ντίρα, Γόρα, Κάπρα, Μανούση, Χρηστομάνου, Ανδράση, Τοσίτσα, Τσότα, Οικονόμου, Χερτούρα, Δήμητσα, και πολλοί άλλοι.
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακμάζει ο ελληνισμός, και μεταξύ των επιφανεστέρων Ελλήνων προέχουν οι βλαχόφωνοι από το 1805, οπότε αυτόνομος χεδίβης (αντιβασιλεύς) της Αιγύπτου αναγνωρίζεται από την Πύλη ο Μωχάμετ ΄Αλη που εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους Βλάχους. ΄Ετσι, ανεβάζει Πατριάρχη Αλεξανδρείας τον Ιερόθεο από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου. Αναθέτει τη διαχείριση των απεράντων κτημάτων του και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου στον Μετσοβίτη Μιχαήλ Τοσίτσα, που, μαζί με τον ανεψιό του Νικόλαο Στουρνάρα, δημιουργούν πελώριο εμπορικό οίκο στη Μεσόγειο με έδρα το Λιβόρνο. Οι Μετσοβίτες αδελφοί Αυγέρης και Γεώργιος Αβέρωφ ελέγχουν το ολιγοπωλιακό εισαγωγικό εμπόριο σίτου από τη Ρωσία και ο Μίχας εφένδης Τσίρλης από το Νυμφαίον ασκεί την προνομιακή συγκομιδή και εμπορεία βάμβακος. ΄Ολοι τους αναδεικνύονται Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες. Κοντά τους προσέρχονται και ακμάζουν οι ανόστρι –οι δικοί μας– συγγενείς, συγχωριανοί κι άλλοι ομόγλωσσοι λατινόφωνοι.

Παράλληλα, στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετσόβου, η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα κ.ά., σε καθεμιά από τις οποίες ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο, με εμπορεία στη Σαρδηνία και τη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών, όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό, οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος, στα ελληνικά, και στα γερμανικά Σβάρτς. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στους Καλαρρύτες (πατρίδα των Μπούλγκαρι) και στη Νέβεσκα (Νυμφαίον), αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη και στα ΄Ανω Σουδενά, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα, ο αγωνιστής του 1821, Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο του Ασπροποτάμου συνάντησε «θεόρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου». Ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα.
Αφηγείται:15  Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μία ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης.
Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ’χασα περνώντας από το παζάρι, που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά, και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία.
Το 1893 ή 1894, τα βλαχοχώρια επισκέπτεται και περιγράφει λεπτομερώς ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, Gustav Weigand, με πρόδηλο σκοπό να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι» Ρουμάνοι. Όμως, ομολογεί:16
΄Οποιος έχει δει τα φτωχικά βουλγαρικά χωριά με τα μικρά βρώμικα καλύβια από πλιθιά ή τα επίσης φτωχικά ελληνικά χωριουδάκια στην ΄Ηπειρο, τόσο πιο γοητευμένος μένει όταν βλέπει τα αρωμουνικά χωριά. Όχι μόνον επειδή, χωρίς εξαίρεση, βρίσκονται σε πανέμορφη θέση, αλλά πιο πολύ επειδή έχουν επιβλητικά σπίτια, επιπλωμένα ωραία.
Η Νέβεσκα έχει 500 σπίτια, όλα από πελεκητή πέτρα, σκεπασμένα με χονδρές πλάκες από σχιστόλιθο και σχεδόν όλα διώροφα. Αυτή η εντύπωση γίνεται ακόμη εντονότερη όταν μπαίνει κανείς μέσα στα σπίτια. Βρίσκει κανείς τον καλόν οντά επιπλωμένον κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο σε έναν αρκετά μεγάλον αριθμό πλουσίων οικογενειών, που εδώ δεν είναι καθόλου λίγες. Σχεδόν όλα έχουν χαλιά διαλεγμένα με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση για την ομορφιά τους, ενώ στους τοίχους βρίσκονται πολυθρόνες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι χρωματιστοί, τα ταβάνια ασπρισμένα και οι σανίδες γυαλίζουν από το σφουγγάρισμα. Κυριαρχεί μια καθαριότητα που δεν βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερη.
Όταν ο Ληκ έγραφε πως οι μεγαλύτερες, ομορφότερες και καθαρότερες ελληνικές πόλεις είναι οι βλάχικες, προφανώς εννοούσε χωριά σαν το Συρράκο, τους Καλαρρύτες, το Μέτσοβο ή το Βλαχολείβαδο… Αν ήξερε το Κρούσοβο, τη Νέβεσκα και τα άλλα χωριά στον Βορρά, δεν θα μιλούσε μόνο με έκπληξη αλλά με θαυμασμό.
Το 1911 παρατηρούν οι Άγγλοι Allan Wace - M.Thomson:17
Στα καλύτερα σπίτια, τόσο στην Κλεισούρα όσο και στη Νέβεσκα, μπορεί να ιδεί κανείς μια περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Το επάνω μέρος των τοίχων διακοσμείται από ένα διάζωμα με θεούς και θεές της αρχαίας Ελλάδος.
Ο Κρητικός Μακεδονομάχος Γιάννης Καραβίτης τούς έζησε μέσα στη φωτιά του Αγώνα επί τέσσερα χρόνια και γράφει στα Απομνημονεύματά του:18
Οι βλαχόφωνοι είναι η πιο πολιτισμένη και η πιο έξυπνη ράτσα. ΄Εχουν κτισμένα τα χωριά τους εις υψηλά και στρατηγικά σημεία όπως το Πισοδέρι, η Νέβεσκα και η Κλεισούρα.
Οι Βλάχοι δεν περιορίζονται μόνο στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, ούτε στη Διασπορά, αλλά εκτείνονται και στον Μοριά, ενώ πολλοί έχουν καταφύγει στα Ιόνια Νησιά, όπως η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξαδέλφου του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο. Το 1832, οπότε η παρουσία τους στον Μοριά ήταν ακόμη ζωντανή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ο Κων. Κούμας καταθέτει:19
Διεσκορπισμένοι εις διάφορα χωρία, ως επί το πλείστον ορεινά, από της Μακεδονίας έως της Πελοποννήσου, είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες και Θεσσαλοί όντες και ΄Ελληνες το γένος.
Τους συναντά στο παζάρι του ΄Αργους, στον Μοριά, να μιλούν βλάχικα ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Cousinery και μαρτυρεί:20
Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνον στη Μακεδονία αλλά ακόμη και στην περιοχή του ΄Αργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς γιατί τους γνώρισα καλά και τους άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διεβεβαίωσαν ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά, ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Βλάχους της Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά.
Αναφέρεται, επίσης, ότι το 1854 ξέσπασε στη Μεσσηνία Βλαχοεπανάσταση. Δεκάδες τοπωνύμια του Μοριά εξ άλλου αναφέρονται στους Βλάχους: Βλάχοι, Βλαχοράφτη και Βλαχοφτέρη στη Γορτυνία, Βλαχόπουλο στην Πυλία, Βλαχοχώρι στη Λακωνία, Βλαχέικα στην Τροιζηνία, Βλαχοκερασιά στη Μαντινεία, Βλαχέικα στη Πάτρα και Βλαχιώτης στην Επίδαυρο21.
Κυριαρχούν, επίσης, στη Βόνιτσα και στην περιοχή της, όπου τους συναντά κατά την Εθνεγερσία ΄Αγγλος περιηγητής που καταθέτει:22
Αν και η Βόνιτστα ήταν το αρχηγείο, δεν υπήρχε εκεί κανένα άλλο στρατιωτικό σώμα εκτός από αυτό του καπετάνιου Τζιώγκα, αρχηγού των Βλάχων, έναν πληθυσμό που συνέβαλε στην Επανάσταση με έως και δέκα χιλιάδες άντρες σε διάφορες περιόδους. Ο Τζιώγκας είχε μαζέψει διαμιάς μέχρι και δυό χιλιάδες.

Η συμβολή των Βλάχων στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική και ήδη έχουν μνημονευθεί οι σημαντικότεροι πολέμαρχοι. Καθοριστική σε πολιτικό επίπεδο υπήρξε και η συμμετοχή του ιατρού Ιωάννη Κωλέττη, από το Συρράκο. Ηγήθηκε του Εμφυλίου Πολέμου εισβάλλοντας στον Μοριά, διετέλεσε ο πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός της αναγεννημένης Ελλάδος και προ πάντων είναι αυτός που διακήρυξε τη Μεγάλη Ιδέα.
Ανάλογη υπήρξε ενωρίτερα η συμβολή τους στην παιδεία και στην εθνική αφύπνιση του Γένους. Επιτροχάδην αναφέρονται ενδεικτικά οι Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι:
Ιωάννης Κωτούνιος (Βέροια 1572 - Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδωνεύς. Ίδρυσε στην Πάδοβα το Κωτουνιανόν Κολλέγιον, όπου δίδαξε ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη.
Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) από τα ΄Ανω Σουδενά. Διηύθυνε την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου ΄Ορους, δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία, διηύθυνε την βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. Κατέλιπε σπουδαία έργα.
Αθανάσιος Καβαλλιώτης και Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Δίδαξαν στη Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως τον 18ο αιώνα. Κατέλιπαν σπουδαία έργα και Λεξικό.
Γρηγόριος Ζαλύκης ή Ζαλύκογλου από τη Θεσσαλονίκη. Ίδρυσε προεπαναστατικά στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον.
Στο Αγιολόγιον του Σωφρονίου Ευστρατιάδου μνημονεύονται έξη Βλάχοι ΄Αγιοι και Νεομάρτυρες.
Η ώρα των βλαχοφώνων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε στην ελληνική παιδεία αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Δωρίζουν:
  •     Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
  •     Ο βαρώνος Σίμων Σίνας την Ακαδημία Αθηνών.
  •     Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία.
  •     Ο Απόστολος Αρσάκης τα Αρσάκεια Σχολεία.
  •     Ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία.
  •     Οι αδελφοί Λάμπρου τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ενώ παράλληλα ιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.3    Ο βαρώνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος τη βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
  •     Ο Γεώργιος Αβέρωφ τη Σχολή των Ευελπίδων και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Ταυτόχρονα χρυσώνουν την Αθήνα ως εξής:
  •     Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Γεώργιος Αβέρωφ.
  •     Ζάππειο, ο Ευαγγέλης Ζάππας.
  •     Μητροπολιτικό Ναό και Εθνικό Αστεροσκοπείο, ο Σίμων Σίνας, που δωρίζει και στην Σύρο τον Μητροπολιτικό Ναό της.
  •     Δημοτικόν Νοσοκομείον «Η Ελπίς», ο Κων. Μπέλλιος, που ταυτόχρονα ιδρύει στην Αταλάντη τον οικισμό Νέα Πέλλα, όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν το 1821 στη Νότιο Ελλάδα.
  •     Εφηβείον και μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ, ο Γεώργιος Αβέρωφ, που, έπειτα, δωρίζει στη Πατρίδα και το ένδοξο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», ενώ ιδρύει Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια.
  •     Οφθαλμιατρείο, όλοι μαζί με συνεισφορές.
  •     Το Μπάγκειον ΄Ιδρυμα, με κτήμα το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος», ο Ιωάννης Μπάγκας για να χρηματοδοτεί σχολεία και να μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες.
    Ανάλογες ευεργεσίες αφιερώνουν οι ίδιοι και άλλοι επιφανείς Βλάχοι σ’ όλον τον ελληνικό χώρο, στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και τη Διασπορά.
    Ταυτόχρονα, Βλάχοι πρωταγωνιστούν διαδοχικά στις επαναστάσεις των Θετταλο-Μακεδόνων, το 1854, και των Μακεδόνων, το 1878, στον Μακεδονικό Αγώνα και την Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί πυρπολούν όλα τα βλαχοχώρια σ’ όλα τα βουνά από το Βίτσι στον Βορρά έως τον Αμβρακικό Κόλπο στον Νότο, αφανίζοντας μια σπάνια κληρονομιά. Ελάχιστα βλαχοχώρια σώζονται, αλλά κι αυτά δεκατίζονται. Η Κλεισούρα πυρπολείται και 280 άμαχα γυναικόπαιδα εξοντώνονται. Βλάχοι είναι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στέφανος Σαράφης, και ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού ΠΕΑΕΑ καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος.
΄Ολα τα αμαυρώνουν, ωστόσο, μια χούφτα τυχοδιώκτες: Συντάσσονται με τους ηττημένους αλλά κατακτητές Ιταλούς, που ανακηρύσσουν «χαμένους αδελφούς»  –perdutti frateli– τους Βλάχους, ιδρύουν στα χαρτιά το Πριγκηπάτο της Πίνδου και συγκροτούν τη Λεγεώνα των Βλάχων. Αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο ευπατρίδης κι εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας καταθέτει την μαρτυρία του:23
Τυχοδιωκτικά στοιχεία της Λάρισας, που δεν είχαν καμμιά σχέση με τους Βλάχους, ακόμη κι ένας Πελοποννήσιος, γράφονταν στη Λεγεώνα.
Αυτούς αντιμετωπίζουν –και μετά διαλύουν– ευθύς αμέσως οι ίδιοι οι Βλάχοι.
Ο Αβέρωφ και έντεκα κορυφαίοι Βλάχοι προεστοί και επιστήμονες της Λάρισας υπογράφουν αμέσως υπόμνημα διαμαρτυρίας. Οι Ιταλοί τούς συλλαμβάνουν και οι περισσότεροί τους εγκλείονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία, έξω από τη Ρώμη. Μαζί τους, για τον ίδιο λόγο, από την Καστοριά, ο ιατρός Μιχαήλ Ι. Τσίρλης, αδελφός της γιαγιάς μου Λίνας, και ο γυμνασιάρχης Κων. Πηχεών. Ο Μιχαήλ εξοντώνεται στο γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου, οι άλλοι επιστρέφουν σκιές. Είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είχε περιθάλψει τον Παύλο Μελά.
Η Ναταλία Π. Μελά περιγράφει τη σκηνή24:
Το πρωΐ ήλθαν στο δάσος άλλοι δύο από τη Νέβεσκα να δουν τον Παύλο. Ο γιατρός ο Τσίρλης και ο αδελφός του τού έφεραν ρούχα ν’ αλλάξη, στεγνά προσόψια να σφουγγίση το πρόσωπό του, του έφεραν του πολιτισμού τη γλύκα, την αδελφοσύνη.
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του Βλάχου στρατηγού Τσολάκογλου, κατά το ΄Επος 1940-1941, είχε τοποθετηθεί κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη υπό κάποιον άσχετο υπηρεσιακό μανδύα, με αποκλειστική αποστολή να παρακολουθεί άγρυπνα και, ει δυνατόν, να αντιμετωπίζει την προπαγάνδα των Ιταλών στους βλαχόφωνους Μακεδόνες. Καταθέτει στην Ιστορία την αυθεντική μαρτυρία του:25
Προς μεγίστην τιμήν του ιδιαιτέρου, αλλά και του ελληνικού του ονόματος, το βλαχόφωνον στοιχείον εν τη μεγίστη αναλογία του εστάθη ανώτερον των περιποιήσεων και προσφορών και αψηφούν πάντα κίνδυνον και πάσαν απειλήν δι’ άλλην μίαν φοράν διεκήρυξεν απεριφράστως τους αρρήκτους δεσμούς της υπερηφάνου ταύτης διακλαδώσεως της ελληνικής φυλής προς την Μητέρα Πατρίδα.
Η αντίδρασις, προκληθείσα εκ των σπλάγχνων αυτού τούτου του βλαχικού στοιχείου, ανέτρεψεν άρδην όλους τους χαρτίνους πύργους των Ιταλών και Ρουμάνων.
Ωστόσο, στα επόμενα πενήντα χρόνια, ανταγωνιστές, γραφειοκράτες, «εθνικόφρονες» και άλλοι φθονεροί μισαλλόδοξοι Γραικύλοι, ή απλώς βλάκες, δεν έχασαν ευκαιρία να συκοφαντούν και να υπονομεύουν την περήφανη τούτη ράτσα με το «στίγμα» της ιταλικής και της ρουμανικής προπαγάνδας.


Τώρα, όμως, λάμπει ξανά η Βλαχουριά και όλοι αναζητούν ρίζες στη λατινόφωνη Ρωμιοσύνη μας για να καμαρώσουν  – δίκαια.

Συγγραφέας: Νικόλαος Μέρτζος
Πηγή: Άρδην, τεύχος 76,
http://www.ardin.gr/node/1853

Ο Νίκος Μέρτζος είναι πρόεδρος της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών
1. N. Jorga, Geschihte des rumanischen Volkes, 1905, τόμος 1, σελ. 52.
2. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, VIII, 8.
3. Ιωάννης Λυδός, Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας, έκδοση Βόννης, 1837, σελ. 397.
4. Δίωνος Κασσίου, LXXVIII,7,1, σελ. 380.
5. Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σελ. 397.
6. Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση Jοhannes Thurn, Βερολίνο, 1973, Β. 435, 11, 78, σελ. 329.

7. Αχιλλεύς Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήνα 1996, σελ. 118.
8. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σελ. 223 επ.
9. Ν.Ι. Μέρτζος, Αρμάνοι, οι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη, 2000 και 2001, εκδόσεις Ρέκος.
10. W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σελ. 475.
11. Τόμος Α΄, σελ. 3 επ.
12. Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ΄, σελ. 236.
13. Ιωακείμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, σελ. 139.
14. Θ. Νάτσινας, Οι Μακεδόνες πραγματευτάδες εις τας χώρας της Αυστρίας και Ουγγαρίας, 1934.
15. Fr. Pouqueville, Voyages en Gréce, Paris 1820, σελ. 178, 78.
16. G. Weigand, Die Aromounien, σελ. 297, 69-70, 83, 296.
17. Allan Wace - M.Thomson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων, σελ. 212 επ.
18. Ι. Καραβίτη, Ο Μακεδονικός Αγών, Αθήνα 1994, εκδόσεις Πετσίβα, τόμος Α΄, σελ. 170.
19. Κωνσταντίνου Κούμα, Ιστορίαι ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη, 1832, σελ. 521.
20. E.M. Cousinery, Voyages en Macedoine, Paris, 1839, I, σελ. 18.
21. Γιώργης ΄Εξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Αθήνα, 1994, σελ. 72.
22. U. Urquhart, Spirit of the East, London, 1830, σελ. 116.
23. Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Τρίκαλα, ΦΙΛΟΣ, 2η έκδοση, σελ. 74.
24. Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1963, β΄ έκδοση, σελ. 398.
25. Αθανασίου Ι. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

32 σχόλια:

  1. Η ομοιότητα ανάμεσα στα Αλβανικά και (ως ένα σημείο) στα Ρουμάνικα οφείλεται στο ότι μετά τους Δακικούς πολέμους και την υποταγή της Δακίας, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊανός εποίκισε τη χώρα με πολλούς Ρωμαίους και κυρίως Ιλλυριούς, και έτσι οι Δάκες εκλατινίστηκαν, ενώ δέχτηκαν και πολλά ιλλυρικά/αλβανικά στοιχεία. Οι ομοιότητα αυτή έχει κάνει ορισμένους ερευνητές να πιστεύουν ότι οι Αλβανοί κατάγονται από τη Δακία - και συγεκριμένα ότι είναι απόγονοι του δακικού φύλου των Κάρπων - και ότι τον 3ο-4ο αιώνα μετανάστευσαν στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας από τα Καρπάθια. Αλλά ποιοι το λένε αυτό; Κυρίως Ρουμάνοι (Parvan, Puscariu, Capidan) και ο αποτυχημένος Βούλγαρος γλωσσολόγος Vladimir Ivanov Georgiev (1908-1986).

    Οι Βλάχοι όμως - και όχι οι Αλβανοί - φέρονται να είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη και εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς Ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ. τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομα της από τούς ρωμαίους και αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι Δάκες. Μάλιστα όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Δακία, ο ηγεμόνας της ο Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη. Τότε οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία της Δακίας μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν Ρωμαίους και Ιλλυριούς αποίκους.

    Οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες ελληνικοί πληθυσμοί που εκλατινίστηκαν γλωσσικά ή ήρθαν από τη Δακία; Είναι εκλατινισμένοι Θράκες ή εκλατινισμένοι Ιλλυριοί; Η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονος ελληνικός πληθυσμός, οι οποίοι αφού εκλατινίστηκαν, τότε κατευθύνθηκαν προς τη Δακία και δεν προήλθαν από αυτήν. Υποστηρίζουν λοιπόν άνοδο πληθυσμού από τις ελληνικές περιοχές προς τη Δακία και όχι κάθοδο τους από αυτήν. Όμως εδώ θα ήθελα να υποβάλλω ένα ερώτημα. Από την άλλη, διάφορα ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι οι Βλάχοι δεν είναι ούτε ελληνικής αλλά ούτε καθαρής βλαχικής καταγωγής, αλλά ότι πρόκειται για θρακικά και ιλλυρικά φύλα που ζούσαν νότια του Δούναβη ποταμού, και που μετά τον εκλατινισμό τους κατευθύνθηκαν βόρεια προς τη Δακία, αλλά και νότια προς τις ελληνικές περιοχές. Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πληροφορίες για τους Βλάχους παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): «Οι Δάκες μιλούν γλώσσα παραπλησία τη Ιταλών, διεφθαρμένη τόσο πολύ…οι Ρωμαίοι ήρθαν στη χώρα τους και την κατοίκησαν». «Από τη Δακία στην Πίνδο το έθνος που κατοίκησε στη Θεσσαλία, ονομάζονται Βράκοι». «Στο όρος της Πίνδου κατοικούν Βλάχοι, ομόγλωσσοι των Δακών, έμοιαζαν με τους Δάκες που κατοικούσαν στον ποταμό Ίστρο.» (έκδοση Bonn Ι, σελ. 35; ΙΙ, σελ. 77; & VI, σελ. 319;)

      Ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): «Βλάχοι λέγονται οι άποικοι από την Ιταλία.» (Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239)

      Οι Βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον μοναχό και βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Πρεσπών και Καστοριάς. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου του 1ου οι Βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης. Πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νις-Σόφιας-Σκόπια κι από εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.

      Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς Βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «παντελώς άπιστο και διεστραμένο, που δεν υποτάσονται ούτε σε Θεό ούτε σε ορθή πίστη, ούτε σε βασιλιά ούτε σε συγγενή ή φίλο…». Ωστόσο ορισμένοι Έλληνες αλλά και ξένοι ερευνητές αμφισβητούν τη γνησιότητα αυτού του αποσπάσματος του Κεκαυμένου. Η Βουλγάρα μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας Genovefa Cankova-Petkova, παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου (155-235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά τους Κοστοβώκους και όχι στους Δάκες. Σύμφωνα όμως με τους περισσότερους επιστήμονες, οι Κοστοβώκοι προέρχονταν και αυτοί από τη Δακία. Αναφορές γι’ αυτούς κάνουν οι ιστορικοί και γεωγράφοι: Παυσανίας, Δίων Κάσσιος, Αμμιανός Μαρκελλίνος και το λεξικό Σούδα. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ασαφώς μας πληροφορεί πως το κοστοβωκικό έδαφος βρισκόταν στην προρωμαϊκή Δακία ή εντός της ευρωπαϊκής Σαρματίας, μίας περιοχής ανάμεσα στη σημερινή δυτική Ρουμανία, την ανατολική Ουγγαρία και τη βόρεια Γιουγκοσλαβία.

      Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς Βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των Βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι Κουμάνοι πέρασαν τον Δούναβη (1, 10, 9). Επίσης, η Άννα η Κομνηνή στην Αλεξιάδα (στο 14ο κεφάλαιο) γράφει περιγράφοντας τις περιοχές τους γύρω απ’ τα βουνά του Αίμου: «…σε κάθε πλευρά απ’ τις πλαγιές του κατοικούν μερικές πολύ εύπορες φυλές, οι Δάκες και οι Θράκες στη βόρεια πλευρά, και στα νότια περισσότερο οι Θράκες και οι Μακεδόνες.».

      Ο Κίνναμος γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική - την «ουνικήν» - είχε πολύ στρατό από Βλάχους: «Βλάχον πολύν όμιλον» (260).

      Διαγραφή
    2. Ας δούμε κάτι ενδιαφέρον. Λίγο μετά το 680 μ.Χ. στον Κεραμήσιο Κάμπο ή Κάμπο της Πελαγονίας (Κεραμιαί ήταν το προσλαβικό όνομα του Πρίλεπ) φτάνει ένα συνονθύλευμα λαών υπό την ηγεσία του Βούλγαρου Κούμπερ. Λένε στους βυζαντινούς ότι κατοικούσαν στο Αβαρικό Χαγανάτο γύρω από την περιοχή του Σιρμίου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πολλοί οι οποίοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων πολιτών των Βαλκανίων που 2 γενέες πριν οι Άβαροι είχαν αιχμαλωτήσει και είχαν συγκεντρώσει στην περιοχή του Σιρμίου. Αν και είχαν επιμειχθεί με τους «βαρβάρους», ισχυρίστηκαν αυτοί οι «Σερμησιάνοι», διατήρησαν τις παραδόσεις των Ρωμαίων προγόνων τους και τώρα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρική τους αυτοκρατορία.

      Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο 2ος, γράφουν τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έδωσε εντολή στους Δρουγουβίτες Σλάβους της Πελαγονίας (τους οποίους είχε υποτάξει με μια εκστρατεία λίγα χρόνια πριν) να παράσχουν τρόφιμα στους ακολούθους του Κούμπερ. Μετά από λίγο καιρό, οι Σερμησιάνοι άρχισαν να διασπείρονται εδώ και εκεί. Πολλοί πήγαν στην Θεσσαλονίκη και από εκεί άλλοι συνέχισαν για Κωνσταντινούπολη. Σε κάποια φάση, ξανασυγκεντρώθηκαν από τους Βυζαντινούς στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το δεξί χέρι του Κούμπερ ήταν ο Μαύρος. Τα Θαύματα αναφέρουν ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρίκιου και αυτού του Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων. Η σφραγίδα του έχει βρεθεί αρχαιολογικά. Τα Θαύματα επίσης γράφουν ότι σχεδίαζε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχε και ότι μιλούσε 4 γλώσσες: «την γλώσσα μας» (δηλαδή ελληνικά), την σλαβική, την βουλγαρική και την λατινική.

      Την ίδια εποχή (περίπου το 700 μ.Χ.) που τα θαύματα μιλάνε για τον πατρίκιο Μαύρο, Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων, το χρονικό του Θεοφάνη του εξομολογητή αναφέρει έναν Πατρίκιο Μαύρο Βέσσο να εκστρατεύει στην Κριμαϊκή Χερσόνησο. Οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα δέχονται ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο.

      Τώρα, το Σίρμιο βρίσκεται εκεί που ο ποταμός Drina χύνεται στον Σάβα. Άρα οι Σερμησιάνοι ζούσαν «γύρω από τους ποταμούς Σάβα και Δούναβη», όπως λέει και ο Κεκαυμένος για τους Βλάχους. Επομένως, η άποψη του Κεκαυμένου ότι οι Βλάχοι της Ελλάδος ήταν εκλατινισμένοι Δάκες και Βέσσοι που κάποτε κατοικούσαν γύρω από τους ποταμούς Σάβο και Δούναβη επιβεβαιώνεται από τις βυζαντινές πηγές (Θαύματα, Χρονικό Θεοφάνους κ.α.).

      Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, υπάρχουν τρεις «Βλαχίες» στον ελλαδικό χώρο: Η Θεσσαλία είναι η «Μεγάλη Βλαχία», η Δυτική Στερεά είναι η «Μικρά Βλαχία» - επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα δέκα «Καρπενήσια» της Ρουμανίας (χωριά με το όνομα Cărpiniș υπάρχουν στη Ρουμανία στον νομό Timiş, στον νομό Braşov, στον νομό Gorj, στον νομό Alba, στον νομό Hunedoara, Cărpeniș στον νομό Argeş, Cărpenișu στον νομό Giurgiu κ.α.) - ενώ τέλος υπάρχει και μια «Άνω Βλαχία» η οποία ήταν κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, αλλα δεν γνωρίζουμε ακριβώς που.

      Διαγραφή
    3. «Ο Κίνναμος, αιώνες νωρίτερα θεωρούσε τους Βλάχους βόρεια του Δούναβη ως Ιταλούς αποίκους και την υποθετική ετυμολογία του ονόματος ‘Βλάχος’ από τον Pomponius Flaccus τον Ρωμαίο κατακτητή της Δακίας… Ο Κεκαυμένος πίστευε ότι οι Βλάχοι είχαν έρθει νότια στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο μετά που η Δακία εγκαταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, και ότι ήταν οι απόγονοι των Γετών και των Βεσσών. Έτσι ενδεχομένως τους θεωρούσε ως εκρωμαϊσμένες φυλές παρά ως αυθεντικούς απογόνους των Ρωμαίων αποίκων… Οι Βλάχοι όπως έχουμε δει κατοικούν κυρίως στους λόφους, αλλά οι Ρωμαίοι άποικοι τοποθετούνταν οι περισσότεροι στις χαμηλώτερες πλαγιές ή στις πεδιάδες. Οι Βλάχοι, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στις πόλεις οι οποίες κάποτε ήταν ρωμαϊκές αποικίες, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνο στα νεώτερα χρόνια… Η αντίθετη αλλαγή από μία νομαδική ζωή σε μόνιμη εγκατάσταση είναι εύκολη και είναι κάτι που διαρκώς συμβαίνει. Η αύξηση του εμπορίου, όπως είδαμε στην περίπτωση των ίδιων των Βλάχων, συνέβαλε σε μία μεγάλη αύξηση στην εγκατάσταση τους σε κατοικημένα χωριά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα’ μείωση στον αριθμό των κοπαδιών και των ζώων από ασθένειες, πολέμους ή ληστείες έχει ως συνέπεια το ίδιο αποτέλεσμα, επειδή η πόλη είναι το τελευταίο καταφύγιο του νομά που έχει χάσει τα κοπάδια του. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πιθανό στους άλλους ότι οι Βλάχοι είναι κυρίως οι απόγονοι των εκρωμαϊσμένων ορεινών φυλών, παρά των ίδιων των Ρωμαίων αποίκων…» (The nomads of the Balkans, an account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, Alan John Bayard Wace)

      Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1130-1173 μ.Χ) ήταν Ισπανοεβραίος περιηγητής που ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική τον 12ο αιώνα. Στα 1160 μ.Χ ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία: «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών) αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» (The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela (1840), σελ. 48)

      Ο Θηβαίος Ευθύμιος Μαλάκης (1115–1204 μ.Χ.), Μητροπολίτης Νέων Πατρών και από τους διαπρεπέστερους κληρικούς και λόγιους του 12ου αιώνα, εκτός από δύο εγκώμια για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, έγραψε επίσης ποιήματα, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η Μονωδία του σοφωτάτου κυρού Ευθυμίου και Στίχοι γραφέντες εις το λουτρόν του Χούμνου. Έγραψε επίσης διάφορες επιστολές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τις επιστολές αυτές διασώθηκαν 36. Την ίδια λοιπόν περίοδο (σύγχρονος του Βενιαμήν Τουδέλα) αναφέρει ότι ο Στρατηγός του Θέματος Ελλάδος Αλέξιος Κοντοστέφανος εκστρατεύει εναντίον «ληστρικών βαρβάρων που κατοικούν στα κορφοβούνια της Ελλάδος και που μέχρι τότε φοροδιαφεύγαν.».

      Διαγραφή
    4. Το 1183 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας επαναστάτησαν λόγω της βαιάς φορολογίας που είχε επιβάλλει ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος και δημιούργησαν την Βουλγαρο-βλάχικη αυτοκρατορία των Ασανιδών. Ο Ιωάννης Ασάν ανακήρυξε τον εαυτό του ως ‘Αυτοκράτορα όλων των Βουλγάρων και των Βλάχων. Όταν ο Φρεντερίκο Μπαρμπαρόσα πέρασε από την περιοχή, ο Ιωάννης Ασάν αναφέρθηκε ως ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και περισσότερο των Βουλγάρων’, ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Κουμάνων’ ή ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Ελλήνων’» (Vasiliev A., History of the Byzantine Empire, p. 442, University of Wisconsin Press 1964)

      «Κατά την εποχήν εκείνη (11ος αιώνας) - γράφει ο Ν. Γεωργιάδης - άρχισε να μεταναστεύει στη Θεσσαλία και άλλη βάρβαρη φυλή, η των Βλάχων, οι οποίοι κατερχόμενη από (την χερσόνησο) του Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο και την Πίνδο όπου και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα αποκαλούνταν από τους βυζαντινούς Μεγαλοβλαχία». («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)

      Ο Νικήτας Χωνιάτης - Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός - γράφει για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο/βουνά του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841). Ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο Μεγάλη Βλαχία για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

      Το 1290, ο Λαδισλάβος ο Κουμάνος που προστάτευε τους Κουμάνους, τους Πετσενέγους και τους Ορθόδοξους πληθυσμούς, δολοφονήθηκε και ένας νέος Μαγιάρος (Ούγγρος) βασιλιάς που είχε άλλες προτιμήσεις, ανάγκασε μερικούς ηγέτες από την περιοχή ανάμεσα στο Olt και στα Καρπάθια να περάσουν τα Καρπάθια και να συμβάλλουν στον σχηματισμό της Βλαχίας. (D. CĂPRĂROIU, On the beginnings of the town of CÂMPULUNG, Historia Urbana, t. XVI, nr. 1-2/2008, pp. 37-64)

      Έγραψε ο Γάλλος Πουκεβίλ για τις επιδρομές των Βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν.» (Histoire de la regeneration de la Grece)

      Και ο Π. Αραβαντινός στο «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856) θεωρεί τους Βλάχους ως φύλο που από άλλη περιοχή μετανάστευσαν στη Δακία, όπου αργότερα αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους και από εκεί στη συνέχεια μετανάστευσαν προς την Ελλάδα. Επίσης ο Αραβαντινός λέει: «Περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδας οι Άβαροι, ομόφυλοι των Γότθων, αφού τους εκδίωξαν (τους Δακορουμάνους) από τη Μολδοβλαχία, συνέστησαν εδώ ισχυρό βασίλειο και από εκεί ορμώμενοι εισέβαλαν στη Μυσία και επεξέτειναν τις λαφυραγωγίες τους μέχρι τη Θράκη. Κατά την εποχή λοιπόν αυτή, χιλιάδες από τους Δακορουμάνους βοσκούς που ζούσαν στην Κάτω Μυσία, αφού παρέλαβαν τις οικογένειες και τα πολυπληθή τους κοπάδια, κατήλθαν προς τη Θράκη ώστε να απομακρυνθούν από αυτούς τους απηνείς νέους γείτονες και αφού διαλεξαν ως κατάλληλο μέρος για τα κοπάδια τους και ασφαλές για τους ίδιους τον Αίμο, εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές αυτού με την έγκριση της αυτοκρατορίας, απ’ όπου περιοδικά και αποσπώμενοι κατά ομάδες μετοίκησαν στα ορεινά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Νέας και Παλαιάς Ηπείρου ως και στην Ροδόπη και τα ενδότερα της Θράκης.» (Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, έκδ. 1905, σελ. 25-26)

      Διαγραφή
    5. Στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» αναφέρεται ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των Γετών και Δακών, θρακικών και τούτων εθνών... Οι θράκες, μετά των Ελλήνων και των Ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Βλέπουμε και εδώ ότι οι Ιλλυριοί ξεχωρίζονται και δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες όπως κάποιοι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούν να μας πείσουν.

      Η μόνη καθαρή αναφορά στους Βλάχους ως Έλληνες, ήταν από τον κληρικό και ιστορικό (και μαθηματικό) με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο, Γεώργιο Παχυμέρη (1242–1310). Περιγράφοντας τη μάχη στην Πελαγονία το 1259 ανάμεσα στα στρατεύματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιωάννη Παλαιολόγου ο Παχυμέρης, αναφέρεται σε Βλάχους στρατιώτες από τη Θεσσαλία οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν στάση υπέρ του Παλαιολόγου.

      Στην ελληνική προπαγάνδα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων - ιδιαίτερα των Βλάχων της Αλβανίας - και στον Έλληνα βλαχολόγο καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, έχει απαντήσει ο καθηγητής Kopi Kyçyku με το βιβλίο του ‘Arumunët e Shqipërisë në kontekst ballkanik’ (Οι Αρωμούνοι της Αλβανίας στο βαλκανικό πλαίσιο). Εκδόθηκε το 1999 ενώ το 2004 εκδόθηκε η αναθεωρημένη έκδοση.

      Διαγραφή
    6. «Η Ελλάδα κατοικείται από τρεις φυλές - τους Έλληνες, τους Αλβανούς και τους Βλάχους…Ο νομαδικός πληθυσμός στα βουνά έχει διατηρήσει τον διακριτό του χαρακτήρα και τα έθιμα, μαζί με τη λατινική γλώσσα, παρόλο που οι περισσότεροι από τους άντρες μπορούν να μιλήσουν ελληνικά. Σαν τους Αλβανούς, οι βοσκοί Βλάχοι σπάνια παντρεύονται με τους Έλληνες, περιστασιακά παίρνουν Ελληνίδες συζύγους αλλά ποτέ δεν δίνουν τις κόρες τους σε Έλληνες. Μερικοί από αυτούς είναι αγράμματοι, σπάνια πηγαίνουν στο σχολείο. Όντας στη δικιά τους ελλιπής πνευματικά κουλτούρα, αντιμετωπίζονται απαξιωτικά από τους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘Βλάχος’ ώστε να δηλώσουν όχι μόνο τον βοσκό αλλά τον αγράμματο άξεστο χωριάτη.» (Encyclopedia Britannica 1911, on the term Greece)

      Ο William του Rubruck έγραψε ότι οι Βλάχοι της Βουλγαρίας κατάγονταν από τον λαό των Ulac, οι οποίοι ζούσαν κοντά στην Μπασκίρια. Ο Ούγγρος χρονικογράφος του 13ου αιώνα Simon Kéza είπε ότι οι Βλάχοι ήταν «οι βοσκοί και οι αγρότες των Ρωμαίων»… Ο Poggio Bracciolini, Ιταλός καθηγητής, έγραψε περίπου το 1450 ότι οι πρόγονοι των Ρουμάνων ήταν οι Ρωμαίοι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη Δακία από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Την ίδια άποψη είχε και ο Aeneas Sylvius Piccolomini, ο οποίος στο έργο του ‘De Europa’ (1458) ότι οι Βλάχοι ήταν ένα ιταλικό γένος και ονομάστηκαν έτσι από τον Pomponius Flaccus, στρατιωτικό διοικητή που είχε σταλθεί εναντίον των Δακών. Τους ακόλουθους αιώνες πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες υποστήριξαν την άποψη του Piccolomini.

      Ο Saxon Johannes Lebelius από την Τρανσυλβανία το 1542 είπε ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός «οδήγησε τους Βλάχους μαζί με άλλους Ιταλογενής ανθρώπους και τους εγκατέστησε μέσα σε όλο το δακικό βασίλειο» και «αυτοί οι άνθρωποι μετά από τόσους πολλούς πολέμους από τους οποίους είχαν επιβιώσει, παρέμειναν στη Δακία, και τώρα είναι αγρότες σ’ αυτή τη γη». Ο Flavio Biondo είπε ότι «Οι Δάκες ή Βλάχοι ισχυρίζονται ότι έχουν ρωμαϊκές ρίζες». Ο Pietro Ranzano έγραψε το 1400 ότι οι Βλάχοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως απογόνους των Ιταλών (Ρωμαίων). Ο Ούγγρος Ιησουίτης Stephan Szántó έγραψε το 1574 ότι οι Βλάχοι είναι «οι απόγονοι μιας παλιάς αποικίας των Ρωμαίων στην Τρανσυλβανία» και η γλώσσα τους (ρομαντιόλα ή ρομανιόλα) θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από αυθεντικούς Ιταλούς. (Almási Gábor (2010). "Constructing the Wallach 'other' in the late Renaissance". In Trencsényi, Balázs. Whose Love of Which Country?. Central European University, Budapest. pp. 107–110.)

      Ο Άραβας χρονικογράφος Mutahhar al-Maqdisi είπε: «Λένε ότι κοντά στην τουρκική περιοχή ζουν οι Χάζαροι, οι Ρώσοι, οι Σλάβοι, οι ‘Waladj’ [Βλάχοι;], οι Αλανοί, οι Έλληνες και μερικοί άλλοι λαοί.» (A. Decei & V. Ciocîltan, “La mention des Roumains (Walah) chez Al-Maqdisi”, Romano-arabica I, Bucharest, 1974, pp. 49–54)

      Διαγραφή
    7. Στα τέλη του 9ου αιώνα, οι Ούγγροι εισέβαλαν στην Παννονία (σήμερα μοιράζεται ανάμεσα σε Ουγγαρία, Αυστρία, Κροατία, Σερβία και Βοσνία), όπου, σύμφωνα με το ‘Gesta Hungarorum’ που γράφτηκε περίπου το 1200 από έναν ανόνυμο ‘υπουργό’ του βασιλιά Bela του 3ου της Ουγγαρίας, η Παννονία κατοικούνταν από Σλάβους, Βούλγαρους και Βλάχους βοσκούς των Ρωμαίων. Στο πρωτότυπο: «sclauij, Bulgarij et Blachij, ac pastores romanorum». Ανάμεσα στον 12ο και 14ο αιώνα, βρέθηκαν υπό την εξουσία του Βασίλειου της Ουγγαρίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Χρυσής Ορδής.

      Ο βλάχικης καταγωγής ιστορικός και συγγραφέας Thomas John Winnifrith, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Warwick της Μεγάλης Βρετανίας από το 1970 έως 1999, είπε: «Οι εκρωμαϊσμένοι Ιλλυριοί, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων.» (Badlands, Borderland: A History of Southern Albania/Northern Epirus by T.J. Winnifrith, ISBN 0-7156-3201-9, 2003, p. 44)

      Ο James Cowles Prichard θεωρεί ότι οι Αλβανοί ή Σκιπετάριδες και οι Βλάχοι, είναι απόγονοι Θρακών και Ιλλυριών. (James Cowles Prichard, Researches Into the Physical History of Mankind, (Sherwood, Gilbert, and Piper, 1841), section 5 (History of the European nations))

      Ο Arnold Joseph Toynbee στο βιβλίο του ‘The Greeks and Their Heritages’ (Οι Ελληνες και οι κληρονομιες τους), λέει ξεκάθαρα ότι οι Βλάχοι δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Μαλιστα τους Αρβανιτες τους ονομαζει απλως Αλβανους! Συγκεκριμένα γράφει: «Το 1821 οι Έλληνες - και μαζί με αυτούς οι Αλβανοί και οι Βλάχοι ομόθρησκοι τους - εξεγέρθηκαν… Από το 1832 ίσαμε το 1912 η Ελλάδα έγινε ένα εθνικά ομοιγενές κράτος, αν θεωρήσουμε τους ανατολικο-ορθόδοξους χριστιανούς Αλβανούς και Βλάχους ως Έλληνες πολίτες, μια και οι ίδιοι αισθάνονται ότι είναι Έλληνες, παρά το ότι η μητρική τους γλώσσα δεν είναι η ελληνική.» (Arnold Toynbee, The Greeks and Their Heritages, Oxford University Press 1981)

      Στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, γράφει επί λέξει «Βλάχοι, λατινογενής λαός κλπ… οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαίους.» (Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμος Γ', σελ. 331, Ελευθερουδάκης - 1927)

      Διαγραφή
    8. Για την ιστορία να αναφέρω ότι όταν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι Ιταλοί θέλησαν να διεκδικήσουν τους Βλάχους. Οι προσπάθειες ωστόσο είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1917, όταν ανακήρυξαν τη δημιουργία βλάχικου κράτους το οποίο αποκλήθηκε Πριγκιπάτο της Πίνδου. Είχε πρόεδρο ένα ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου (Αλκιβιάδη Διαμάντη), από τη Σαμαρίνα του νομού Γρεβενών. Ο ίδιος ο Διαμαντέσκου αποκαλούσε τον εαυτό του αρχηγό και εκπρόσωπο των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής. Ο Διαμαντέσκου καταδικάστηκε από ελληνικά δικαστήρια αλλά αμνηστεύτηκε το 1926 και γύρισε στην Ελλάδα το 1930 ως αντιπρόσωπος ρουμανικών πετρελαίων. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι Βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ, δημιούργησαν το 1941 στη Λάρισα μία οργάνωση με το όνομα ‘Λεγεώνα των Βλάχων’ ή ‘Ρωμαϊκή Λεγεώνα’, καθώς πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας (Legio V Macedonica).

      Αρχηγός τού στρατού του πριγκηπάτου, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους λεγεωνάριους, ήταν κάποιος Βασίλης Ραπότικας. Αυτός ήταν παληός μακεδονομάχος, άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65. Σημαία τού κράτους αυτού ήταν η λύκαινα των αρχαίων ρωμαίων, που βύζαινε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Νικόλαος Ματούσας, ο οποίος αργότερα κατέφυγε στην Αθήνα όπου συμμετείχε στην εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ).

      Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο. Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι Ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς Βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν. (Σταύρος Παπαγιάννης, Τα παιδιά της λύκαινας. Οι επίγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), Εκδόσεις Σοκόλη, ISBN 978-960-7210-71-5, 1999, 2004)

      Από το 1918 έως το 1936 20.000 περίπου Βλάχοι - κυρίως της βόρειας Ελλάδας - μετανάστευσαν στη Ρουμανία και στη Δοβρουτσά. Μετά την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην Κωνστάντζα και από εκεί σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας. (Koukoudis Asterios, The Veroia Vlachs and the Arvanito-Vlachs of central Macedonia, Studies about the Vlachs - vol. 4, Thessaloniki: 2000, Zitros)

      Διαγραφή
    9. Ο Άγγλος αξιωματικός Wiliam Martin Leake που επισκέφτηκε το 1805 τα βλάχικα χωριά, έγραψε: «Μοιράζονται με τούς Έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες τού φορτίου μαζί.» (Journey through some provinces of Asia Minor).

      «Οι Βλάχοι», γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), «διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς». Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι Ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι (ή Μπουρτζόβλαχοι) πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ’ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.

      Διαγραφή
    10. Η λέξη ‘Βλάχος’ είναι ελληνική; Υπάρχει η θεωρία ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων στρατιωτών (ή Ελλήνων που ήταν στρατιώτες στον Ρωμαϊκό στρατό) οι οποίοι φυλούσαν τα στενά ορεινά περάσματα. Το φυλάχος/φλάχος λοιπόν κατά ορισμένους προέρχεται από το ρήμα φυλάττω/φυλάσσω και με τροπή του φ σε β έγινε Βλάχος (φύλακας, φρουρός). Μπορεί όμως η λέξη ‘Βλάχος’ να προήλθε από το μεσαιωνικό ελληνικό φυλάζω => φυλάγω: μετοχή φυλάγων => φυλάγος => φλάγος/Βλάχος. (Ιωάννης Μωραλίδης, Η ελληνικότης των Φυλάχων-Βλάχων, περιοδικό Δαυλός, τεύχος 134)

      Μία άλλη εκδοχή υποστηρίζει ο Αντώνιος Κεραμόπουλος για την ονομασία ‘Βλάχος’. Κατ’ αυτόν η λέξη Βλάχος προέρχεται από τη Σημιτοαιγυπτιακή λέξη φελάχος που σημαίνει ‘γεωργός’. Στην Αίγυπτο για πρώτη φορά υπό τους Πτολεμαίους είχαμε την περίπτωση φρουρήσεως των συνόρων και του εσωτερικού από αλλοεθνείς (Έλληνες) στρατιώτες σε συνεργασία με τους αυτόχθονες χωρικούς, οι οποίοι ονομάζονταν Φελάχοι, Βλάχοι στο στόμα των Μακεδόνων στρατιωτών με τροπή του φ σε β (οι Μακεδόνες έλεγαν Βίλιππος αντί Φίλιππος, Βάλακρος αντί Φάλακρος κ.λπ.). Όταν αργότερα περιήλθε η Αίγυπτος στους Ρωμαίους, πολλοί Αιγυπτιώτες Έλληνες, ίσως και όλοι οι εκεί στρατιώτες και αξιωματικοί, κατετάγησαν στον Ρωμαϊκό στρατό και έτσι μεταδόθηκε έτοιμο και πρόχειρο όνομα, το των Βλάχων, για τις περιπτώσεις συνεργασίας του Ρωμαϊκού στρατού και των αυτοχθόνων χωρικών. Κατά τον Κεραμόπουλο το όνομα αυτό διαδόθηκε ως λαϊκή ονομασία των εγκατεστημένων επί τόπου στρατιωτών, οι οποίοι ήταν και συγχρόνως γεωργοί των παραχωρημένων από το κράτος σε αυτούς γαιών. Βεβαίως η εκδοχή αυτή, μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει.

      Η ονομασία «Βλάχος» φέρεται να προέρχεται από το νοτιοσλαβικό ‘vlahu’ ή ‘volohu’ και αυτή με τη σειρά της από το γερμανικό ‘walchen’ ή ‘Walhaz’. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί τους ‘Ρωμαίους’ κατοίκους των Άλπεων και της βόρειας Ιταλίας οι οποίοι αργότερα μετανάστευσαν στη Δακία. Η ονομασία ‘walchen’ φέρεται αρχικά να σήμαινε αυτόν που μιλούσε σπαστά τα λατινικά - όπως για παράδειγμα το μερικώς εκλατινισμένο φύλο των Ουόλκων (στα λατινικά Volcae) - και διαδόθηκε ως ονομασία σε όλη την Ευρώπη, εξ’ ου και Walchen στα γερμανικά, Wallon (Βαλλώνοι) στο Βέλγιο, Welsh (Ουαλία) στη Μεγάλη Βρετανία, Vlah στην Πολωνία κ.α. Δεν αποκλείεται δηλαδή να αποκλήθηκαν στην Ελλάδα ως «βλάχοι» καταχρηστικά και άτομα που λατινοφώνησαν μεν γλωσσικά (όπως έχουν πει ο Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και του Πανεπιστημίου Bochum της Γερμανίας Cicerone Poghirc, ο Hammond κ.α.), χωρίς όμως να ανήκαν φυλετικά στην ομάδα/μειονότητα των Βλάχων οι οποίοι είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο και στη γλώσσα τους αυτοαποκαλούνταν Αρμάνοι, Αρωμούνοι κ.τλ.

      «Μορλάκοι» (ή Μαύροι Βλάχοι) ονομάζονταν οι Βλάχοι που ζούσαν στην Κροατία, Βοσνία κ.α. Άλλες ονομασίες των Βλάχων ήταν Τσιντσάροι, Κουτσόβλαχοι κ.α.

      Στα νεώτερα μεσαιωνικά χρόνια, σε σλαβονικά κείμενα, το όνομα ‘Земли Унгро-Влахискои’ (Zemli Ungro-Vlahiskoi) δηλαδή ‘Ουγγρο-βλάχικη Γη’ χρησιμοποιούνταν για τη Βλαχία (σήμερα νότια Ρουμανία). Το όνομα, μεταφρασμένο στα ρουμανικά ως ‘Ungrovalahia’, έμεινε σε χρήση μέχρι σήμερα έχοντας θρησκευτικό περιεχόμενο, αναφερόμενο στη Ρουμανική Ορθόδοξη Μητρόπολη της Ουγγρο-Βλαχίας. Η Ungrovalahia δηλαδή βρισκόταν στη Ρουμανία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία στη Θεσσαλία, τη Mala Vlaška στη Σερβία ή τη Vlahia moravă (Valašsko στα τσέχικα) στην Τσεχία.

      Διαγραφή
    11. Ας δούμε την επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου 1913, ημέρα της συνθήκης του Βερολίνου, προς τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο: «Η Ελλάδα συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομία στις σχολές και στις εκκλησίες των κουτσοβλάχων, που βρίσκονται στα μελλοντικά ελληνικά εδάφη και να επιτρέψει την σύσταση επισκοπής για τους κουτσοβλάχους τούτους, με την Ρουμανική Κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί υπό την επίβλεψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα τωρινά ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα.». (Βλ. Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, δεύτερη έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 66.)

      Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ιδρυτής της εθνικής ιστορικής σχολής στην Ελλάδα, έγραφε στην ιστορία του πριν προκύψει το ζήτημα των Βλάχων: «Οι κυριώτατες εντός του Ίστρου κατοικίες των Βλάχων κατά τους χρόνους αυτούς, ήταν προς βορρά μεν περί τον Αίμο, προς μεσημβρία δε περί την Πίνδο. Η επικρατεστέρα σήμερα γνώμη είναι ότι οι Βλάχοι αυτοί ήταν συγγενείς των βορείως του Ίστρου Βλάχων και ότι οι τελευταίοι προέκυψαν από την ανάμιξη των πολυάριθμων Ρωμαίων αποίκων, τους οποίους ο αυτοκράτωρας Τραϊανός ίδρυσε στην αρχή της 2ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. στη Δακία, μετά την ανάμιξη τους με τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, ανάμιξης από την οποία το κυριώτερο στοιχείο της βλαχικής γλώσσας μέχρι σήμερα είναι η λατινική. Αυτό πρέσβευαν οι δικοί μας, ο Κίνναμος και ο Χαλκοκονδύλης.». (Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίον ενδέκατον, εκδόσεις γαλαξία, Αθήνα 1971, σελ. 390–391.)

      «Το Δακικό ή αλλιώς Βλαχομολδαβικό γένος, περιλαμβάνει τους κατοίκους των δύο ηγεμονιών που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή Τουρκία, Βλαχίας και Μολδαβίας, ανάμεσα στον Δούναβη, στα Καρπάθια όρη και τον Προύτο ποταμό. Υπολογίζονται περίπου στο 1.600.000. Αυτοί λοιπόν έχοντας την καταγωγή τους από παλαιούς πληθυσμούς Δακορωμαίων και Μοισών, μιλάνε μία ρωμαϊκή παραφθαρμένη γλώσσα, αναμεμιγμένοι με πολλές σλαβικές λέξεις. Γι’ αυτό και οι κυρίως Βλάχοι, εξαιτίας της παλαιάς τους καταγωγής, αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘Ρωμούνους’ (Αρωμούνους). Σώζουν στον σωματικό τους οργανισμό προφανείς τους τύπους της προγονικής τους ρωμαλεότητας, ευστροφίας και ευσχημότητας…ασχολούνται οι περισσότεροι με την κτηνοτροφία. Οι δε Μολδαβοί που θεωρούνται ως αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας τους, μιλούν την ίδια σχεδόν γλώσσα με τους Βλάχους, φιλοπονότεροι αυτών και πιο επιτήδειοι στα οικονομικά, ασχολούνται και αυτοί ως επί το πλείστον με την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Πολλοί από αυτούς τους Ρωμαιοβλάχους βρίσκονται να ζουν στη Μακεδονία, μέσα στα όρια των κοιλάδων της οροσειράς της Πίνδου, στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο, αριθμόντες από 50 έως 60.000, ιδίως οι Μακεδονοβλάχοι ή Κουτσοβλάχοι.» («Νεώτατη Διδακτική Γεωγραφία, προς εύχερη γνώσιν όλων των μερών και κατοίκων της γης» - συγκεντρώνει στοιχεία από τις νεώτερες γεωγραφίες και στατιστικά συγγράματα των Σομμέρ, Α.Βάλβη, Ρεττέρου, Κανναβίχου, Φρ.Σχιουβέρτου και άλλων - από τον Νικόλαο Λωρέντη, Β τόμος, σελ. 374, εκδ. Γκαρπολά και Ρεφερενδάρη, Βιέννη 1838)

      Διαγραφή
    12. Οι Έλληνες επιμένουν να ομιλούν για γλωσσικό και πολιτισμικό εκλατινισμό Ελλήνων, από τους οποίους προέκυψαν οι Βλάχοι. Αυτό υποστηρίζει και ο καθηγητής Αχιλλέας Λαζάρου ο οποίος για να υποστηρίξει την θέση του, χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από τον Λυδό. Λοιπόν, ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός (490–565 μ.Χ.), καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας (De Magistratibus) γράφει: «Νόμος ἀρχαῖος ἦν, πάντα μὲν τὰ ὁπωσοῦν πραττόμενα παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν• οὗ παραβαθέντος, ὡς εἴρηται, (οὐ γὰρ ἄλλως) τὰ τῆς ἐλαττώσεως προὔβαινε• τὰ δὲ περὶ τὴν Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα τοὺς δημοσιεύοντας.»

      Ο Λυδός λέει ότι οι έπαρχοι αλλά και οι υπόλοιποι κρατούντες μιλούσαν λατινικά (τα ρήματα των Ιταλών). Μάλιστα το διευκρινίζει λέγοντας ότι οι περισσότεροι ήταν Έλληνες - ελληνόφωνοι θα έλεγα εγώ - που μιλούσαν τη φωνή των Ιταλών. Όσοι λοιπόν διακηρύσουν την ελληνικότητα των Βλάχων και θεωρούν ότι οι Βλάχοι είναι εκλατινισμένοι Έλληνες, προβάλουν το παραπάνω απόσπασμα από τον Λαυρέντιο Λυδό. Όμως ο Λυδός συνεχίζει παρακάτω και αναφέρεται στην παραμέληση της λατινικής γλώσσας και ότι παλαιός χρησμός προλέγει «τότε Ρωμαίους την τύχην απολείψειν, όταν αυτοί της πατρίου φωνής επιλάθωνται» (δηλαδή «τότε οι Ρωμαίοι θα χάσουν την τύχη τους, όταν θα χάσουν την πατρώα γλώσσα τους»). Έτσι η εγκατάλειψη των λατινικών από τους επάρχους και τις άλλες δημόσιες αρχές που στα πρώτα βυζαντινά χρόνια μιλούσαν τα λατινικά (των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή) - λόγω της σημασίας της ελληνιστικής Ανατολής μέσα στην αυτοκρατορία - επαλήθευσε τον χρησμό: «συν τη Ρωμαίων φωνή και την τύχην απέβαλεν η αρχή» (δηλαδή «Μαζί με τη γλώσσα των Ρωμαίων η εξουσία απέβαλε και την τύχη της»). (Διονυσίου Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία (324–1071), Αθήναι 1977, σελ. 143.)

      Ο εξελληνισμός επομένως της κρατικής και της διοικητικής εξουσίας (λόγω και της πλειονότητας των κατοίκων στη βαλκανική χερσόνησο και στη Μικρά Ασία που ήταν κυρίως Ελληνόφωνοι) ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΟΣ απασχολεί τον Λαυρέντιο Λυδό.

      Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτοί οι πληθυσμοί έγιναν Βλάχοι. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όσοι έμαθαν τη λατινική γλώσσα επί της ρωμαϊκής εποχής, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων. Τον γλωσσικό εκλατινισμό ορισμένων Ελλήνων αποδέχεται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου G. Bratianu, ο οποίος γράφει: «Η Μακεδονία και ένα μεγάλο μέρος των νοτίων περιοχών της χερσονήσου εκλατινίσθηκαν ή τουλάχιστον είχαν γίνει δίγλωσσα. Εδώ η λατινική ήταν ομιλουμένη και γραφομένη όσο και η ελληνική γλώσσα.» (Une enigme et un miracle historique: le people roumain, Bucarest 1942, 67)

      Ο ανθρωπολόγος Carleton Coon είπε: «Η σημερινή βλάχικη γλώσσα, ενώ βασικά λατινική, μοιράζεται με την αλβανική βασικές δομικές ιδιομορφίες, οι οποίες πρέπει να προέρχονται από τα θρακικά ή τα ιλλυρικά, και την ίδια στιγμή περιέχει ένανμεγάλο αριθμό από σλαβικές ρίζες.» (Carleton Stevens Coon, The Races of Europe, chapter-XII, section 16)

      Διαγραφή
    13. Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα που εκμεταλλεύεται η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα. Γλωσσικός εκλατινισμός έγινε για παράδειγμα σε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλίας, όπως επιβεβαιώνεται από λατινικό επιγραφικό υλικό της Πελασγιώτιδας και Περραιβίας. Ο καθηγητής αρχαιολογίας του 2ου Πανεπιστημίου Λυών Bruno Helly γράφει:

      «Από τις επιγραφές προκύπτει ότι από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα: Σαλβία, Σεκούνδα, Μαρκος, Σεβήρος. Την ίδια εποχή πολλοί φέρουν ονόματα λατινικών γενών· δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα, που νικούν σε διαγωνισμούς επιγράμματος ή σε παραδοσιακά αγωνίσματα, που απελευθερώνουν δούλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κοινού…, φαίνεται ότι σταδιακά συγκροτήθηκε όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο μια κατηγορία Θεσσαλών βαθύτερα επηρεασμένη από τη λατινική γλώσσα. Αυτή η επίδραση θα έπρεπε ίσως να συσχετισθεί με την ύπαρξη αυτοκρατορικών κτήσεων στις Φέρες και ασφαλώς και στα βορειοδυτικά, μεταξύ του Ολύμπου και της Πίνδου, στα σύνορα της επαρχίας. Εκεί ακριβώς βρέθηκαν οι περισσότερες λατινικές επιγραφές της Θεσσαλίας, οριοθετικές επιγραφές, μιλιάρια-επίσημα κείμενα βέβαια, το περιεχόμενο όμως των οποίων ήταν σημαντικό για την καθημερινή ζωή των κατοίκων.» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 6, σελ. 183)

      Τί λέει η ελληνική προπαγάνδα; Λοιπόν, η περιοχή της Θεσσαλίας αλλά και της Φθιώτιδας αποκλήθηκε «Μεγάλη Βλαχία» όπως είδαμε. Άρα λένε οι Έλληνες, οι Βλάχοι είναι απόγονοι αυτών των Θεσσαλών που είχαν λατινοφωνήσει παλαιότερα, άρα οι Βλάχοι είναι Έλληνες. Λοιπόν, ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)) Τον όρο ‘Μεγάλη Βλαχία’ για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

      Ποιοι είναι οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία όμως; Είναι αυτόχθονες; Από πού προέρχονται; Όπως εξήγησα και πριν, ο Νικήτας Χωνιάτης, Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός, είπε για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία.» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841)

      Οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία λοιπόν, είναι κυρίως εκλατινισμένοι Μυσοί, Δάκες και Ιλλυριοί, προέρχονται από τη Μυσία και τη Δακία, βορείως και νοτίως του Δούναβη.

      Διαγραφή
    14. Τί άλλο λέει το συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους; «…από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα… δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα…» κ.α. Οι Έλληνες λοιπόν της Θεσσαλίας που φέρνουν ελληνικά ονόματα, δεν κατάγονται από την Ιταλία όπως λέει το απόσπασμα. Άρα κατά τους Έλληνες εθνικιστές, οι Βλάχοι της Μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλίας) είναι αυτόχθονες. Το απόσπασμα αυτό όμως αναφέρεται στον 1ο αιώνα π.Χ., πριν την κάθοδο των Βλάχων από τις παραδουνάβιες περιοχές. Επιπλέον όπως είδαμε, ο Χωνιάτης και ο Γεώργιος Ακροπολίτης ονομάζουν την περιοχή αυτή ως ‘Μεγάλη Βλαχία’ μόλις τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι Έλληνες που πήραν λατινικά ονόματα, δε σημαίνει ότι είναι οι πρόγονοι των Βλάχων. Ο μη Ρωμαίος ελάμβανε το όνομα του Ρωμαίου πολίτη που τον ελευθέρωνε. Όταν για παράδειγμα ο Μάρκος Αυρήλιος Καρακάλλας έδωσε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα/πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας, το όνομα «Μάρκος Αυρήλιος» έγινε το πιο συχνό λατινικό όνομα στην αυτοκρατορία.

      Ας θυμηθούμε κάτι ακόμα. Γλωσσικός εκλατινισμός ατόμων ή και πληθυσμών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έγινε όπως είδαμε. Παρόλα αυτά, οι υποστηριχτές της αυτοχθονίας των Βλάχων, ξεχνάνε να πούνε ότι από την ρωμαϊκή περίοδο μέχρι σήμερα μεσολάβησε μία χιλιόχρονη (και περισσότερο) Βυζαντινή Αυτοκρατορία η οποία αν και αρχικά ήταν λατινόφωνη, στη συνέχεια έγινε Ελληνόφωνη. Εξελληνίστηκαν λοιπόν στη συνέχεια πληθυσμοί στο Βυζάντιο.

      Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του γράφει ότι ο πατέρας του Βασίλειος εκρωμάισε τα Σκλαβικά έθνη «γραικώνοντάς» τα, τιμώντας τα με το βάπτισμα και θέτοντας τα υπό αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο: «Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και δίδαξε σε αυτά την γραικική γλώσσα, τα έκανε υπήκοα αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο, τα τίμησε με το βάπτισμα, τα ελευθέρωσε από την δουλεία στους δικούς τους δυνάστες και τα εκπαίδευσε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες,τις παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο παρελθόν.» (Τακτικά, 18.95)

      Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα εξελληνισμού και όχι εκλατινισμού. Στην ‘Ιστορία’ του Μιχαήλ Ατταλειάτη διαβάζουμε: «Αφού κυρίευσαν και την ακρόπολη οι Ρωμαίοι, μεσιτεύοντας στα πράγματα ένας άνδρας ‘Ασσύριος’ μεν στο γένος, γέννημα της μεγάλης Αντιόχειας, άκρως δε εξασκημένος στην Ρωμαϊκή σοφία και παίδευση …». Τί λέει ο Ατταλειάτης λοιπόν; Μας αναφέρει για έναν άντρα Ασσύριο από την Αντιόχεια - προφανώς εννοεί συριακής καταγωγής και καταχρηστικά τον αποκαλεί Ασσύριο - ο οποίος όμως είχε εξασκηθεί στη ρωμαϊκή/βυζαντινή (δηλαδή ελληνόγλωσση) σοφία και παιδεία. Δηλαδή είχε εξελληνισθεί.

      Διαγραφή
    15. Ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική γλώσσα και η κληρονομιά των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλών και διάφορων κοινωνικών και φυλετικών προελεύσεων. Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (τη λεγόμενη ‘Βυζαντινή’) και με την επικράτηση του χριστιανισμού, απέβησαν ο στύλος του εξελληνισμού στην αυτοκρατορία. Πολλοί υψηλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, ακόμα και αυτοκράτορες, δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, όμως η απαραίτητη προϋπόθεση της ανόδου τους ήταν η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα. Επομένως την ρωμαϊκή εποχή και τον εκλατινισμό ακολούθησε μία χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία και ο εξελληνισμός. H ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7o κιόλας αιώνα να καταρρέει, λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ελληνόφωνοι, και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει.

      Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν ανανέωση της παραδόσεως του Αλεξάνδρου…Το Ανατολικό κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικό, ομιλούσε την ελληνική γλώσσα, αποτελούσε δε συνέχεια, αν και όχι εντελώς αγνή, της ελληνικής παραδόσεως…Tο κράτος αυτό ήταν ελληνικό και όχι λατινικό. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν.» (Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σ. 636-637.)

      Τα πράγματα βεβαίως δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Wells. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή ονομάστηκε από τους Ευρωπαίους πολύ αργότερα) δεν ήταν εθνικά ελληνική αλλά μόνο γλωσσικά. Πολλές φυλές και λαοί κατοικούσαν στην αυτοκρατορία, αλλά η πολιτισμική και γλωσσική αφομοίωση που υπέστησαν - μέσω της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης εκλησσίας όπως είπαμε - ήταν πολύ μεγάλη. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7ο κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους: «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι…» (Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35)

      Να σημειωθεί ότι από το 397 μ.Χ. είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα ελληνικά οι διαθήκες κ.α. (Κωνσταντίνου Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 1939, σελ. 52.)

      Διαγραφή
    16. Ο εξελληνισμός και η αφομοιωτική πορεία συνεχίστηκε για χρόνια, ακόμα και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο πληθυσμός ήταν διαχωρισμένος στα λεγόμενα μιλλέτια, με βασικό διαχωριστικό κριτήριο τη θρησκεία:

      «Το κυρίαρχο μιλλέτι μέσα στην Αυτοκρατορία ήταν αποτελούμενο από τους μουσουλμάνους. Το επόμενο στη σημασία ήταν το ορθόδοξο χριστιανικό ‘μιλλέτ-ι Ρουμ’ ή ‘ελληνικό’ μιλλέτ, όπως ήταν γνωστό. Υπήρχε επίσης ένα Αρμενικό, ένα Ιουδαϊκό, ένα Ρωμαιο-καθολικό, και ακόμα, τον 19ο αιώνα, ένα Προτεσταντικό μιλλέτι. Παρόλο που η αρχή του, το οικουμενικό πατριαρχείο, ήταν αναπόφευκτα ελληνικής προέλευσης, ο όρος ‘ελληνικό μιλλέτ’ ήταν ένα είδος ακυρολεξίας, επειδή συμπεριείχε, εκτός από τους Έλληνες, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς, Βλάχους, και σημαντικούς αραβικούς πληθυσμούς. Με την άνοδο του εθνικισμού τον 18ο και 19ο αιώνα, τα μη ελληνικά μέλη του ‘ελληνικού’ μιλλέτ άρχισαν όλο και περισσότερο να αντιδρούν στον ελληνικό ασφυκτικό κλοιό στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσω της οποίας διοικούνταν το μιλλέτ.» (Encyclopædia Britannica)

      Ας δούμε το παράδειγμα των Βλάχων του Ζαγορίου (ορεινή περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα και στις δύο πλευρές των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας).

      • Στο έργο «Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού» (Αθήνα 1860) του Χριστόφορου Περραιβού, διαβάζουμε: «Μαθαίνω δε από τον φίλο μου Κ. Ασωπίου ότι και άλλο καλό χρεωστάτε σ’ αυτόν τον άγιο άνδρα [τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό] ότι δηλαδή όχι λίγα χωριά του Ζαγορίου, με την προτροπή και τη διδασκαλία του, αφού άφησαν την βλαχική γλώσσα που μιλούσαν μέχρι τότε, άρχισαν να μιλούν την ελληνική, την οποία έχουν μέχρι σήμερα. Αυτό συνέβη γενικά στην Ήπειρο» (σελ. 289).

      • Στο έργο «Περί εποίκων Ρωμαίων εν Ελλάδι» (Βουκουρέστι 1878) του Τριαντάφυλλου Μπάρτα, διαβάζουμε: «Όπως είπαμε, ο Άγιος Κοσμάς ο οποίος δίδασκε στις κατοικούμενες από τους Ρωμαίους - Έλληνες στη φυλή - Βλάχους περιοχές της Ελλάδος, παρώτρυνε σαν πατέρας τους κατοίκους, να εγκαταλείψουν την ανώφελη γλώσσα τους, επειδή είχε παραφθαρεί και ήταν γεμάτη με ξενικές λέξεις. Έκτοτε, όλα τα χωριά - σαράντα στον αριθμό - του Ζαγορίου και αλλού, παρέλαβαν πρόθυμα την ελληνική γλώσσα, εγκαταλείποντας τελείως τη βλαχική» (σελ. 10).

      • Σχετικά με τον εξελληνισμό του Ζαγορίου, αξίζει η έρευνά του Thede Kahl «Die Zagóri-Dörfer in Nordgriechenland: Wirtschaftliche Einheit - ethnische Vielfalt» στο Ethnologia Balkanica 3, Münster / New York 1999, σελ. 103-119.

      Μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, για το τοπωνυμικό της περιοχής του Ζαγορίου, ο συγγραφέας της οποίας, επί συνόλου 3.504 μικροτοπωνυμίων που ανήκουν σε 42 χωριά (35 ελληνόφωνα και 7 βλαχόφωνα), βρήκε αμιγώς ελληνικά, περίπου μόνο τα μισά μικροτοπωνύμια (1800 ή 51,4 %). Από τα υπόλοιπα, τα 505 ή 14,4% είναι βλάχικα (αρομούνικα), τα 444 ή 12,7% σλάβικα, τα 235 ή 6,7% αλβανικά και τα 190 ή 5,4% τούρκικα. (Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991, σ. 754)

      Υπάρχει τέλος και μία άλλη μικρή ομάδα Βλάχων στην Ελλάδα, οι Βλαχομογλενίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στη βόρεια Ελλάδα (κυρίως στον νομό Πέλλας) και στην πλευρά των Σκοπίων (Γευγελή). Ο Konstantin Jirecek, λόγω και των ασιατικών χαρακτηρηστικών ορισμένων από αυτούς, θεωρούσε τους Βλαχο-Μογλενίτες (ή Μεγλενορωμάνους) ως απόγονους Βλάχων που αναμίχθηκαν με Πετσενέγους (τουρκο-μογγολικό φύλο), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο τον 1ο τον Κομνηνό, το 1091. Η περιοχή ήταν γνωστή ως Καρατζόβα στην Οθωμανική περίοδο και σήμερα λέγεται Αλμωπία. Ο Gustav Weigand, γνωστός ρωμανολόγος και βαλκανολόγος, και ο George Murnu, πίστευαν ότι οι Μεγλενο-Ρωμάνοι ήταν απόγονοι στρατιωτών της Βλαχο-Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας που βρήκαν καταφύγιο στα Μογλενά, αλλά ο Jirecek ήταν αντίθετος με αυτή την άποψη.

      Διαγραφή
    17. Σήμερα, δεν αρνούμαστε ότι οι Βλάχοι (τουλάχιστον αυτοί της Ελλάδας αλλά και πολλοί των Σκοπίων και της Αλβανίας) έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση και μάλιστα έχουν προσφέρει πολλούς ευεργέτες στο ελληνικό έθνος (Αβέρωφ, Τοσίτσας, Ζάππας, Σούτσος, Σίνας, Αρσάκης, κ.α.). Την προσήλωση των Βλάχων των Σκοπίων στον ελληνισμό για παράδειγμα επισημαίνει και ο Σκοπιανός ιστορικός Bitoski, ο οποίος αναφέρει ότι: «Αυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητροπόλεως Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία της πόλης του Μοναστηρίου ήταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα σε ελληνικά χέρια…».

      Είδαμε τι είπε ο Bitoski για τους Βλάχους των Σκοπίων. Ας δούμε κάτι εδώ σχετικά με την καταγωγή του Ιουστινιανού. Οι Έλληνες όπως είπαμε ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι είναι οι απόγονοι ελληνικών αυτόχθονων πληθυσμών που λατινοφώνησαν. Εκτός από τους Έλληνες, υπήρξαν όμως στα Βαλκάνια και άλλοι πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, διαφορετικής καταγωγής, όπως π.χ. αρκετοί Ιλλυριοί. Θα μπορούσε για παράδειγμα ένα ποσοστό των Βλάχων να είναι απόγονοι Ιλλυριών που λατινοφώνησαν. Αν λέγαμε κάτι τέτοιο, οι Έλληνες θα έλεγαν ότι κάνουμε αλβανική προπαγάνδα. Ωστόσο, οι πηγές λένε ότι θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Ρώσος ιστορικός Μ. Β. Λεφτσένκο για παράδειγμα γράφει: «Ο Ιουστινιανός ήταν ανιψιός του Ιουστίνου και καταγόταν από οικογένεια Ιλλυριών αγροτών που ζούσαν κοντά στους Σκοπούς (Σκόπια), στα σύνορα Μακεδονίας και Αλβανίας, στο τμήμα του Ιλλυρικού, όπου μιλούσαν ακόμα τη λατινική γλώσσα.» (Ιστορία του Βυζαντίου, έκδ. 1952, σελ. 61-62)

      Υπάρχει λοιπόν μία θεωρία ότι ο Ιουστινιανός και πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Δαρδανίας μιλούσαν βλάχικα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το πραγματικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν ‘Ουπράβδα’, το όνομα του πατέρα του ‘Ιστόκ’ (κατ’ άλλους ‘Σαββάτιος’) και της μητέρας του ‘Βιγλενίτζα’. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μη γνωρίζοντας βλάχικα, νόμιζε ότι τα ονόματα αυτά ήταν σλαβικά, και έτσι θεώρησε τον Ιουστινιανό σλαβικής καταγωγής. Αλλά όμως οι Σλάβοι δεν είχαν έρθει ακόμα στα Βαλκάνια. Το όνομά του και τα ονόματα των γονέων του, ετυμολογούνται από τα Βλάχικα. Το ‘Ουπράβδα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘πράβντα’ που σημαίνει ‘ισχυρός, δυνατός’. Το ‘Ιστόκ’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘ίτσκου’ (αναγραμματισμένη) που σημαίνει ‘δυνατός, ανδρείος’. Το ‘Βιγλενίτζα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘βίγλα’ που σημαίνει ‘σκοπός, φύλακας’.

      Διαγραφή
    18. Η Ελλάδα, στην προσπάθεια της να διεκδικήσει τη Βόρεια Ήπειρο, έκανε πολλές προσπάθειες ώστε να εξελληνίσει τους Βλάχους της Αλβανίας. Σε ορισμένα βιβλία στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν αναφέρονται καν οι Βλάχοι ως ξεχωριστή ομάδα/εθνότητα αλλά συνυπολογίζονται με τους Έλληνες, με αποτέλεσμα έτσι να διογνώνεται τεχνιτά ο αριθμός των Ελλήνων της Αλβανίας. Συνήθως οι Έλληνες μιλάνε για 400.000 βορειοηπειρώτες Έλληνες, αλλά σε ορισμένα βορειοηπειρωτικά έντυπα αναφέρεται και ο αριθμός των 700.000. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μόνο γέλιο σε όσους γνωρίζουν την πραγματικότητα και την ελληνική προπαγάνδα.

      Ο Αμερικανός (βλάχικης καταγωγής) καθηγητής Tom Winnifrith, ο οποίος θεωρούσε τους Βλάχους της Αλβανίας ως απόγονους εκλατινισμένων Ιλλυριών και Θρακών, υπολογίζει τον πληθυσμό τους γύρω στους 50.000 με 200.000. (Tom Winnifruth, Romanized Illyrians & Thracians, ancestors of the modern Vlachs. Badlands-Borderland, 2006)

      Στην προσπάθεια του εξελληνισμού των Βλάχων της Αλβανίας, η Ελλάδα χορηγούσε σχετικά εύκολα βίζες, άδειες εργασίας και υποτροφίες για τα παιδιά τους, την ίδια στιγμή που με δυσκολία τις έδινε στους καθεαυτό Έλληνες της μειονότητας, καθώς επίσης παλαιότερα έδινε σε πολλούς Βλάχους από ένα χρηματικό ποσό (γύρω στα 350 ευρώ). Οι σύλλογοι των Ελληνόφρονων Βλάχων, διαχειρίζονταν την παροχή των αδειών εργασίας και της βίζας, εκδίδοντας πιστοποιητικά που να αποδείκνυαν την βλάχικη καταγωγή των αιτούντων.

      Τον Οκτώβριο του 2011 έγινε απογραφή του πληθυσμού στην Αλβανία. Ο Πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά (τότε), Θεόδωρος Οικονόμου-Καμαρινός, κατά τη διάρκεια μίας εδήλωσης προέτρεψε τους Βλάχους της περιοχής να απογραφούν και να δηλώσουν Έλληνες. Είχε μάλιστα τη βοήθεια ορισμένων ελληνοφρόνων Βλάχων της περιοχής, ενταγμένων στη μειονοτική ελληνική οργάνωση ‘Ομόνοια’. Είπε ο Πρόξενος: «Στην Κορυτσά υπάρχουν Έλληνες και πρέπει να απολαμβάνουν μειονοτικών δικαιωμάτων, όπως όλοι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και της υπόλοιπης Αλβανίας». Επίσης, κάλεσε τους εκτός μειονοτικών περιοχών Βορειοηπειρώτες να δηλώσουν την ελληνική τους καταγωγή στην απογραφή πληθυσμού, λέγοντας πως οι Βλάχοι της Αλβανίας έχουν ελληνική συνείδηση! Μία μικρή μερίδα των Βλάχων της Αλβανίας ακολούθησε τις υποδείξεις του Έλληνα Προξένου και του πρόεδρου του παραρτήματος της Ομόνοιας στην Κορυτσά, Ναούμ Ντίσο.

      Ο Σύλλογος Βλάχων της Αλβανίας (Shoqata ‘Arumunët e Shqipërisë’) αντέδρασε στις δηλώσεις του Έλληνα Πρόξενου στην Κορυτσά. Ο πρόεδρος του εν λόγω συλλόγου (ιδρύθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1991, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος), Vangjel Shundi, τεκμηρίωσε με εθνογραφικά, γλωσσικά και ιστορικά στοιχεία ότι οι ερχόμενοι στην Αλβανία τη 2η χιλιετία μ.Χ. από την Ιταλία και τη Δακία Βλάχοι, είναι οι Βλάχοι ή Αρουμάνοι της Αλβανίας και δεν έχουν σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό. Σχετικά, ο Shundi αναφέρεται και στη ‘Διακήρυξη του Αλβανικού Λαού’, εκδοθείσας από τον αλβανικό σύλλογο ‘Drita’ στο Βουκουρέστι την 26η Μαϊου 1889.

      Ο πρόεδρος του Συλλόγου Βλάχων της Αλβανίας έχει πει σε ρεπορτάζ του τηλεοπτικού καναλιού ‘TV Klan’ ότι οι παλαιοί τάφοι στην Κορυτσά φέρουν επιγραφές στην αρουμάνικη γλώσσα, η οποία ομοιάζει πολύ με την αλβανική γλώσσα. Σύμφωνα με τον Shundi, ο Έλληνας Πρόξενος στις δηλώσεις του: «…Πηγαίνετε να δείτε τους τάφους των παππούδων σας σε τι γλώσσα είναι γραμμένοι και τότε σκεφτείτε για το πως πρέπει να πράξετε. Σε αυτούς του τάφους οι πατεράδες σας έχουν γραφεί με ελληνικά ονόματα και η μάχη δεν τελειώνει με την απογραφή του ελληνικού πληθυσμού. Πρέπει να μάθετε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα δικαιώματα αυτά πρέπει να εφαρμοστούν σε όλους τους τομείς του αλβανικού κράτους και ειδικά στην περιοχή που αντιπροσωπεύει την Βόρειο Ήπειρο…» (προσπαθόντας να επηρεάσει τους Βλάχους της Κορυτσάς ώστε να δήλωναν Έλληνες στην απογραφή) αναφερόταν στους καινούργιους τάφους των μεταναστών στην Ελλάδα, οι οποίοι για διάφορους λόγους έχουν μεταβάλει την ταυτότητά τους και μετά θάνατον θάβονται στην Κορυτσά.

      Διαγραφή
    19. Οι παλιές ελληνικές επιγραφές στους τάφους και σε διάφορα κτήρια της περιοχής, δεν αποδεικνύουν αυτομάτως ελληνικότητα, καθώς επί πολλά χρόνια η γλώσσα στις θρησκευτικές εκκλησιαστικές τελετές ήταν τα ελληνικά, υπό την ασφυκτική και αφομοιωτική καθοδήγηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το 1937 άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και η επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα ήταν τα Ελληνικά. Και να θυμήσω εδώ κάτι για όσους δεν το γνωρίζουν. Γιατί το 1906 ο Έλληνας επίσκοπος της Κορυτσάς απαγόρευσε στους Βλάχους να θάβουν τους νεκρούς τους στο ορθόδοξο νεκροταφείο; (Arkivi privat i familjes Balamaci)

      Ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825), υπήρξε γνωστός Βλάχος λόγιος από την Μοσχόπολη, μαθητής του Θεόδωρου Καβαλιώτη, καθηγητή και διευθυντή της Νέας Ακαδημίας Μοσχοπόλεως. Ο Δανιήλ υπήρξε ιδιαίτερα γνωστός ως λόγιος και καθηγητής της Νέας Ακαδημίας, του περίφημου εκπαιδευτικού ιδρύματος που λειτουργούσε στην Μοσχόπολη τον 18ο αιώνα. Ήταν επίσης ο πρώτος που συνέγραψε τετράγλωσσο λεξικό (ελληνικό, βουλγαρικό, βλάχικο και αλβανικό) το 1794. Το έργο αυτό αποσκοπούσε στον εξελληνισμό των μη ελληνόφωνων πληθυσμών των Βαλκανίων, όπως παραδέχεται και ο ίδιος. Στο προοίμιο του έργου χαρακτηριστικά καλεί όλους να μάθουν ρωμαϊκά/ρωμαίικα (ελληνικά) και να γίνουν Ρωμαίοι (Έλληνες):

      «Aλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
      κι’ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε,
      βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη…
      Δεν είναι πλέον δύσκολο να μάθετε Ρωμαϊκά
      και να μην βαρβαρίζετε με λέξεις πέντε δέκα…
      Ξυπνήσατε από τον βαθύν ύπνον της αμαθείας,
      Ρωμαϊκή γλώσσα μάθετε, μητέρα της Σοφίας…» (Αντώνης Κουτσουρής, «Η θέση της ελληνικής γλώσσας στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το 1990 και η ελληνική πολιτική γλωσσικής διάχυσης», 2009)

      Ας ξαναγυρίσουμε στις δηλώσεις του πρόεδρου του συλλόγου Arumunët e Shqipërisë. Όσον αφορά την εγγραφή στα δελτία απογραφής βάσει την εθνικότητας και του θρησκεύματος, για τον Vangjel Shundi το έντυπο του Ινστιτούτου Στατιστικής προσδιορίζει σαφώς την αρουμάνικη/βλάχικη καταγωγή και εκείνος τονίζει ότι η καταγωγή αυτή δεν υπάρχει λόγος να καταγραφεί ως ελληνική.

      Στις δηλώσεις του Έλληνα προξένου Θεόδωρου Οικονόμου-Καμαρινού, αντέδρασε και ο Βλάχος ιερέας της Κορυτσάς, Dhimitër Veriga: «Ο Πρόξενος μου είπε να δηλώσω Ελληνόβλαχος για να μου δόσει βίζα. Το ένοιωσα σαν περιφρόνηση, όπως είπα εγώ είμαι Αλβανόβλαχος, μου αρνήθηκαν τη βίζα.» δήλωσε ο ιερέας Dhimitër Veriga, στο τελεοπτικό κανάλι News24. Χαρακτήρισε ανεύθυνες τις δηλώσεις του Έλληνα προξένου στην Κορυτσά, ενώ τόνισε ότι οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες. «Οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες και η Κορυτσά δεν είναι ελληνική. Βλάχοι υπάρχουν και στην Ελλάδα. Εγώ που είμαι Αλβανόβλαχος, ποτέ δεν είπα σε αυτούς της Ελλάδας να δηλώσουν Αλβανοί. Αυτοί γιατί το κάνουν αυτό;» τόνισε ο ιερέας.

      Πολύ σωστά - κατά την προσωπική μου άποψη - Αλβανός πολιτικός (δεν έχει σημασία ποιος) είχε δηλώσει για την απογραφή πληθυσμού στην Αλβανία το 2011:

      «Αν στην Αλβανία δεν υπήρχαν χιλιάδες Αλβανοί πολίτες, οι οποίοι λαμβάνουν σύνταξη 300 ευρώ από την Ελλάδα και στην περίπτωση που δηλώσουν Αλβανοί θα τους τα κόψουν, αν δεν πιέζανε οι ελληνικές οργανώσεις απειλώντας τους Αλβανούς ότι αν δεν δηλώσουν Έλληνες θα ακυρώσουν τα έγγραφα των συγγενών τους που κατοικούν στην Ελλάδα, αν δεν είχαν διανεμηθεί εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσουν μια ψεύτικη δήλωση, τότε σίγουρα δεν θα ήμουν κατά της εθνικής απογραφής.».

      Διαγραφή
    20. Ας δούμε τι κατέγραψε ο τηλεοπτικός σταθμός Top Channel σε ένα ρεπορτάζ του στο χωριό Boboshticë (Μπομποστίτσα) της Κορυτσάς. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν θορυβημένοι, ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Έλληνα προξένου στην Κορυτσά, Θεόδωρου Οικονόμου.

      «Επί χρόνια, ο βλάχικος πληθυσμός, γίνεται αντικείμενο προσπάθειας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από ορισμένους κύκλους, για να δημιουργήσουν μια ψεύτικη θεωρία ότι είναι ελληνικός πληθυσμός», αναφέρει το αλβανικό κανάλι. «Ο στόχος είναι ο ίδιος, όπως με τους Αλβανούς Ορθόδοξους, από κοινού με τους Βλάχους, να δημιουργηθεί μια τεχνητή αύξηση του αριθμού της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.»

      «Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει απ' την Ελλάδα, οι περισσότεροι Βλάχοι έχουν έρθει από εκεί», είπε ο Ιλία Πέτρο (Ilia Petro), ένας απ' τους κατοίκους της Μπομποστίτσα.

      Στη Μπαμποστίτσα (Boboshticë), από ότι φαίνεται, η Ελλάδα έχει ριζώσει αρκετά με τα χρόνια και κατέλαβε μεγάλες προσπάθειες ώστε οι Βλάχοι ή οι 'Τσομπάν' - όπως αλλιώς είναι γνωστοί στην Αλβανία - να αλλάξουν την ταυτότητα τους, κάνοντας τους μια προσφορά που οι περισσότεροι τους δεν την αρνήθηκαν.

      «Ένας Έλληνας μας αποκάλεσε ομογενείς και μας έδωσε κάρτες ομογενούς.», είπε ο Θανάς Σάκα (Thanas Shaka), ένας άλλος κάτοικος, καθώς οι απαντήσεις των Βλάχων στο χωριό είναι παντού ίδιες.

      «Εγώ είμαι Έλληνας και όλοι οι Βλάχοι είναι Έλληνες. Όλοι εδώ έχουν ελληνικά διαβατήρια.», δήλωσε ο Ντίνε Μάρκου (Dine Marku), ένας άλλος κάτοικος της Μπομποστίτσας.

      Μια μικρή βόλτα στο χωριό Ντρενόβα (Drenovë), θα δούμε ότι οι Βλάχοι παίρνουν ‘βαριές’ συντάξεις από το ελληνικό κράτος, που τους επιτρέπει να μην δουλεύουν πολύ.

      Με συντάξεις γύρω στα 250-300 ευρώ που παίρνουν οι Βλάχοι απ' τους Έλληνες και αυτές των 8 χιλιάδων λεκ που δίνει το αλβανικό κράτος στους συνταξιούχους, η διαφορά είναι μεγάλη και αυτή έχει βάλει τη σφραγίδα της στην επιλογή τους.

      «Οι Βλάχοι είμαστε όλοι Έλληνες και όλοι μας έχουμε ελληνικά διαβατήρια και παίρνουμε συντάξεις απ' την Ελλάδα.», είπανε και στην Ντρενόβα.

      Διαγραφή
    21. Για πολλούς, η σύνδεση με την Ελλάδα πηγαίνει πολύ μακριά, μέχρι την ύπαρξη της λεγόμενης “Βόρειας Ηπείρου”.

      «Οι Άγιοι Σαράντα είναι χριστιανική πόλη, η Κορυτσά είναι χριστιανική πόλη και όλη η περιοχή εδώ είναι βορειοηπειρώτικη.», είπαν. Κατά ειρωνική σύμπτωση, ο αλβανικός εθνικός ύμνος γεννήθηκε ακριβώς στο χωριό αυτό, γράφηκε από τον Βλάχο Ασντρένι (Asdreni).

      Ο διακεκριμένος αυτός ποιητής και πολιτικός αρθρογράφος που οι στίχοι είναι πασίγνωστοι σε αυτήν την χώρα, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ότι 66 χρόνια μετά από τον θάνατο του θα ερχόταν μια στιγμή που οι απόγονοί του θα αισθάνονταν Έλληνες.

      Στο Φλοκ (Floq), ένα άλλο χωριό όχι πολύ μακριά από την Ντρενόβα, δεν βρίσκεται έστω και μία οικογένεια Βλάχων. Οι κάτοικοι είπαν ότι αυτοί (οι Βλάχοι κάτοικοι του χωριού) έχουν φύγει όλοι χρόνο με τον χρόνο. Παρόλα αυτά, ακόμα και σε αυτό το μουσουλμανικό πια χωριό που έχει αδειάσει από Βλάχους κατοίκους, οι Έλληνες έχουν αφήσει τα σημάδια τους.

      «Πιέστηκα να αλλάξω το όνομα μου από Φαχρί (Fahri) σε Βανγκέλ (Vangjel) όταν μετανάστευσα, εφόσων οι Έλληνες δεν με αποδέχονται με μουσουλμανικό όνομα, έτσι λοιπόν άλλαξα διαβατήριο. Έδωσα 7 χιλιάδες λεκ και το άλλαξα.», λέει ένας κάτοικος του Floq.

      Από το Floq, όπου στο παρελθόν δίδαξε και η Βλάχα τραγουδίστρια Έλι Φάρα (Eli Fara), οι κάμερες κατευθύνονται προς τη θρυλική Μοσχόπολη (Voskopojë). Στο χωριό αυτό, το ευρισκόμενο στη μέση της ιστορίας και των επιδιώξεων των Ελλήνων, των Αρωμούνων (Βλάχων) και των Αλβανών, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Μπομποστίτσα και της Ντρενόβα.

      «Είναι γεγονός ότι είμαστε Αλβανοί, έχουμε αλβανική εθνικότητα και θα παραμείνουμε Αλβανοί. Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαστε κάτι άλλο.», είπε απομακρυνόμενος απ' την κάμερα και ντροπαλός λόγω και της θέσης του ως ιερέας ορθόδοξης εκκλησίας στη Μοσχόπολη, ο Ατ Θομά (At Thoma)/Πάτερ Θωμάς, και αυτός Βλάχος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μοσχόπολη.

      «Και εγώ είμαι Βλάχος, αλλά είμαι Αλβανός. Με αυτά που γνωρίζω, η βλάχικη γλώσσα είναι λατινική. Είμαι Βλάχος, γεννήθηκα και κατοικώ στην Μοσχόπολη (Voskopojë) και εδώ θα παραμείνω.»

      Διαγραφή
    22. Από τη δεκαετία του '90 και μετά, η Ελλάδα προσπάθησε να εξελληνίσει και τον βλάχικο πληθυσμό, ιδιαίτερα στα χωριά της Κορυτσάς (Korçë), των Αγίων Σαράντα (Sarandë), του Αργυροκάστρου (Gjirokastër) και αλλού, προσφέροντας τους ως αντάλλαγμα πλουσιοπάροχες συντάξεις.

      Οι Βλάχοι σήμερα, σε μεγάλο βαθμό φαίνεται ότι έχουν ξεχάσει τους προγόνους τους, τον Μιχάλ Γκραμένο (Mihal Grameno), τον Θεμιστοκλί Γκερμένι (Themistokli Gërmenji), τον Κωνσταντίν Κριστοφορίδι (Kostandin Kristoforidhi), τον Ναούμ Βεκιλχάρτζι (Naum Veqilharxhi), τον Ασδρένι (Asdreni), τον Σπίρο Μπελλκαμένι (Spiro Ballkameni), τον Κολ Ιντρομένο (Kol Idromeno) [σημ. ο Κολ Ιντρομένο γεννήθηκε στη Σκόδρα αλλά καταγόταν από τσάμικη χριστιανική οικογένεια της Πάργας και δεν ήταν Βλάχος] και πολλούς άλλους που έγραψαν ιστορία με το όπλο και τη μελάνη τους στο όνομα της σημαίας του αλβανικού έθνους.

      Κανένας από αυτούς τους Βλάχους του Αλβανισμού δεν ήταν Έλληνας, όπως και οι Βλάχοι του σήμερα, οι οποίοι μόνο την σύνταξη τους έχουν ελληνική, αναφέρει το τηλεοπτικό κανάλι Top Channel.

      Να θυμήσω εδώ ορισμένα γεγονότα. Για παράδειγμα στις 3 Αυγούστου του 1905 μία ελληνική συμμορία, εισέβαλε στο χωριό Πλάσα (Plasë) της Κορυτσάς, έκαψαν την εκκλησία και τη βιβλιοθήκη του χωριού, και απήγαγαν δύο επιφανούς κατοίκους του χωριού που αρνήθηκαν να δηλώσουν Έλληνες. Λεηλάτησαν το χωριό Μπομποστίτσα (Boboshticë). Οι επιθέσεις ωστόσο στους Βλάχους με σκοπό να τους κάνουν να δηλώσουν Έλληνες, συνέβησαν και σε άλλες περιοχές και όχι μόνο στις αλβανικές περιοχές (τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία). Για παράδειγμα το 1904 σκότωσαν 12 Βλάχους από τη Χούμα (κοντά στη Γευγελή) επειδή δεν αισθάνονταν Έλληνες. Το 1905 επιτέθηκαν στο χωριό Αβδέλλα των Γρεβενών και έκαψαν 103 σπίτια, ενώ στο χωριό Βελόνη έγινε πραγματική σφαγή. Επιτέθηκαν στο βλάχικο χωριό Γραμματικό (στην Πέλλα) και το έκαψαν. Επιθέσεις έκαναν και σε βλάχικα χωριά στις περιοχές Μεγάροβο, Μπούκοβο και μέχρι το Μοναστήρι (Σκόπια) κ.α.

      Διαγραφή
    23. Η κοινότητα των Βλάχων της Αλβανίας, πρόσφερε στη χώρα μία σειρά πατριωτών, ηρώων, ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού. Μερικοί από αυτούς ήταν οι εξής:

      • ο Kostandin Kristoforidhi ή Kostandin Nelko (όπως ήταν και το πραγματικό του επίθετο). Γεννήθηκε το 1826 στο Ελμπασάν. Από το 1847 και μετά, σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Το 1857 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και σχεδίασε ένα Υπόμνημα για την Αλβανική Γλώσσα. Στη συνέχεια μετέβη στη Μάλτα όπου παρέμεινε μέχρι το 1960 και μετέφρασε την Καινή Διαθήκη στην γκέγκικη αρχικά και στη συνέχεια στην τόσκικη διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας. Μετέβη στην Τυνησία όπου δούλεψε ως δάσκαλος μέχρι το 1965. Εκεί ήρθε σε επαφή με μέλη της Βιβλικής Εταιρείας (στα αγγλικά ‘British and Foreign Bible Society’ ή απλώς ‘Bible Society’). Μετέφρασε και το 1866 εξέδοσε στην γκέγκικη αλβανική διάλεκτο τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων. Συνέχισε το μεταφραστικό του έργο μεταφράζοντας στη συνέχεια και στις δύο μεγάλες αλβανικές διαλέκτους τους Ψαλμούς το 1868 και 1869, τη Γένεση και την Έξοδο το 1880 (στα τόσκικα), το Δευτερονόμιο το 1882 (στα τόσκικα) κ.α. Έγραψε την ‘Γραμματική τῆς γλώσσης κατὰ τὴν τοσκικὴν διάλεκτον’ το 1882 στα ελληνικά. Το πιο σημαντικό του ωστόσο έργο για το οποίο έγινε γνωστός, ήταν το ‘Λεξικὸν τῆς ἀλβανικῆς γλώσσης’ (στα αλβανικά ‘Fjalori i Gjuhës Shqipe’) που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1904, 25 χρόνια μετά τον θάνατο του (Xhevat Lloshi (2008), Rreth Alfabetit te Shqipes, Logos, p. 9)

      • ο David Selenica ή David Selenicasi έζησε στα τέλη περίπου του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα. Θεωρείται ως μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της αλβανικής μεταβυζαντινής ζωγραφικής τέχνης. Γεννήθηκε στο χωριό Σελενίτσα (Selenicë) στην περιοχή Κολόνια (Kolonjë), σήμερα νομός Κολόνιας (rrethi i Kolonjës). Το 1715 ζωγράφισε ορισμένες τοιχογραφίες σε ένα από τα παρεκκλήσια του μοναστηριού της Μεγίστης Λάυρας, το πρώτο μοναστήρι που χτίστηκε στο Άγιο Όρος (Άθος). Από το 1722 ως 1726 μαζί με τους δύο μαθητές του Kostandin και Kristo ζωγράφισε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Μοσχόπολη (Voskopojë), όπου έχουν επιβιώσει εφτά από τις εικονογραφίες του. To 1727 ζωγράφισε τις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στην Καστοριά και την εκκλησία της Νέας Παναγίας στη Θεσσαλονίκη. Συνδίαζε στοιχεία της βυζαντινής τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων και της βενετικής τεχνοτροπίας, μαζί όμως με θέματα της καθημερινής ζωής εισήγαγε στα έργα του και εθνικά και εθνογραφικά στοιχεία. Θεωρείται ο ιδρυτής ενός κατά κάποιο τρόπο διακριτού είδους ζωγραφικής τεχνοτροπίας, που είχε ως κέντρο ανάπτυξης την Κορυτσά. Τα έργα του εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αλβανίας στα Τίρανα και στο Εθνικό Μουσείο Μεσαιωνικής Τέχνης στην Κορυτσά. (Theofan Popa (1961). Piktorët mesjetarë Shqiptarë. Ministry of Education and Culture. pp. 63–65)

      Διαγραφή
    24. • ο Naum Veqilharxhi (1797-1854). Γεννήθηκε ως Naum Bredhi στο Βιθκούκι (Vithkuq) κοντά στη Μοσχόπολη. Ο πατέρας του, Panajot Bredhi, ήταν μεταφραστής του Ali Pashë Tepelena (Αλή Πασά Τεπελενλή), πασά των Ιωαννίνων. Σε νεαρή ηλικία ο Veqilharxhi μετανάστευσε στη Ρουμανία για να σπουδάσει νομικά, όπου πήρε μέρος στον ξεσηκωμό της Βλαχείας το 1821. Χρόνια αργότερα, δούλεψε στην Brăila ως δικηγόρος, όπου απέκτησε περιουσία και ξόδεψε τα χρήματα του για τη διάδοση των ιδεών της εθνικής αλβανικής αναγέννησης. Στην Brăila έγινε μέλος ενός οργανισμού Αλβανών, οι οποίοι θεωρούσαν την καθιέρωση της αλβανικής γλώσσας και κουλτούρας ως απαραίτητη την Αλβανική Εθνική Αναγέννηση. Το 1825, δημιούργησε ένα δικό του αλφάβητο για την αλβανική γλώσσα. Η τελική μορφή αυτού του Vithkuqi αλφαβήτου με τα 36 γράμματα που δημιούργησε ο ίδιος ο Veqilharxhi, τυπώθηκε το 1844 ως τμήμα ενός αλφαβητάριου υπό τον τίτλο ‘Evëtori Shqip Fort i Shkurtër’ (Το πιο Χρήσιμο και Συνοπτικό Αλβανικό Αλφάβητο). Ο Veqilharxhi απέφυγε την χρήση του λατινικού, του ελληνικού και του αραβικού αλφαβήτου και των χαρακτήρων τους εξαιτίας της θρησκευτικής τους σύνδεσης και των θρησκευτικών υποδιαιρέσεων. Στην αρχή το Evëtor διανεμήθηκε πρώτα στην Κορυτσά και αργότερα προς τα δυτικά μέχρι το Μπεράτ και αλλού. Στις 22 Απριλιου του 1845, ο Athanas Paskali, από τους επιφανούς κατοίκους της Κορυτσάς, ζήτησε πολλά αντίγραφα από τον Veqilharxhi. Το 1845 ο Veqilharxhi έστειλε στον ανηψιό του ένα αρκετά ‘πολεμικό’ γράμμα στα ελληνικά, ο οποίος είχε αποκαλέσει τις πατριωτικές απόψεις του θείου του ως ‘χίμερα’ (με άλλα λόγια φαντασιώσεις): το γράμμα αυτό θεωρείται ως ένα από τα πρώτα γραπτά κείμενα που αντανακλούσαν τις κύριες ιδέες το κινήματος της Αλβανικής Εθνικής Αναγέννησης. (Selim Islami (1984), Historia e Shqipërisë, Academy of Sciences of Albania, p. 134-137)

      «ο Naum Veqilharxhi θεωρείται ο avant-garde και πρώτος ιδεολόγος της Εθνικής Αναγέννησης (Rilindja Kombëtare), επειδή η δουλειά του κατέληξε σε μία από τις πρώτες απόπειρες για ένα αυθεντικό αλβανικό αλφάβητο (1844 και 1845), καθώς επίσης εμπεριείχε μία εμβρυακή μορφή των ιδεών οι οποίες αργότερα αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αναγέννησης.» (Enis Sulstarova, Naum Veqilharxhi dhe lindja e kombit, Pashtriku)

      Διαγραφή
    25. • ο Aleksandër Stavre Drenova, περισσότερο γνωστός με το ψευδόνυμο Asdreni (11 Απριλίου 1872 - 1947), ήταν ένας από τους περισσότερο γνωστούς Αλβανούς ποιητές. Από τα πιο γνωστά ποιήματα του είναι ο Ύμνος της Σημαίας (Hymni i Flamurit) που έγινε αργότερα ο εθνικός ύμνος της Αλβανίας. Γεννήθηκε στο χωριό Drenovë, κοντά στην Κορυτσά. Τα πρώτα χρόνια πήγε στο ελληνικό σχολείο που υπήρχε στο χωριό του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν 13 χρόνων. Τον φθινόπορο του 1885, ο Drenova (ή Asdreni όπωςήταν το ψευδόνυμο του) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου είχαν πάει πιο πριν τα αδέρφια του. Ενόσω ήταν εκεί, ήρθε σε επαφή με άλλους Αλβανούς συγγραφείς και πατριώτες και ιδεαλιστές. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και δούλεψε σε ένα ανθρακωρυχείο. Το 1904 δημοσίευσε την πρώτη του δημιουργία από 99 ποιήματα, υπό το όνομα Rreze dielli (Ηλιαχτίδες), αφιερωμένη στον Αλβανό εθνικό ήρωα Σκεντέρμπέη. Το 1905 δίδαξε σε ένα αλβανικό σχολείο στην πόλη Κωνστάντζα και έγινε πρόεδρος του παραρτήματος στο Βουκουρέστι της ένωσης Dija (Γνώση) που είχε ιδρυθεί στη Βιέννη. Η δεύτερη του ποιητική συλλογή (από 99 ποιήματα και αυτή), Ëndrra e lotë (Όνειρα και Δάκρυα) εκδόθηκε 1912, χωρισμένη στις ενότητες πατρίδα, φύση, σκέψη και ομορφιά και ήταν αφιερωμένη στη Βρετανή ανθρωπολόγο Mary Edith Durham. Το ποίημα του ‘Kënga e bashkimit’ (Το τραγούδι της ένωσης), που δημοσιεύτηκε στη συλλογή αυτή, ήταν διασκευή του Hora Unirii του Vasile Alecsandri. Η Τρίτη ποιητική συλλογή του Asdreni, Psallme murgu (Οι ψαλμοί του μοναχού), δημοσιεύτηκε το 1930. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Αλβανία το 1914, όπου ο Asdreni είχε πάει στο Δυρράχιο για να καλωσορίσει τον νέο πρίγκηπα της Αλβανίας, Wilhelm zu Wied, επέστρεψε στη Ρουμανία και συνέχισε να ασχολείται με το αλβανικό εθνικό κίνημα. Δούλεψς ως γραμματέας στο αλβανικό προξενείο που άνοιξε εκεί τον Μάρτιο του 1922. Επισκέφτηκε την Αλβανία ξανά το 1937, αλλά σύντομα επέστρεψε στη Ρουμανία, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στις 11 Δεκεμβρίου του 1947. (Robert Elsie, Albanian literature: a short history, 2005, p.104)

      Οι στίχοι του Ύμνου της Σημαίας (Εθνικού Ύμνου της Αλβανίας) είναι οι εξής (σε παρένθεση η μετάφραση στα ελληνικά):

      Rreth flamurit të përbashkuar,
      Me një dëshirë e një qëllim,
      Të gjithë Atje duke iu betuar,
      Të lidhim besën për shpëtim.
      (Γύρω από τη σημαία ενωμένοι
      με μια θέληση κι ένα σκοπό
      Έχοντας όλοι σ' αυτήν πίστη (στην πατρίδα)
      να δώσουμε την μπέσα για την σωτηρία)

      Prej lufte veç ai largohet,
      Që është lindur tradhëtor,
      Kush është burrë nuk friksohet,
      Po vdes, po vdes si një dëshmor.
      (Από τον πόλεμο μόνον εκείνος απομακρύνεται
      που έχει γεννηθεί προδότης
      όποιος είναι άντρας δεν φοβάται
      αλλά πεθαίνει, πεθαίνει ως μαρτύρας)

      Në dorë armët do t'i mbajmë,
      Të mbrojmë Atdheun në çdo vend,
      Të drejtat tona ne s'i ndajmë,
      Këtu armiqtë s'kanë vend.
      (Στα χέρια τα όπλα θα κρατήσουμε
      να προστατέψουμε την πατρίδα σε κάθε μέρος
      τα δίκαιά μας εμείς δεν τ'αποχωριζόμαστε
      εδώ οι εχθροί δεν έχουν θέση.)

      Se Zoti vet e tha me gojë,
      Që kombe shuhen përmbi dhe,
      Po Shqipëria do të rrojë,
      Për të, për të luftojmë ne.
      (Γιατί ο ίδιος ο Ύψιστος το είπε με το στόμα του
      ότι έθνη ρίχνονται καταγής
      αλλά η Αλβανία θα ζήσει
      για εκείνη,για εκείνη εμείς μαχόμαστε)

      Διαγραφή
    26. • ο Odhise Paskali θεωρείται ως ένας από τους πιο ξεχωριστούς καλλιτέχνες στην Αλβανία. Γεννήθηκε στην Κοζάνη στις 22 Δεκεμβρίου του 1903 και το 1906 η οικογένεια του μετακόμισε στην Πρεμετή, όπου και ο Odhise παρακολούθησε το ελληνικό σχολείο που τότε υπήρχε στην πόλη. Αργότερα, αφού πήγε σε μία σειρά σχολείων στην Ιταλία, έλαβε το πτυχίο του από τη Σχολή Γραμμάτων και Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου του Τορίνο. Το 1926, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο, παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο ατελιέ του Edouardo Rubini στο Torino. Εκεί επίσης εξέδοσε το 1929 το πολιτιστικό περιοδικό ‘Studenti Shqiptar’ (Αλβανός Μαθητής) και ίδρυσε την ομόνυμη ένωση Αλβανών φοιτητών. Με την επιστροφή του στην Αλβανία, έγινε ένας από τους ιδρυτές θα μπορούσαμε να πούμε της αλβανικής γλυπτικής και κατά καιρούς του δόθηκαν διάφορα βραβεία και τίτλοι για την καλλιτεχνική του δουλειά. Δημιούργησε μία σειρά από συλλόγους όπως π.χ. η ένωση ‘Miqte e Artit’ (Φίλοι τη Τέχνης) και οργάνωσε διάφορες καλλιτεχνικές εκθέσεις στην Αλβανία, στην Αίγυπτο κ.α. Δίδαξε σε σχολεία και σε πανεπιστήμια των Τιράνων. Τα μνημεία που δημιούργησε βρίσκονται στις κεντρικές πλατείες πολλών πόλεων της Αλβανίας αλλά και στην Ελβετία και την Ιταλία. Φωτογραφίες από τα έργα του βρίσκονται σήμερα στα αλβανικά διαβατήρια, σε τουριστικές κάρτες και σε διάφορες κυβερνητικές εκδόσεις. Φιλοτέχνησε 523 αγάλματα και μνημεία και έγραψε περίπου 510 δοκίμια. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ένα έντονο πατριωτικό/εθνικιστικό πνεύμα. Ο ‘Εθνικός Μαχητής’ (Luftëtari Kombëtar) είναι τοποθετημένος στην Κορυτσά, ο ‘Σημαιοφόρος’ (Flamurtari) βρίσκεται στην Αυλώνα, όπου βρίσκεται επίσης το μνημείο/τάφος του ιδρυτή του αλβανικού κράτους, Ισμαήλ Κεμάλι, (Varri Monumental i Ismail Qemalit) που δημιούργησε ο ίδιος ο Paskali ενώ η προτομή του Σκεντέρμπέη είναι τοποθετημένη στο Κούκες. Ήταν επίσης ο δημιουργός του αγάλματος του Σκεντέρμπέη (Monumenti i Skënderbeut) που τοποθετήθηκε στο κέντρο των Τιράνων στην πλατεία Sheshi Skënderbej (Πλατεία Σκεντέρμπέη) το 1968, στην επέτειο για τα 500 χρόνια από τον θάνατο του ήρωα. Άλλα έργα του είναι ο ‘Άγνωστος Στρατιώτης’ (Ushtari i panjohur) καθώς επισης τα αγάλματα και οι προτομές πολλών ηρώων της Αλβανίας. Γνώριζε λατινικά, αρχαία και νέα ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά. Πέθανε στα Τίρανα στις 13 Σεπτεμβρίου 1985 σε ηλικία των 81 ετών. Το 2009 ο Υπουργός Πολιτισμού, Νεολαίας και Αθλητισμού, ανακήρυξε το 2009 στις Καλές Τέχνες ως ‘Χρονιά Odhise Paskali’.

      • Γνωστοί Βλάχοι της Αλβανίας είναι η γνωστή ηθοποιός Margarita Xhepa από τη Lushnjë, η τραγουδίστρια Eli Fara από την Drenovë της Κορυτσάς, ο πρώην πρέσβης της Αλβανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (1991-1997), Pavil Gesku, και μερικά άλλα αξιόλογα πρόσωπα όπως ο ποιητής και συγγραφέας Lasgush Poradeci (το πραγματικό του όνοματεπώνυμο ήταν Llazar Sotir Gusho) από το Πόγραδετς (Pogradec), ο ηθοποιός Sandër (ή Aleksandër) Prosi και πρώην καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας κατά τα 1962-1975, ο ποιητής και συγγραφέας Mitrush Kuteli (ψευδόνυμο του Dhimitër Pasko) από το Πόγραδετς, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι φυλακίστηκε από το κομμουνιστικό καθεστός της Αλβανίας, επειδή άσκησε κριτική στην τελωνειακή και νομισματική ένωση που ήταν να γίνει ανάμεσα στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία το 1947 και αντιτάχτηκε στην επανακατάληψη του Κοσόβου από τους Σέρβους, ο ήρωας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου Andon Poçi που σκοτώθηκε πολεμόντας εναντίον των Γερμανών, οι Spiro Bellkameni, Mihal Grameno, Themistokli Gërmenji κ.α.

      Διαγραφή
    27. Θα άξιζε τέλος να αναφερθούμε και στην Dora d'Istria (22 Ιανουαρίου 1828 – 17 Νοεμβρίου 1888) από το Βουκουρέστι και στην οικογένεια Γκίκα (Gjika στα αλβανικά). Η Dora d'Istria (ή Elena Ghica όπως ήταν το πραγματικό της ονοματεπώνυμο) γεννήθηκε στο Βουκουρέστι και ήταν κόρη του Mihai Ghica, βάνου (διοικητή) της Κραϊόβας και αργότερα υπουργού εσωτερικών, και ανηψιά του κυβερνήτη Πρίγκηπα της Βλαχίας Grigore του 4ου Ghica. Έλαβε μία ενδελεχή εκπαίδευση που τη συνέχισε στο εξωτερικό - πρώτα στη Δρέσδη, μετά στη Βιέννη, μετά στη Βενετία και τελικά στο Βερολίνο.

      Η Έλενα επέστρεψε στη χώρα της το 1849 και παντρεύτηκε τον Ρώσο δούκα Alexander Koltsov-Massalski, εξ’ ου και σε ορισμένα κείμενα αναφέρεται ως Elena Koltsova-Massalskaya . Έζησαν για μερικά χρόνια στη Ρωσία, κυρίως στην Αγία Πετρούπολη, αλλά η Έλενα ποτέ δεν ασπάστηκε τις ρωσικές εθνικιστικές σκέψεις του συζύγου της ή την ορθόδοξη χριστιανική μισαλλοδοξία των αυλικών του δεσποτικού αυτοκράτορα Νικολάου του 1ου. Καθώς η υγεία της χειροτέρεψε στο κλίμα της Ρωσίας, ακολούθησε τη συμβουλή του συζύγου της και ταξίδεψε στην κεντρική Ευρώπη. Πρώτα πήγε στην Ελβετία για μερικά χρόνια και στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ανατολία. Τελικά, επισκέφτηκε την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου γνώρισε τον πολύ νεότερό της Angelo de Gubernatis, καθηγητή των ανατολικών γλωσσών, με τον οποίο και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Περιστασιακά είχε ταξιδέψει στη Γαλλία, στην Ιρλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

      Ως συγγραφέας, εμφανίστηκε πρώτα το 1855 ενώ έγραφε κυρίως στα γαλλικά με το ψευδόνυμο d'Istria. Τα γραπτά της έδειξαν τη δεξιοτεχνία της στα ρουμανικά, ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, λατινικά, αρχαία και νέα ελληνικά και στα ρωσικά, τις γνώσεις της πάνω σε διάφορα επιστημονικά ζητήματα, καθώς επίσης και τις φιλελεύθερες απόψεις της σε πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Γνώριζε πολύ καλά και την αρχαία ελληνική μυθολογία. Ήταν κοσμοπολίτισα και εργάστηκε για τη χειραφέτηση των γυναικών. (Ίριδα Αυδή-Καλκάνη, «Ντόρα ντ΄Ίστρια (Ελένη Γκίκα)», στο Συλλογικό: Γυναίκες φιλέλληνες, Ε Ιστορικά, τ/χ.228 (18 Μαρτίου 2004), σελ.32)

      Το πρώτο της βιβλίο ήταν το ‘La vie monastique dans l'Église orientale’ (‘Η Μοναστική ζωή στην Ανατολική/Ορθόδοξη Εκκλησία’) - εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το και για δεύτερη φορά στο Παρίσι το 1858 - στο οποίο κάλεσε για τη διάλυση των μοναστικών ταγμάτων. Ακολουθήθηκε απ’ το ‘La Suisse allemande’ (‘Γερμανική Ελβετία’) - εκδόθηκε στη Γενεύη το 1856 σε 4 τόμους και δεύτερη φορά εκδόθηκε στα γερμανικά στη Ζυρίχη το 1860 σε 3 τόμους - όπου περιέγραφε την Ελβετία και τους ανθρώπους της κ.α. Στο ‘Les femmes en Orient’ (‘Οι γυναίκες στην Ανατολή’) - Ζυρίχη 1859, 2 τόμοι - υποστήριξε τη χειραφέτηση των γυναικών της Ανατολής. Στο δίτομο ‘Excursions en Rouméllie et en Morée’ (‘Ταξίδια στη Ρούμελη και στον Μωριά’) - Ζυρίχη 1863 - προσπάθησε να αποδείξει ότι η Γερμανία του 19ου αιώνα είχε το ίδιο εκπολιτιστικό καθήκον όπως η αρχαία Ελλάδα.

      Εξέδωσε επίσης το διήγημα ‘Au bord des lacs helvétiques’ (‘Πλέοντας στις ελβετικές λίμνες’) - Γενεύη 1861 - και τα μυθιστορήματα ‘Fylétia e Arbenoré prèj Kanekate laoshima’ - Λιβόρνο 1867 - και ‘Gli Albanesi in Rumenia’, ιστορία της οικογένειας της, της οικογένειας Γκίκα, από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα (η 2η έκδοση στη Φλωρεντία το 1873)

      Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, όπως τα αθηναϊκά ‘Έσπερος’, ‘Θεατής’, ‘Ελπίδα’, ‘Πανδώρα’, με το Κωνσταντινουπολίτικο ‘Ευριδίκη’ και το Σμυρναίικο ‘Ο Μέντωρ’, καθώς και με διάφορα άλλα ιταλικά και γαλλικά περιοδικά.

      Διαγραφή
    28. Το 1673 ο Λεοπόλδος ο 1ος (ή Leopold Ignaz Joseph Balthasar Felician όπως ήταν ολόκληρο το όνομα του), βασιλιάς της Ουγγαρίας, της Βοημίας, της Κροατίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας, έδωσε τον τίτλο ‘Πρίγκηπας της ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’ στον Grigore II Ghica. Ποια ήταν όμως η οικογένεια Γκίκα; Η οικογένεια Γκίκα (στα ρουμανικά: Ghica, στα αλβανικά: Gjika) ήταν μία μεγάλη οικογένεια της Ρουμανίας, τα μέλη της οποίας είχαν διασπαρεί στη Βλαχία, Μολδαβία και το Βασίλιο της Ρουμανίας. Η προέλευση της οικογένειας δεν είναι ξεκάθαρη. Ορισμένοι, όπως ο Paul Cernovodeanu (La Famille Ghika – court historique) και ο Charles Francis Richardson (The International Cyclopedia: A Compendium of Human Knowledge, Rev. with Large Additions, Volume 6, 1898), τη θεωρούν αλβανικής καταγωγής, ενώ άλλοι, όπως ο Liviu Bordaș (Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008), τη θεωρούν βλάχικης καταγωγής.

      Σύμφωνα με έναν θρήλο (Legend XXXVII, O sama de cuvinte), στον οποίο όμως αναφέρονται πολλές ιστορικές ανακρίβειες και αναχρονισμοί, που διαδόθηκε από τον Μολδαβό χρονικογράφο Ion Neculce, δύο φτωχά παιδιά που αργότερα έγιναν διάσημοι, συναντήθηκαν στο ταξίδι τους προς την Κωνσταντινούπολη και υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον αμοιβαία υποστήριξη στο μέλλον. Ο ένας ήταν ο Arbëreshë (Αλβανός ή αλβανόφωνος) Gheorghe Ghica (στα αλβανικά Gjergji Gjika), ιδρυτής της οικογένειας Γκίκα, ενώ ο άλλος ήταν ένας "Τουρκοκύπριος", ο ιδρυτής της οικογένειας Köprülü. Οι Köprülü (ή Kypriljoti) όμως δεν ήταν Τουρκοκύπριοι αλλά Αλβανοί από την πόλη Βέλες (κοντά στα Σκόπια). Στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Βέλες μετονομάστηκε σε Κιοπρουλού, ενώ στα χρόνια του Κομμουνισμού σε Τίτοβ Βέλες. Ο Gheorghe Ghica ήταν γιος του Matei Ghica από το Ζαγόρι, ο οποίος μαζί με τον γιο του μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αργότερα ο Gheorghe Ghica μετανάστευσε στη Μολδαβία, όπου σταδιακά κατάφερε να εισέλθει στην τάξη των ευγενών και απέκτησε την εύνοια του αλβανικής καταγωγής πρίγκηπα της Μολδαβίας Vasile Lupu.

      Ο Vasile Lupu (ή Vasil Koci όπως ήταν το πραγματικό του ονοματεπόνυμο) ήταν βοεβόδας (δηλαδή πρίγκηπας) της Μολδαβίας στα 1634-1653. Γεννήθηκε το 1595 στο Arbanasi, ένα αλβανικό χωριό στη Βουλγαρία. Ήταν γιος του Nikollë Koci, ενός Αλβανού από την Ήπειρο, ο οποίος μαζί με άλλους Αλβανούς μισθοφόρους, κατέφυγε στο Arbanasi. Ο Vasile, που πήρε αργότερα το παρατσούκλι ‘Lupu’ (λύκος), εισήγαγε το πρώτο κωδικοποιημένο σύνταγμα στη Μολδαβία το 1646, στο Iaşi (Ιάσιο). Το σύνταγμα ήταν γνωστό ως ‘Carte româneascǎ de învăţătură’ (Ρουμανική χάρτα/βιβλίο της γνώσης) ή και ως ‘Pravila lui Vasile Lupu’ (Κώδικας του Vasile Lupu). Οι απόγονοι της οικογένειας Κότσι ενώθηκαν μέσω γάμου με άλλες αριστοκρατικές οικογένειες της Μολδαβίας, όπως οι Bucioc, Boulesti και Abazesti. (Susana Andea (2006). History of Romania: compendium. Romanian Cultural Institute και Nicolae Iorga, Byzance après Byzance: continuation de l'histoire de la vie byzantine, Bucarest, 1935)

      Απ’ την άλλη, ορισμένα μέλη της οικογένειας Ghica προέβαλαν μία Βλάχικη εθνική συνείδηση. Για παράδειγμα τα μέλη της οικογένειας που είχαν καταφύγει και ζούσαν στην Αυστρία, ετεροπροσδιορίζονταν ως Βλάχοι. Γνωρίζουμε επίσης ότι στα σχέδια του Grigore III Ghica ήταν να ανοίξει βλάχικα σχολεία, στις περιοχές των Βαλκανίων που ήταν υπό Οθωμανική κυριαρχία.(Liviu Bordaș, Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008)

      Μέχρι το 1777 - χρονιά κατά την οποία ο Grigore III Ghica δολοφονήθηκε επειδή αντιτάχθηκε στην προσάρτηση της Μπουκοβίνα (Буковина), περιοχή που σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρουμανία, από τους Αψβούργους - άλλα από τα μέλη της οικογένειας Γκίκα ήταν επηρεασμένοι από τη ρουμανική ταυτότητα και άλλοι είχαν εξελληνισθεί (υιοθετόντας την ελληνο-φαναριότικη ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη).

      Διαγραφή
    29. Η ιστορία και η φήμη της οικογένειας, όπως και οι θεωρούμενες αλβανικές της ρίζες, είναι περισσότερο γνωστές στο δυτικό κοινό από το βιβλίο της Elena Ghica ‘Gli Albanesi in Rumenia. Storia dei principi Ghika’ (Οι Αλβανοί στη Ρουμανία. Η ιστορία των πριγκίπων Γκίκα). Η Dora d'Istria (ψευδόνυμο της Elena Ghica), υιοθέτησε τη θεωρία της αλβανικής καταγωγής του ιδρυτή της οικογένειας, αν και στην αρχή είχε μια φιλελληνική συμπεριφορά, λόγω της ελληνικής καταγωγής της μητέρας της, Αικατερίνης Φωκά, και λόγω του Έλληνα δασκάλου της Γρηγορίου Παπαδόπουλου. Μάλιστα είχε υποστηρίξει ότι τα Ιόνια νησιά έπρεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα, ενώ όταν ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση του 1866, εφοδίασε τους εξεγερμένους με όπλα. (Ίριδα Αυδή-Καλκάνη, «Ντόρα ντ΄Ίστρια (Ελένη Γκίκα)», στο Συλλογικό: Γυναίκες φιλέλληνες, Ε Ιστορικά, τ/χ.228 (18 Μαρτίου 2004), σελ.36-37)

      Άρχισε να μελετάει την αλβανική ιστορία και τελικά έγινε - κυρίως από το 1866 και μετά - ο κύριος υποστηρικτής στη δυτική Ευρώπη του αλβανικού ζητήματος, παρόλο που ποτέ δεν έμαθε την αλβανική γλώσσα. Το βιβλίο της ‘Gli Albanesi in Rumenia. Storia dei principi Ghika’ που εκδόθηκε το 1873 στη Φλωρεντία, κάνοντας την οικογένεια της να την αποκληρώσει, κατάφερε να μετατοπίσει την αντίληψη του κοινού προς την θεωρία της αλβανικής καταγωγής της οικογένειας και προς τον εξοβελισμό της βλάχικης θεωρίας.

      Του βιβλίου προηγήθηκαν μία σειρά από άρθρα σχετικά με τα έθνη της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και της μάχης τους για ανεξαρτησία. Μετά από άρθρα για τη ρουμανική (1859), την ελληνική (1860) και τη σερβική εθνική ταυτότητα (1865), η Dora d'Istria εξέδοσε το 1866 ένα άρθρο με τίτλο ‘Η αλβανική ταυτότητα σύμφωνα με τα λαϊκά τραγούδια’. Η μελέτη αυτή μεταφράστηκε στα αλβανικά το 1867 από τον Arbëreshë (Αλβανό της Ιταλίας) πατριώτη Dhimitër Kamarda και ως πρόλογο είχε ένα ποίημα με επαναστατικό περιεχόμενο, που γράφτηκε από έναν Αλβανό συγγραφέα ο οποίος με αυτό απευθυνόταν στους συμπατριώτες του, καλώντας τους να επαναστατήσουν εναντίον των Οθωμανών. (Nathalie Clayer, Origins of Albanian nationalism, Karthala, Paris, 2007, p.209)

      Έτσι λοιπόν, η Dora d'Istria έγινε διάσημη στους αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους, τα μέλη των οποίων δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα της ώστε να κερδίσουν υποστήριξη για το θέμα τους. Αυτό έγινε δεκτό και καλλιεργήθηκε και από την ίδια την d'Istria, η οποία διατηρούσε τακτική επιοινωνία και αλληλογραφία με αρκετούς Αλβανούς πατριώτες, όπως ο Kamarda και ο Jeronim de Rada. Μετά την έκδοση του ‘Gli Albanesi in Rumenia…’, οι Αλβανοί εθνικιστές στην Ιταλία ανακήρυξαν την Elena Ghica ως την μη εστεμμένη βασίλισα της Αλβανίας. Στο τέλος αυτού του αιώνα, ένα άλλο μέλος της οικογένειας Γκίκα, ο αριστοκράτης και συγγραφέας Albert Ghica, διεκδίκησε τον αλβανικό θρόνο. (Liviu Bordaș, Dor de Dunăre şi alte nostalgii cosmopolite - Preţul cosmopolitismului, Observator Cultural, No. 437, August, 2008)

      Στις 10 Μαΐου, ο συντάκτης της εφημερίδας Shqiperia, όργανο της αλβανικής κοινότητας του Βουκουρεστίου, έγραψε σχετικά με την Dora D’Istria:

      «…Αυτή η συνοπτική μελέτη του κινήματος για την αλβανική ανεξαρτησία θα ήταν τόσο σύντομη αν κάποιος δεν συμπεριελάμβανε ένα γεγονός, ένα πολύ τυχερό γεγονός για το αλβανικό έθνος. Αυτό το έθνος είναι πολύ τυχερό πραγματικά να έχει μία γυναίκα που ασχολείται με τον αγώνα του, μία όμορφη γυναίκα, που την έχουν σε μεγάλη υπόληψη, γεννημένη στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας, μια γυναίκα που κουβαλάει μία αλβανική κληρονομιά. Είναι η εξαίρετη Dora D’Istria. Η οικογένεια Gjika ποτέ δεν αρνήθηκε την αλβανική της κληρονομιά. Dora D’Istria είναι η κόρη τους, η οποία με το γράψιμο της προκάλεσε την αφοσίωση του Benloew στο αλβανικό έθνος…κάνοντας πιθανό για τα βιβλία το τύπωμα τους στην αλβανική γλώσσα.» (Artikull i Redaksisë, Shqipëria, Bukuresht: Nr. 1, 10 Maj 1897 in Zihni Sakaj, ed., Mendimi Politik e Shoqëror i Rilindjes Kombëtare Shqiptare (Permbledhje artikujsh nga shtypi), Vellimi I, 1879-1908, Dokument 16, (Tiranë: Universiteti i Tiranës, Instituti i Historisë dhe i Gjuhësisë, 1971), 89.)

      Διαγραφή
    30. Η D'Istria ήταν πολύ καλή ζωγράφος. Ήταν μέλος πολλών εκπαιδευτικών συλλόγων, όπως η Ιταλική Ακαδημία. Είχε ανακηρυχθεί ως επίτιμη πολίτης από το Κοινοβούλιο της Ελλάδας και ως επίτιμη δημότης από ορισμένες ιταλικές πόλεις. Ήταν καλή κολυμβήτρια, καθώς σε νεαρή ηλικία μάθαινε συστηματικά κολύμπι στον Δούναβη. Μάλιστα το 1854 έπεσε σε μια λίμνη και έσωσε από βέβαιο πνιγμό την γκουβερνάντα της αδελφής της (Michael Herzfeld, Πάλι Δικά Μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδ.Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002, σελ.104) Ασχολούνταν επίσης με την ορειβασία και είχε κάνει μία αναρρίχηση στο βουνό Blanc στις 1 Ιουνίου του 1860, την οποία είχε περιγράψει στο βιβλίο της ‘La Suisse allemande’.

      Πέθανε στη Φλωρεντία στις 17 Νοεμβρίου του 1888.

      Διαγραφή
    31. Σύμφωνα με τις εκδόσεις της Ακαδημίας των Επιστημών, η βλάχικη μειονότητα στην Αλβανία σήμερα εκτείνεται σε μια αξιοσημείωτη περιοχή της επικράτειας και έρχεται στη δεύτερη θέση μετά τον αλβανικό πληθυσμό, σημειώνοντας περί τους 139.000 κατοίκους. Το 1930 υπήρχαν 8 αρουμανικές/βλάχικες εκκλησίες στην Αλβανία (και 18 σχολεία), από τις οποίες αυτή που ήταν στην Κορυτσά, καταστράφηκε από σεισμό το 1931. Τον Νοέμβριο του 1942, είχαν απομείνει μόνο 6 εκκλησίες. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησία όπου η λατρεία γίνεται στα βλάχικα, στην Κορυτσά. Ιερέας είναι ο γλύπτης Dhimitër Veriga (ή Dumitrache στα βλάχικα). Η ανέγερση της εκκλησίας ξεκίνησε το 1995, στην θέση του παλιού βλάχικου νεκροταφείου στην Κορυτσά. Υπάρχει επίσης μία δεύτερη βλάχικη εκκλησία στο Pogradec, καθώς επίσης στην εκκλησία του Shën Nikola (Αγίου Νικολάου) στην Μοσχόπολη (Voskopojë) ο εκεί ιερέας, πάτερ Θομά, διαβάζει την λειτουργία στα βλάχικα και στα αλβανικά. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η ακολουθία της Λειτουργίας είχε μεταφραστεί στα βλάχικα, ήδη από τον 18ο αιώνα, από τον Ilo Mitkë-Qafëzezi από την Κορυτσά και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962, αλλά αυτή η μετάφραση δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή ανάμεσα στους Βλάχους της Αλβανίας.

      Υπάρχει ένα βλάχικο ιδιωτικό σχολείο, καθώς και ένας παιδικός σταθμός, στην Divjakë. Ιδρύθηκαν από τον Koci Janko. Το σχολείο άνοιξε στις 8 Δεκεμβρίου του 1998, με την υποστήριξη του Συλλόγου των Βλάχων (Αρωμούνων) της Αλβανίας (Shoqata ‘Arumunët e Shqipërisë’) κ.α. Οι Βλάχοι έχουν τη δικιά τους εκπομπή στα βλάχικα, στον τοπικό κρατικό τηλεοπτικό σταθμό του Αργυροκάστρου, που αφορά τη ζωή, τις παραδόσεις και την πολιτιστική κληρονομιά της κοινότητας των Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή, καθώς επίσης έχουν και το δικό τους κόμμα, το κόμμα ‘Aleanca për Barazi dhe Drejtësi Europiane’ (Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Ισότητα και Δικαιοσύνη) που ιδρύθηκε στις 02/02/2012 με έδρα το Δυρράχιο. Υπάρχει επίσης ένας συνεταιρισμός Βλάχων γυναικών στα Τίρανα από το 1995, καθώς επίσης και ένα ετήσιο πανηγύρι των Βλάχων στην Κορυτσά.

      Διαγραφή